Υπό τον Ερντογάν, η Τουρκία υιοθέτησε επιθετικές στρατιωτικές πρωτοβουλίες, συνεργάστηκε με ριζοσπαστικές ομάδες, έκανε ανοίγματα σε ρεβιζιονιστικές δυνάμεις και απομακρύνθηκε από τους δυτικούς θεσμούς και αξίες – Πώς θα κινηθεί η αντιπολίτευση απέναντι στην Ελλάδα
Στην τελική ευθεία προς τις εκλογές, που ενδέχεται να επιφέρουν σημαντικές αλλαγές και μετατοπίσεις σε καίρια ζητήματα, βρίσκεται η Τουρκία. Το αργότερο τον Ιούνιο του 2023, οι τούρκοι ψηφοφόροι θα κληθούν στις κάλπες για τις βουλευτικές και προεδρικές εκλογές, στην πρώτη αναμέτρηση ουσιαστικά που η αδιαμφισβήτητη ισχύς του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κλονίζεται έντονα.
Αναλυτές έχουν χαρακτηρίσει τις εκλογικές αναμετρήσεις του 2023 ως τις πιο κρίσιμες στην ιστορία της τουρκικής Δημοκρατίας. Όχι μονάχα επειδή συμπίπτουν με την επέτειο ενός αιώνα από την εγκαθίδρυση της χώρας, αλλά και γιατί είναι η πρώτη φορά στην πολιτική καριέρα του σημερινού προέδρου που, λόγω της οικονομικής ύφεσης, δεν είναι πλέον το ξεκάθαρο εκλογικό φαβορί.
Πράγματι, οι δημοσκοπήσεις της τελευταίας διετίας σχηματίζουν ένα πρωτοφανές και ιδιαίτερα ζοφερό τοπίο για τον τούρκο πρόεδρο. Ο Ερντογάν -o μοναδικός μέχρι σήμερα επίσημα υποψήφιος- φαίνεται να χάνει με διαφορά και από τους τέσσερις επικρατέστερους υποψηφίους της αντιπολίτευσης για το χρίσμα της Προεδρίας, οι οποίοι αναζητούν ακόμη τις συγκλίσεις εκείνες που θα τους επιτρέψουν να ενώσουν τις δεξαμενές τους στον δρόμο προς τις κάλπες.
Τι δείχνουν οι δημοσκοπήσεις
Ο λόγος για τους δημοφιλείς δημάρχους Εκρέμ Ιμάμογλου και Μανσούρ Γιαβάς, τον βετεράνο ηγέτη του Ρεπουμπλικανικού κόμματος Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, καθώς και την Μεράλ Ακσενέρ, πρόεδρο του εθνικιστικού και συντηρητικού «Καλού Κόμματος».
Με βάση έρευνα της εταιρείας δημοσκοπήσεων Metropoll τον Αύγουστο του 2022, ο Ερντογάν βρίσκεται σχεδόν 16 μονάδες πίσω από τον δήμαρχο της Aγκυρας, Μανσούρ Γιαβάς, ο οποίος θεωρείται ότι μπορεί να αιφνιδιάσει τον τούρκο πρόεδρο αξιοποιώντας στο έπακρο την υψηλή δημοφιλία του. Ακόμα και με τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, τον λιγότερο δημοφιλή αλλά ενδεχομένως πιο πιθανό υποψήφιο της αντιπολίτευσης, η διαφορά κυμαίνεται πάνω από έξι μονάδες.
Παρόμοια εικόνα διαμορφώνεται και στην κοινοβουλευτική κούρσα, όπου, σύμφωνα με την έρευνα της Türkiye Raporu τον περασμένο Σεπτέμβριο, η υποστήριξη προς το ΑΚP βρίσκεται στο ιστορικό χαμηλό του 22,2%.
Εξωτερική πολιτική
Παρά το γεγονός πως οι εκλογές θα διεξαχθούν με φόντο την οικονομική ύφεση -ο πληθωρισμός καλπάζει σε πρωτοφανή επίπεδα- που υπονομεύει το βιοτικό επίπεδο των πολιτών, το κομμάτι της εξωτερικής πολιτικής θεωρείται εξίσου υψίστης σημασίας για την επόμενη ημέρα στην Τουρκία.
Ανάλυση που πραγματοποίησαν, για λογαριασμό του think tank «Carnegie Endowment for International Peace», ο Alper Coşkun, πρώην πρέσβης της Τουρκίας στο Αζερμπαϊτζάν και ερευνητής, και ο Sinan Ülgen, επίσης συνεργάτης του εν λόγω think tank, ο οποίος επικεντρώνεται μεταξύ άλλων στη μελέτη της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, επιχειρεί να σκιαγραφήσει τον προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας μετά τις εκλογές, σε περίπτωση πολιτικής αλλαγής.
Φυσικά, «γκρίζα» σημεία αποτελούν ο μη ορισμός ακόμη προεδρικού υποψηφίου από τη συμμαχία της αντιπολίτευσης καθώς και η συγκρότηση του μετεκλογικού Κοινοβουλίου. Τα μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης θα επιδιώξουν να διατηρήσουν τη συμμαχία τους για να διεκδικήσουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, επεκτείνοντάς την ενδεχομένως και με άλλα κόμματα, όπως το Κόμμα Δημοκρατίας και Προόδου (DEVA) -με επικεφαλής τον πρώην υπουργό Οικονομίας και Εξωτερικών Αλί Μπαμπατζάν- και το Κόμμα του Μέλλοντος (Gelecek) -με επικεφαλής τον πρώην πρωθυπουργό και υπουργό Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου.
Δεδομένου, όμως, ότι κανένα κόμμα δεν είναι πιθανό να εξασφαλίσει πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, η αντιπολίτευση θα πρέπει να δημιουργήσει μετεκλογικό συνασπισμό, με το σκηνικό να προμηνύεται ιδιαιτέρως περίπλοκο.
Οι ερευνητές βασίστηκαν σε συνεντεύξεις με αρμόδιους για την εξωτερική πολιτική των κομμάτων της αντιπολίτευσης -του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), του Καλού Κόμματος (İYİ), του Κόμματος Δημοκρατίας και Προόδου (DEVA), του Κόμματος του Μέλλοντος (Gelecek) και του Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών (HDP)-, γεγονός που επιτρέπει τη συγκριτική ανάλυση των προσεγγίσεών τους σε συγκεκριμένα θέματα και την αντιπαραβολή των πολιτικών τους θέσεων με εκείνες του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) του Ερντογάν.
Ο «φάκελος» Ανατολική Μεσόγειος και Ελλάδα
Ανάμεσα στα θέματα για τα οποία ζητήθηκε να ανοίξουν τα χαρτιά του είναι η Ελλάδα, και γενικότερα η στάση που θα τηρήσουν στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Σε αυτή την περίπτωση, η χώρα μας βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα καλό και ένα κακό σενάριο. Μία νέα κυβέρνηση:
α) Επικεντρώνεται στη διαχείριση του οικονομικού χάους και επιλέγει τη «νηνεμία» στο Αιγαίο.
β) Με την ευκαιρία της 100ής επετείου της Συνθήκης της Λωζάννης και της τουρκικής δημοκρατίας, διατηρεί ή και αυξάνει την ένταση στο Αιγαίο, ανεξάρτητα από τις προκλήσεις στο εσωτερικό.
Όπως κατέδειξε η έρευνα, μεταξύ πολιτικής ελίτ, κυβερνητικών κύκλων και κοινωνίας, η διαφορά του πώς αντιλαμβάνονται την κρισιμότητα ζητημάτων που αφορούν (και) την Ελλάδα είναι πολύ μικρή. Άπαντες στην Τουρκία θέτουν σε πρώτο πλάνο τη διασφάλιση και προάσπιση των συμφερόντων της χώρας, επομένως, παρά τις πιθανές διαφοροποιήσεις στην πολιτική που θα ακολουθήσουν, τα θέματα αυτά (σ.σ. Αιγαίο, Ανατολική Μεσόγειος, Κυπριακό) αναμένεται να παραμείνουν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ανεξάρτητα από το ποιος θα βρίσκεται στην εξουσία.
Η κυρίαρχη αίσθηση, πάντως, που επικρατεί μεταξύ των κομμάτων της αντιπολίτευσης είναι ότι η Τουρκία έχει χάσει σημαντικό έδαφος στο διπλωματικό μέτωπο, σε αντίθεση με την Ελλάδα και την Κύπρο που έχουν παίξει καλύτερα τα «χαρτιά» τους.
Ο Ümit Yardım του Κόμματος του Μέλλοντος δηλώνει ότι, για να έχει η Τουρκία ισχυρή διαπραγματευτική θέση στην Ανατολική Μεσόγειο, θα πρέπει να αφήσει πίσω τις αμφιβολίες σχετικά με την πραγματική θέση της χώρας στον κόσμο. Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνει την ανάγκη να επαναβεβαιώσει τη δέσμευσή της σε θεσμούς όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το ΝΑΤΟ, και να σταματήσει να εμπλέκεται σε διαμάχες με παραδοσιακούς εταίρους και συμμάχους της στη Δύση. Κάτι τέτοιο, σύμφωνα με τον ίδιο, θα έφερνε την Τουρκία σε θέση ισχύος.
Η αντιπολίτευση πιστεύει ότι το κενό που δημιούργησε η απομόνωση της Τουρκίας στην περιοχή επέτρεψε στην Ελλάδα και την Κύπρο να προωθήσουν περιφερειακές συμμαχίες και συνεργασίες, όπως το Φόρουμ Φυσικού Αερίου της Ανατολικής Μεσογείου, εις βάρος της Τουρκίας.
Το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα και το Καλό Κόμμα υποστηρίζουν πως η Τουρκία δεν θα μπορούσε ρεαλιστικά να αναμένει ότι θα αλλάξει τα δεδομένα ή ότι θα προωθήσει τα συμφέροντά της στην Ανατολική Μεσόγειο, από τη στιγμή που έχει διαρρήξει τις σχέσεις της με περιφερειακές δυνάμεις όπως η Αίγυπτος και το Ισραήλ.
Και τα δύο κόμματα εστιάζουν στην ανάγκη αποκατάστασης αυτών των σχέσεων στη βάση της κυριαρχικής ισότητας και του αμοιβαίου σεβασμού. Αναμφίβολα, η θέση αυτή συμβαδίζει με την προσπάθεια που καταβάλλει η κυβέρνηση Ερντογάν να αντιστρέψει την περιφερειακή απομόνωση της Τουρκίας και να αποκαταστήσει τις σχέσεις με χώρες όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Ο εκπρόσωπος του Καλού Κόμματος, Ahmet Erozan, αναφέρεται σε ανυπολόγιστες απώλειες για την Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο, ιδίως σε σχέση με την δυναμική που φαίνεται να υπάρχει στις έρευνες φυσικού αερίου, και γενικότερα τα ενεργειακά. Σύμφωνα με τον ίδιο, η κατανομή σε αυτούς τους πόρους, έχει ήδη γίνει ερήμην της Τουρκίας.
Αναλογιζόμενος την εμβάθυνση της εταιρικής σχέσης μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου, υποστηρίζει, επίσης, ότι οι προσπάθειες της Τουρκίας να εγείρει αμφιβολίες στην αιγυπτιακή ηγεσία σχετικά με τη σκοπιμότητα της συμφωνίας για τη θαλάσσια οριοθέτηση με την Ελλάδα, ήταν μάταιες υπό τις παρούσες συνθήκες. Όπως υποστηρίζει ο Erozan, η επιρροή της Τουρκίας στην Αίγυπτο θα αυξηθεί μόνο σε περίπτωση που η τελευταία πειστεί για τον αναντικατάστατο ρόλο της Αγκυρας στην περιοχή.
Ο ίδιος αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό τη μακροπρόθεσμη δέσμευση της Λιβύης στη συμφωνία για τα θαλάσσια σύνορα που είχε υπογράψει η διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνησή της με την Τουρκία, ιδίως λόγω των αντιφατικών μηνυμάτων από τη Λιβύη σχετικά με το αν η συμφωνία χρειαζόταν ή όχι κοινοβουλευτική επικύρωση προκειμένου να θεωρείται έγκυρη.
Όσον αφορά τις διμερείς διαφορές με την Ελλάδα, τα κόμματα της αντιπολίτευσης «βλέπουν» και πάλι απομόνωση της Τουρκίας. Αφήνουν να εννοηθεί, δε, ότι οι λανθασμένες πολιτικές του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ερντογάν έχουν οδηγήσει σε διεθνή υποστήριξη των ελληνικών θέσεων.
Σε αντίθεση με όσα διαδραματίζονται εν συνόλω στην Ανατολική Μεσόγειο, ο εκπρόσωπος του Καλού Κόμματος σημειώνει ότι οι διαφωνίες της Τουρκίας με την Ελλάδα σε διμερές επίπεδο είναι λιγότερο περίπλοκες και δηλώνει ότι η προσέγγιση της Αγκυρας σε μακροχρόνια προβλήματα μοιάζει να έχει εξελιχθεί σε «κρατική πολιτική».
Ο ίδιος προτείνει, επίσης, οι διαφωνίες που αφορούν σε ζητήματα κυριαρχίας στο Αιγαίο ή το καθεστώς της τουρκικής -όπως λέει- μειονότητας που ζει στη δυτική Θράκη, να αντιμετωπιστούν μεμονωμένα.
Από την πλευρά του, ο εκπρόσωπος του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος μιλά για την ανάγκη η Τουρκία και η Ελλάδα να αποβάλουν τις αντιλήψεις περί εχθρότητας που έχουν η μία για την άλλη. Ως τον καλύτερο τρόπο προκειμένου οι διμερείς σχέσεις να βελτιωθούν βλέπει τις ειλικρινείς συνομιλίες, αλλά υπογραμμίζει ότι αυτές πρέπει να είναι καλά δομημένες, να περιλαμβάνουν συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα και να επιφέρουν κάποια πρόοδο. Το CHP αναγνωρίζει ότι μπορεί να μην είναι δυνατή η εξεύρεση λύσης μέσω διαπραγματεύσεων σε όλα τα ζητήματα και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι δύο πλευρές θα πρέπει να είναι έτοιμες να προσφύγουν για εκκρεμή ζητήματα στο Διεθνές Δικαστήριο.
Ο εκπρόσωπος του CHP δίνει, επίσης, βάρος στις πολιτιστικές και επιχειρηματικές επαφές των δύο χωρών και καταθέτει πρόταση για από κοινού υλοποίηση αμοιβαία επωφελών έργων. Στο πλαίσιο αυτό, φέρνει ως παράδειγμα το Καστελλόριζο, το οποίο καταβάλει μεγάλες προσπάθειες για να εξασφαλίσει επαρκείς ποσότητες νερού από άλλα μέρη της χώρας. Δεδομένης της γειτνίασης του νησιού με την ηπειρωτική Τουρκία, θα μπορούσε να εξεταστεί ένα κοινό έργο για την παροχή νερού από την Αγκυρα. Αντιστοίχως, κάνει αναφορά στον τουρισμό που δέχονται από την Τουρκία τα ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου, προτείνοντας οι δύο χώρες να εργαστούν πάνω οικονομικούς τομείς που θα τις ωφελούσαν.
Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι, αν η Τουρκία βιώσει πολιτική αλλαγή, η αργοπορημένη προσπάθεια του ΑΚP να επαναπροσεγγίσει δυνάμεις της περιοχής θα συνεχιστεί με ακόμη μεγαλύτερο σθένος και η Άγκυρα θα δώσει προτεραιότητα στις διπλωματικές επαφές.
Το Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών, από την πλευρά του, έχει μια διαφορετική οπτική για την τρέχουσα προσέγγιση της Τουρκίας στα θέματα της Ανατολικής Μεσογείου και τις σχέσεις με την Ελλάδα. Ο εκπρόσωπός του, Hişyar Özsoy, υπογραμμίζει ότι η τρέχουσα πολιτική σε αυτά τα ζητήματα διαμορφώνεται με τρόπο που να ενισχύει το εθνικιστικό αίσθημα των τούρκων πολιτών. Η οικοδόμηση μιας τέτοιας κατάστασης, λέει, καθιστά πρακτικά αδύνατο για τους τούρκους αξιωματούχους ακόμη και να εξετάσουν το ενδεχόμενο επίλυσης διαφορών μέσω διαπραγματεύσεων, καθώς κάθε παραχώρηση από την πλευρά τους θα εκλαμβανόταν ότι είναι εις βάρος της χώρας.
Από τη θεωρία στην πράξη
Σε περίπτωση που το σενάριο αλλαγής σκυτάλης στην εξουσία λάβει «σάρκα και οστά», αναμφισβήτητα η εξωτερική πολιτική -σε πολλαπλά μέτωπα- δεν θα μείνει ανεπηρέαστη.
Ωστόσο, όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, η προσπάθεια να εξαχθούν συμπεράσματα, μέσω συνεντεύξεων με εκπροσώπους των κομμάτων, για την κατεύθυνση που θα ακολουθήσει η αντιπολίτευση, παραμένει δύσκολη.
Κι αυτό για τους εξής λόγους:
Πρώτον, τίθεται το ερώτημα κατά πόσο η ρητορική των εκπροσώπων συνάδει με την επίσημη ατζέντα εξωτερικής πολιτικής των κομμάτων.
Δεύτερον, πιο δεσμευτικό χαρακτήρα έχουν οι δημόσιες τοποθετήσεις της ηγεσίας των κομμάτων. Αλλά σε αντίθεση με τον Ερντογάν, ο οποίος είχε την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ούτε ο ηγέτης του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ούτε η επικεφαλής του δεύτερου μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης, Μεράλ Ακσενέρ, έχουν δώσει δείγματα γραφής στην εξωτερική πολιτική. Οι απόψεις τους σε τέτοιου είδους θέματα είναι, ακόμη, σε μεγάλο βαθμό άγνωστες.
Τρίτον, η δυσκολία κατανόησης της πραγματικής ατζέντας τους επιτείνεται από το γεγονός ότι ορισμένες από τις δηλώσεις αποτελούν αντιπολιτευτική πολιτική. Αντίθετα, ο Νταβούτογλου, ο ηγέτης του Gelecek, και ο Μπαμπατζάν, ο ηγέτης του DEVA, έχουν διατελέσει και οι δύο υπουργοί Εξωτερικών σε κυβερνήσεις Ερντογάν.
Ένας τέταρτος παράγοντας, δε, που θα καθορίσει την άσκηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής υπό νέα κυβέρνηση είναι η Δύση και ο τρόπος με τον οποίο θα αντιδράσει σε ενδεχόμενη πολιτική αλλαγή.