Ενώ η Ελλάδα διαθέτει έναν από τους μεγαλύτερους αριθμούς εκπαιδευτικών ανά μαθητή μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, το γεγονός αυτό δεν συνοδεύεται από την ανάλογη οικονομική ανταμοιβή για τους εκπαιδευτικούς. Οι μισθοί τους βρίσκονται ανάμεσα στους χαμηλότερους των ανεπτυγμένων χωρών, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα διαβίωσης, ειδικά σε περιόδους σαν την τρέχουσα, όπου το κόστος ζωής και τα ενοίκια αυξάνονται σημαντικά.
Η νέα έκθεση του ΟΟΣΑ, με τίτλο «Εκπαίδευση με μια ματιά 2024», αναδεικνύει τα δύο κύρια ζητήματα που ταλανίζουν εδώ και χρόνια την ελληνική εκπαίδευση:
την υψηλή αναλογία εκπαιδευτικών ανά μαθητή και
τους χαμηλούς μισθούς.
Παρά τη θετική εικόνα που προσφέρουν τα στατιστικά σχετικά με τον αριθμό εκπαιδευτικών, η οικονομική κατάσταση αυτών παραμένει προβληματική. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο εκπαιδευτικές ομοσπονδίες προχωρούν σε έντονες διαμαρτυρίες, με το ξεκίνημα του σχολικού έτους, αναδεικνύοντας τα σοβαρά προβλήματα μισθοδοσίας αλλά και τις πολιτικές συγχωνεύσεων σχολικών τμημάτων, που επιβαρύνουν περαιτέρω την εκπαιδευτική κοινότητα.
Η Ελλάδα βρίσκεται στην κορυφή της λίστας των χωρών του ΟΟΣΑ όσον αφορά τον αριθμό των εκπαιδευτικών σε σχέση με τους μαθητές. Όπως αναφέρει σήμερα η «Καθημερινή», στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, η αναλογία μαθητών προς εκπαιδευτικούς είναι 7,9 μαθητές ανά εκπαιδευτικό στα δημοτικά σχολεία και 8,8 στα νηπιαγωγεία. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η αναλογία είναι εξίσου χαμηλή: 8,3 μαθητές ανά εκπαιδευτικό στα γυμνάσια και 10 ανά εκπαιδευτικό στα λύκεια. Οι αναλογίες αυτές είναι εξαιρετικά χαμηλές σε σύγκριση με άλλες χώρες του ΟΟΣΑ, όπως η Βρετανία και η Βραζιλία, όπου οι εκπαιδευτικοί καλούνται να διαχειριστούν πολύ μεγαλύτερο αριθμό μαθητών.
Οι συγχωνεύσεις τμημάτων και οι αντιδράσεις
Αν και τα δεδομένα αυτά θα μπορούσαν να θεωρηθούν θετικά για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, στην πραγματικότητα αποτελούν πηγή έντονων αντιπαραθέσεων. Το υπουργείο Παιδείας υποστηρίζει ότι η ευνοϊκή αυτή αναλογία επιτρέπει τη συγχώνευση τμημάτων στα σχολεία, μειώνοντας έτσι τον αριθμό των τάξεων και εξοικονομώντας πόρους. Αυτή η στρατηγική, όμως, βρίσκει αντίθετους τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους των εκπαιδευτικών, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η κατανομή των μαθητών δεν μπορεί να αποτυπωθεί πλήρως με ένα απλό μαθηματικό κλάσμα. Η γεωγραφική διάσπαση της χώρας, με τα πολλά νησιά και τις απομακρυσμένες περιοχές, καθιστά το ελληνικό εκπαιδευτικό τοπίο μοναδικό, και οι συγχωνεύσεις συχνά δημιουργούν ανισότητες και προβλήματα στη διδασκαλία. Η απουσία των μαθητών που παραπέμπονται στη Σεπτεμβριανή εξεταστική ή καθυστερούν να εγγραφούν, εντείνει το ζήτημα, σύμφωνα με τις δηλώσεις εκπαιδευτικών ομοσπονδιών.
Πόσα παίρνουν
Ένα ακόμη μείζον ζήτημα είναι οι οικονομικές απολαβές των εκπαιδευτικών. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες του ΟΟΣΑ με τις χαμηλότερες απολαβές για το εκπαιδευτικό προσωπικό. Ένας νεοδιοριζόμενος εκπαιδευτικός στην Ελλάδα λαμβάνει μόλις 13.104 ευρώ ετησίως, τοποθετώντας τη χώρα μας στις τελευταίες θέσεις της σχετικής κατάταξης. Μόνο η Λετονία και η Σλοβακία προσφέρουν χαμηλότερους μισθούς στους εκπαιδευτικούς τους. Σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρώπης, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, όπου οι μισθοί των εκπαιδευτικών είναι σημαντικά υψηλότεροι (27.079 και 36.850 ευρώ αντίστοιχα), η κατάσταση των ελλήνων εκπαιδευτικών μοιάζει ιδιαίτερα ζοφερή. Ακόμα και οι εκπαιδευτικοί της Πορτογαλίας, οι οποίοι αντιμετωπίζουν επίσης δυσκολίες, αμείβονται πολύ καλύτερα, με 23.430 ευρώ ετησίως.
Χαμηλές και οι δαπάνες για την παιδεία
Η κατάσταση αυτή, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η Ελλάδα διαθέτει εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα δημόσιας δαπάνης για την εκπαίδευση, δημιουργεί ένα δυσμενές περιβάλλον για την εξέλιξη του εκπαιδευτικού συστήματος. Στη χώρα μας, οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση ανέρχονται μόλις στο 6,1% των συνολικών δημόσιων δαπανών, σε αντίθεση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ που κυμαίνεται στο 10%. Αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο η Ουγγαρία ξεπερνάει την Ελλάδα σε χαμηλές δαπάνες, ενώ χώρες όπως το Μεξικό αφιερώνουν πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του προϋπολογισμού τους στην εκπαίδευση.