Το Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο απέλυσε ένα μέλος του προσωπικού, που φέρεται να έκλεβε πολύτιμες αρχαιότητες. Η αστυνομία διεξάγει έρευνα μετά από την αναφορά που έγινε ότι αρχαιότητες «λείπουν, έχουν κλαπεί ή έχουν υποστεί ζημιές».
Αντικείμενα όπως χρυσαφικά, κοσμήματα, πολύτιμοι και ημιπολύτιμοι λίθοι ήταν μεταξύ αυτών που διαπιστώθηκε ότι λείπουν, έχουν κλαπεί ή έχουν υποστεί ζημιές, όπως αναφέρθηκε στην σχετική καταγγελία πριν στοχοποιήσουν ως «ύποπτο» για τις εξαφανίσεις και τις καταστροφές τον υπάλληλο του μουσείου. Το μεγαλύτερο μέρος των αντικειμένων φυλασσόταν σε μια αποθήκη.
Ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου Χάρτουιγκ Φίσερ δήλωσε ότι το μουσείο «θα καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια στην ανάκτηση των αντικειμένων. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά ασυνήθιστο περιστατικό. Ξέρω ότι μιλάω εκ μέρους όλων των συναδέλφων όταν λέω ότι λαμβάνουμε εξαιρετικά σοβαρά υπόψη μας τη διαφύλαξη όλων των αρχαιοτήτων που έχουμε υπό τη φροντίδα μας. Το μουσείο ζητά συγγνώμη για ό,τι συνέβη, αλλά τώρα δώσαμε ένα τέλος σε αυτό και είμαστε αποφασισμένοι να διορθώσουμε τα πράγματα. Έχουμε ήδη αυστηροποιήσει τις ρυθμίσεις ασφαλείας μας και εργαζόμαστε μαζί με εξωτερικούς εμπειρογνώμονες για να ολοκληρώσουμε έναν οριστικό απολογισμό για το τι λείπει, τι έχει καταστραφεί και τι έχει κλαπεί. Αυτό θα μας επιτρέψει να καταβάλλουμε προσπάθειες για την ανάκτηση των αντικειμένων».
Το μουσείο δεν παρέλειψε να τονίσει ότι θα ληφθούν νομικά μέτρα κατά του συγκεκριμένου υπαλλήλου του προσωπικού που απολύθηκε. Η Διοίκηση Οικονομικού Εγκλήματος της Μητροπολιτικής Αστυνομίας διεξάγει έρευνα. Το Βρετανικό Μουσείο έχει επίσης ξεκινήσει μια ανεξάρτητη έρευνα για την ασφάλεια.
Με τη σειρά του, ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου κ. Όσμπορν ανέφερε: «Ανησυχήσαμε αφάνταστα όταν μάθαμε, νωρίτερα φέτος, ότι αντικείμενα της συλλογής είχαν κλαπεί. Οι διαχειριστές ανέλαβαν αποφασιστική δράση για την αντιμετώπιση της κατάστασης σε συνεργασία με την ομάδα του μουσείου. Καλέσαμε την αστυνομία, επιβάλλαμε έκτακτα μέτρα για την αύξηση της ασφάλειας, πραγματοποιήσαμε έναν ανεξάρτητο έλεγχο σχετικά με το τι συνέβη και τα διδάγματα που πρέπει να αντλήσουμε, και χρησιμοποιήσαμε όλες τις πειθαρχικές εξουσίες που έχουμε στη διάθεσή μας για να αντιμετωπίσουμε το άτομο που θεωρούμε υπεύθυνο. Η προτεραιότητά μας είναι τώρα τριπλή: πρώτον να ανακτήσουμε τα κλεμμένα αντικείμενα, δεύτερον να μάθουμε τι θα μπορούσε να είχε γίνει για να αποτραπεί αυτό, και τρίτον να κάνουμε οτιδήποτε χρειάζεται, με επενδύσεις στην ασφάλεια και στα αρχεία της συλλογής, για να διασφαλίσουμε ότι αυτό δεν θα επαναληφθεί. Το συμβάν αυτό δίνει ώθηση στο πρόγραμμα για επανασχεδίαση του μουσείου. Είναι μια θλιβερή μέρα για όλους όσους αγαπούν το Βρετανικό μας Μουσείο, αλλά είμαστε αποφασισμένοι να διορθώσουμε τα λάθη και να χρησιμοποιήσουμε την εμπειρία, για να χτίσουμε ένα ασφαλέστερο μουσείο».
Κανένα από τα ιστορικής σημασίας αντικείμενα, που στεγάζονται στο μουσείο από ολόκληρο τον κόσμο και χρονολογούνται από τον 15ο αιώνα π.Χ. έως τον 19ο αιώνα μ.Χ., δεν είχε εκτεθεί πρόσφατα και φυλάσσονταν κυρίως για ακαδημαϊκούς και ερευνητικούς σκοπούς, δήλωσε το μουσείο.
Το γεγονός ασφαλώς εγείρει ανησυχίες για το κατά πόσον είναι όντως επαρκή τα μέτρα ασφαλείας στο Βρετανικό Μουσείο, το οποίο προβάλλει ως επιχείρημα, μεταξύ άλλων, ακριβώς την τήρηση των κανόνων ασφαλείας, και δεν επιστρέφει στην Ελλάδα τα Γλυπτά του Παρθενώνα, που έχει στην κατοχή του.