Αναφερθείς σε όσα έχουν προκύψει με το θέμα των μειονοτικών βουλευτών και την κομματική αντιπαράθεση που έχει ξεσπάσει για το θέμα, επισήμανε μεταξύ άλλων:
«Εάν οι ψήφοι της μειονότητας είχαν κατευθυνθεί στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας θα υπήρχε η ίδια αντίδραση; Γιατί κατά καιρούς έχουμε οργανωμένη -ας το πούμε έτσι- μετάβαση ψήφων, προώθηση ψήφων προς διάφορα κόμματα στην περιοχή. Είναι ζητήματα τα οποία μας απασχολούν δεκαετίες, τα χειριζόμαστε με πολύ μεγάλη λεπτότητα και προσοχή και με βάση το διεθνές δίκαιο.
Είναι χαρακτηριστικό τις μέρες αυτές που διεξάγεται αυτός ο δημόσιος διάλογος με τόση ένταση, υποτεταγμένο στις ανάγκες της προεκλογικής εκστρατείας και όχι μιας εθνικής πολιτικής, κατά τη γνώμη μου, διεξάγεται στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ένα συνέδριο που διοργανώνει το ΕΛΙΑΜΕΠ για τα 100 χρόνια της Συνθήκης της Λωζάννης, ένα διεθνές συνέδριο με τη συμμετοχή και πολλών Τούρκων επιστημόνων.
Και εγώ μίλησα χθες για τη Συνθήκη της Λωζάννης θέτοντας το ερώτημα αν είναι ένας παράγοντας προσέγγισης ή έντασης μεταξύ των δύο χωρών. Εκεί βλέπετε ο διάλογος είναι πάρα πολύ προσεκτικός, πάρα πολύ ήπιος, με ιστορικό βάθος, με τεκμηρίωση νομική. Και βέβαια λαμβάνουμε υπόψη όλες τις παραμέτρους και δεν προσεγγίζουμε τόσο λεπτά και κρίσιμα ζητήματα με την απλούστευση και την επιθετικότητα που συνήθως έχει ο κομματικός λόγος και μάλιστα ο προεκλογικός. Είναι παράκληση μου εθνική να αποφεύγουμε τέτοιου είδους συζητήσεις δημόσια με τέτοιο τρόπο
(…) Έχετε ελέγξει τη συμπεριφορά την εκλογική της μειονότητας της Θράκης τα τελευταία 50 χρόνια, σε όλη τη μεταπολίτευση; Στις βουλευτικές και τις αυτοδιοικητικές εκλογές έχουμε θυμηθεί και έχουμε συνεκτιμήσει τι έχουν ψηφίσει κατά προτίμηση όλα αυτά τα χρόνια; Θα δείτε ότι υπάρχουν πάρα πολλές εναλλαγές, παραλλαγές, ότι υπάρχει ένα πρόβλημα. Και εν πάσει περίπτωση, έχουμε αναρωτηθεί γιατί το ελληνικό κράτος εδώ και πολλές δεκαετίες μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης δέχτηκε να λειτουργεί ένα τουρκικό προξενείο εγκατεστημένο στην Κομοτηνή; Γιατί στην Κομοτηνή το τουρκικό προξενείο;
Εν πάση περιπτώσει, ας πάρουμε ορισμένες βασικές αρχές για να ξέρουμε πώς πρέπει να χειριζόμαστε τέτοιου είδους λεπτά και μακροχρόνιας εμβέλειας ζητήματα. Πρόκειται για Έλληνες πολίτες οι οποίοι πρέπει να απολαμβάνουν όλων των συνταγματικών τους δικαιωμάτων, όλων των δικαιωμάτων τους κατά το διεθνές δίκαιο προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, πρέπει να είμαστε ευτυχείς όταν υπάρχει οικονομική πρόοδος, ένταξη στην ελληνική πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή, όταν υπάρχει άνοδος του βιοτικού επιπέδου, όταν υπάρχει συμμετοχή της μειονότητας στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, όταν αυξάνεται ο αριθμός ανδρών και γυναικών που λαμβάνουν επιστημονική μόρφωση και ενσωματώνονται στην επαγγελματική ζωή ασκώντας επαγγέλματα τα οποία είναι υψηλής επιρροής και υψηλού κοινωνικού κύρους
(…) Πρέπει να έχουμε ορισμένους άξονες που ακολουθούμε σταθερά. Ένας από αυτούς είναι ότι τα ζητήματα των μειονοτήτων τώρα, εν έτει 2023 δεν αντιμετωπίζονται μόνο με αναφορά στη Συνθήκη της Λωζάνης. Αντιμετωπίζονται μέσα απ όλο το πλέγμα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων – και ιδίως για χώρες όπως είναι η Ελλάδα που μετέχουν στο Συμβούλιο της Ευρώπης, συνυπογράφουν την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και αναγνωρίζουν την ατομική προσφυγή ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Στρασβούργου, η νομολογία του Δικαστηρίου αυτού είναι το βασικό πλαίσιο αναφοράς για όλα τα θέματα. Ας πούμε, έχουμε πράγματα να κάνουμε στη Θράκη που δεν τα έχουμε κάνει. Δεν έχουμε λύσει ένα κολοσσιαίο θέμα που είναι η εφαρμογή του ιερού ισλαμικού νόμου – της Σαρία. Η εφαρμογή της Σαρία, έστω με τον ήπιο τρόπο που τώρα εφαρμόζεται ως επιλογή, ως δυνατότητα, είναι κι αυτή αντίθετη με τη νομολογία του Στρασβούργου. Πρέπει να λύσουμε το θέμα αυτό. Ππρέπει να λύσουμε τα θέματα της εφαρμογής των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τα οποία εκκρεμούν και για τα οποία απολογείται η Ελλάδα κατά καιρούς στην Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Από την άλλη μεριά βεβαίως, έχουμε μια πραγματικότητα που λέγεται Τουρκία που λέγεται Οικουμενικό Πατριαρχείο, που λέγεται Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, Έλληνες της Ίμβρου και της Τενέδου. Εκεί, η υποχρέωση της Τουρκίας να σέβεται το διεθνές δίκαιο είναι απόλυτη. Εκεί υποστηρίζουμε όλες τις ατομικές προσφυγές που ασκούν τα κάθε ιδρύματα, κυρίως της ελληνικής μειονότητας αλλά και του Οικουμενικού Πατριαρχείου ενώπιον του Στρασβούργου. Και βεβαίως χαιρόμαστε πάρα πολύ όταν εκδίδονται αποφάσεις οι οποίες διαπιστώνουν παραβίαση και τις οποίες έχει υποχρέωση η Τουρκία να σεβαστεί.
Iστορικά πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι εδώ έχουμε δύο βασικά κείμενα. Πρώτον, τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923, η οποία επιβάλλει στην Τουρκία μια σειρά από πολύ σημαντικές υποχρεώσεις για τον σεβασμό και την προστασία των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων στην Τουρκία. Όμως, το τελευταίο άρθρο αυτού του κεφαλαίου επιβάλλει τις ίδιες υποχρεώσεις και στην Ελλάδα για τις μουσουλμανικές μειονότητες.
Από την άλλη μεριά, η Σύμβαση της Λοζάνης για την ανταλλαγή των πληθυσμών είναι μια σύμβαση που έχει υπογραφεί την ίδια εποχή μεταξύ της Τουρκίας, της κυβέρνησης της Άγκυρας -γιατί ήταν ακόμη μετάβαση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην κεμαλική Τουρκία- και την ελληνική κυβέρνησημ για την ανταλλαγή των πληθυσμών των Ελλήνων πολιτών που είχαν μουσουλμανικό θρήσκευμα -που μετέβησαν στην Τουρκία- και των Τούρκων πολιτών που είχαν ελληνικό ορθόδοξο θρήσκευμα, με την έννοια του ρυθμού. Βεβαίως η αλήθεια είναι -και αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό επιχείρημα της ελληνικής πλευράς- ότι στη συνέχεια γίνεται λόγος στο δεύτερο άρθρο αυτής της σύμβασης για τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και τους μουσουλμάνους της Θράκης.
Αλλά υπάρχουν και όλες οι διατάξεις του σύγχρονου δικαίου – διεθνούς δικαίου προστασίας των δικαιωμάτων. Και εδώ δεν χωρεί αμοιβαιότητα. Δηλαδή δεν λέμε εσείς καταπιέζετε κάποιους στη δική σας επικράτεια, άρα εμείς δεν πρέπει να σεβόμαστε τα δικαιώματά τους. Η υποχρέωση είναι αυτοτελής και είναι πλήρης».