Με τον κ. Χρήστο Ροζάκη, διαφωνούμε επί πολλών ζητημάτων. Όταν όμως λέγει τα σωστά, πρέπει να του το αναγνωρίζουμε. Και οι αναφορές του στα γεγονότα που εξελίχθηκαν μεταξύ Κάσου και Καρπάθου, αποτυπώνουν την πραγματικότητα, με νομική μάλιστα τεκμηρίωση. Όμως η ανάλυση αυτή των γεγονότων διαψεύδει, τόσο όσα αρχικώς εδήλωσε για τα συμβάντα ο υπουργός Εξωτερικών κ. Γιώργος Γεραπετρίτης, όσο και τις εκ των υστέρων απαντήσεις που έδωσε μιλώντας σε πρωινή τηλεοπτική εκπομπή του Σκάι.
Οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις που ήταν ήρεμες τα τελευταία χρόνια κινδύνευσαν τις τελευταίες μέρες μέσα από το επεισόδιο ανάμεσα στα Κύθηρα και στην Κάσο στα διεθνή ύδατα που βρίσκονται εκεί. Αιτία του επεισοδίου ήταν η έρευνα για την πόντιση καλωδίου από το Ιταλικό πλοίο Levoli Relume, που έχει αναλάβει το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας- Κύπρου. Αυτό είχε, ως συνέπεια, τη συγκέντρωση πέντε πολεμικών πλοίων του Τουρκικού ναυτικού, τα οποία παρακολουθούσαν τις εργασίες του Ιταλικού πλοίου και την αποστολή δυο Ελληνικών πολεμικών σε απάντηση για την Τουρκική αυτήν πρόκληση. Σημειωτέον ότι το Ιταλικό πλοίο είχε ενημερωθεί από την Τουρκία ότι βρίσκεται εντός Τουρκικής υφαλοκρηπίδας, σύμφωνα με το Τουρκο-Λιβυκό μνημόνιο, το οποίο, όμως , δεν αναγνωρίζεται από την Ελλάδα, και μάλιστα επικαλύπτεται από την Ελληνο-Αιγυπτιακή συμφωνία στα θαλάσσια αυτά σημεία.
Η νομική πραγματικότητα έχει ως εξής: Το Δίκαιο της Θάλασσας θεωρεί ότι η τοποθέτηση υποθαλάσσιων καλωδίων ή αγωγών αποτελεί μια από τις προστατευόμενες ελευθερίες των θαλασσών, όπως και η σχετική έρευνα για την τοποθέτηση τους. Αυτές οι ελευθερίες εξασφαλίζονται και στην περίπτωση των υδάτων της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), όπου η ελευθερία των θαλασσών εξακολουθεί να ισχύει, με τον περιορισμό της μη παρεμπόδισης των νόμιμων δραστηριοτήτων του παράκτιου κράτους σε αυτές. Ειδικότερα για την ΑΟΖ οι ελευθερίες που παραμένουν σε σχέση με τη γενικότερη δικαιοδοσία που έχει το παράκτιο κράτος σε αυτήν περιλαμβάνει εκτός από την ελευθερία της ναυσιπλοΐας και την ελευθερία τοποθέτησης υποθαλάσσιων καλωδίων και αγωγών, που όπως προείπαμε δεν πρέπει να παρεμποδίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων του παράκτιου κράτους σε αυτήν.
Το επεισόδιο έληξε με την αποχώρηση του Ιταλικού πλοίου, το οποίο ολοκλήρωσε πρόωρα το έργο του και μετά από έντονες παρασκηνιακές ανταλλαγές ανάμεσα στους Υπουργούς των Εξωτερικών των δυο κρατών . Η αποχώρηση του πλοίου δεν ανταποκρίνεται προς τις ημερομηνίες που είχαν θέσει οι Ελληνικές αρχές, αλλά ας δεχτούμε ότι το πλοίο ολοκλήρωσε το έργο του.
Γενικά το επεισόδιο καταδεικνύει πόσο εύθραυστες είναι οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το επεισόδιο πάντως φανερώνει ότι όταν διατηρούνται κανάλια επικοινωνίας υπάρχει το ενδεχόμενο να αποσοβηθούν τραγικά περιστατικά, του εύρους εκείνων του καλοκαιριού του 2020, που παρολίγον να καταλήξει σε ένοπλη σύγκρουση.
Αλλά καταδεικνύει, επίσης, την ανάγκη να βρεθεί σύντομα μια λύση στις βασικές εκκρεμότητες των κύριων διαφορών μας με τη γείτονα για να παύσει υφιστάμενο το ενδεχόμενο να υπάρχει το απευκταίο σενάριο μιας ένοπλης σύγκρουσης. Και για να μπορέσει η χώρα μας να έρθει αρωγός στις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού, ενός καρκινώματος που επιβιώνει τουλάχιστον πενήντα χρόνια, για να μη συμπεριλάβουμε σε αυτά τα όσα προηγήθηκαν της εισβολής και κατοχής μεγάλου μέρους του νησιού.
Ο Τούρκος Πρόεδρος υπήρξε και πάλι αδιάλλακτος με τις δηλώσεις του από το Τουρκοκρατούμενο τμήμα της πολύπαθης νήσου. Μίλησε για δυο κράτη κυρίαρχα , και για μια βόρεια Κύπρο ανεξάρτητη με διεθνή αναγνώριση και κυρίαρχη ισότητα σε σχέση με την Κυπριακή Δημοκρατία. Αυτό βέβαια μπορεί να θεωρηθεί ως διαπραγματευτικό όπλο, που μπορεί να υποχωρήσει στην περίπτωση που ικανοποιηθούν κεντρικά αιτήματα της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Πάντως οποιαδήποτε λύση δοθεί αυτή θα είναι μάλλον χειρότερη από το Σχέδιο λύσης του Ανάν, και ίσως χειρότερη από το σημείο που είχαν φτάσει οι συνομιλίες στον Κραν Μοντανά. Για να αποφύγουμε την κυρίαρχη ισότητα η Ελληνική πλευρά θα πρέπει πλήρως να ικανοποιήσει την πολιτική ισότητα των Τουρκοκυπρίων, χωρίς να αλλοιωθεί το κεντρικό αίτημα ενός ενιαίου κράτους με διζωνική ομοσπονδία, σύμφωνα με τις αποφάσεις και τα ψηφίσματα του ΟΗΕ. Σε αυτό το σημείο καθοριστικό ρόλο θα έχει η Ελλάδα, αν κατορθώσει να βρει λύσεις στα κυρίως Ελληνοτουρκικά. Είναι μια δύναμη η οποία ακόμα είναι εγγυήτρια, μέλος της ΕΕ, και μαζί με το Ηνωμένο Βασίλειο, που έχει πλέον εργατική κυβέρνηση, μπορούν να αποβούν χρήσιμες στην κοινή εξεύρεση λύσης, με την προϋπόθεση ότι και η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας θα είναι έτοιμη να δεχτεί την πολυπόθητη λύση.