Πέθανε σε ηλικία 97 ετών ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ένας εκ των πρωτεργατών της Ευρωπαϊκής ενοποίησης, Ζακ Ντελόρ.
Διετέλεσε υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας από το 1981 έως το 1984. Ήταν μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από το 1979 έως το 1981.
Ως πρόεδρος, ο Ντελόρ ήταν ο πιο ορατός και ισχυρός ηγέτης στις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Εφάρμοσε τις πολιτικές που συνέδεαν στενά τα έθνη-μέλη μεταξύ τους και προώθησε την ανάγκη για ενότητα.
Δημιούργημά του αποτέλεσε η ενιαία αγορά που κατέστησε δυνατή την ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων, κεφαλαίων, αγαθών και υπηρεσιών εντός της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ).
Ήταν επίσης επικεφαλής της λεγόμενης Επιτροπής Ντελόρ, η οποία πρότεινε τη νομισματική ένωση για τη δημιουργία του ευρώ, ενός νέου ενιαίου νομίσματος που θα αντικαθιστούσε τα επιμέρους εθνικά νομίσματα.
Αυτό επιτεύχθηκε με την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 1992.
Όλη του η ζωή στην πολιτική
Γεννημένος στο Παρίσι από οικογένεια με καταγωγή από την Κορέζ, ο Ντελόρ κατείχε αρχικά, από τη δεκαετία του 1940 έως τη δεκαετία του 1960, μια σειρά από θέσεις στο γαλλικό τραπεζικό σύστημα και στον κρατικό σχεδιασμό στην Banque de France.
Ως μέλος της Γαλλικής Συνομοσπονδίας Χριστιανών Εργατών, συμμετείχε στην εκκοσμίκευσή της και στην ίδρυση της Γαλλικής Δημοκρατικής Συνομοσπονδίας Εργασίας.
Το 1969, έγινε σύμβουλος κοινωνικών υποθέσεων του γκωλικού πρωθυπουργού Ζακ Σαμπάν-Ντελμά, μια κίνηση που παρουσιάστηκε ως μέρος της προσέγγισης του Σαμπάν προς τον κεντρώο χώρο και προσέλκυσε για πρώτη φορά την προσοχή των μέσων ενημέρωσης στον Ντελόρ προσωπικά.
Το 1957, ο Ντελόρ εγκατέλειψε το CFDT όταν έγινε υψηλόβαθμος κυβερνητικός αξιωματούχος για να αποφύγει συγκρούσεις συμφερόντων. Το 1974 ο Ντελόρ προσχώρησε στο Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, μαζί με άλλους αριστερούς χριστιανούς.
Ήταν ένα από τα σπάνια μέλη του κόμματος που ήταν ανοιχτά θρησκευόμενος, αμφισβητώντας έτσι τη μακρόχρονη κοσμική παράδοση της Laïcité.
Υπηρέτησε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από το 1979 έως το 1981, και έγινε πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων, συμμετέχοντας ενεργά στις συζητήσεις για την οικονομική, κοινωνική και νομισματική πολιτική. 3] Υπό τον πρόεδρο Φρανσουά Μιτεράν, ο Ντελόρ διετέλεσε υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών από το 1981 έως το 1983, και υπουργός Οικονομίας, Οικονομικών και Προϋπολογισμού από το 1983 έως το 1984.
Υποστήριξε την παύση των κοινωνικών πολιτικών, τη σαφή αποδοχή της οικονομίας της αγοράς και την ευθυγράμμιση με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Κρίσιμα, κράτησε τη γραμμή για τη συμμετοχή της Γαλλίας στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ), δίνοντας προτεραιότητα στη νομισματική σταθερότητα έναντι των αριστερών προτεραιοτήτων δαπανών. Ο Μιτεράν «φλέρταρε» με την ιδέα να τον ορίσει πρωθυπουργό, αλλά δεν τον διόρισε ποτέ.
Ένας Γάλλος Πρόεδρος της Κομισιόν
Ο Ντελόρ έγινε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Ιανουάριο του 1985. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του, επέβλεψε σημαντικές δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις και έθεσε τις βάσεις για την καθιέρωση μιας ενιαίας αγοράς εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Αυτή τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1993 και επέτρεψε την ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων, κεφαλαίων, αγαθών και υπηρεσιών εντός της Κοινότητας.
Ο Ντελόρ ήταν επίσης επικεφαλής της Επιτροπής για τη Μελέτη της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, ευρέως γνωστής ως Επιτροπή Ντελόρ, η οποία στις αρχές του 1989 πρότεινε τη νομισματική ένωση για τη δημιουργία ενός νέου νομίσματος -του ευρώ- που θα αντικαθιστούσε τα επιμέρους εθνικά νομίσματα. Αυτό έγινε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ του 1992.
Σε αντίθεση με τον έντονο νεοφιλελευθερισμό του Αμερικανού προέδρου Ρόναλντ Ρίγκαν (1981-1989) που κυριαρχούσε στην αμερικανική πολιτική ατζέντα, ο Ντελόρ προώθησε μια εναλλακτική ερμηνεία του καπιταλισμού που τον ενσωμάτωνε στην ευρωπαϊκή κοινωνική δομή.
Συνδύασε τρία θέματα:
-Από τα αριστερά προέκυψε η προτίμηση στην αναδιανομή του πλούτου και στην προστασία των ασθενέστερων.
-Δεύτερον, μια νεομερκαντιλιστική προσέγγιση ήθελε να μεγιστοποιήσει την ευρωπαϊκή βιομηχανική παραγωγή.
-Μια τρίτη ήταν η εξάρτηση από την αγορά.
Η έμφαση που έδωσε στην κοινωνική διάσταση της Ευρώπης ήταν και παραμένει κεντρικό στοιχείο μιας ισχυρής αφήγησης που έγινε βασικό στοιχείο του αυτοπροσδιορισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η προεδρία Ντελόρ στην Κομισιόν έχει θεωρηθεί ως το αποκορύφωμα της επιρροής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Τι ήταν τα περίφημα «πακέτα Ντελόρ» και πώς δόθηκαν στην Ελλάδα
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η μεταρρύθμιση του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Κοινότητας γινόταν όλο και πιο αναγκαία. Πράγματι, είχε αρχίσει να αναπτύσσεται μια δημοσιονομική κρίση και προς την αντιμετώπισή της κατευθύνονταν τα λεγόμενα «πακέτα Ντελόρ» του Ζακ Ντελόρ, του άλλοτε προέδρου της Κομισιόν, ο οποίος απεβίωσε, την Τετάρτη (27/12), σε ηλικία 98 ετών.
Ειδικότερα, σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα του Διαδικτυακού Κέντρου Γνώσης για την Ευρώπη (CVCE), οι δαπάνες εκείνη την εποχή συνέχισαν να αυξάνονται. Η Κοινή Γεωργική Πολιτική (ΚΓΠ) γινόταν όλο και πιο δαπανηρή λόγω της χρόνιας υπερπαραγωγής των προϊόντων, που ήταν επιλέξιμα για εγγυήσεις τιμών. και καταλάμβανε υπερβολικό μερίδιο του συνολικού προϋπολογισμού (70%). Η διεύρυνση της Κοινότητας με την προσθήκη της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας σήμαινε ότι οι χώρες αυτές είχαν δικαίωμα σε γεωργικές επιδοτήσεις και περιφερειακές ενισχύσεις.
Ο κοινοτικός προϋπολογισμός διπλασιάστηκε μέσα σε έξι χρόνια (από 18.400 εκατομμύρια ECU το 1980 σε 36.200 εκατομμύρια ECU το 1987). Τα έσοδα, ωστόσο, αποδείχθηκαν ανεπαρκή. Από τις τρεις πηγές πόρων της ΕΟΚ, οι δύο πρώτες, δηλαδή οι δασμοί επί των εισαγωγών και οι γεωργικές εισφορές, δεν αυξάνονταν πλέον λόγω των διαδοχικών μειώσεων των δασμών και της κίνησης προς την αυτάρκεια της Κοινότητας σε τρόφιμα. Αυτό συνεπαγόταν την ανάγκη αύξησης του τρίτης πηγής πόρων της – τότε – Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ), ο οποίος βασιζόταν στον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ), αλλά περιοριζόταν στο 1%, πριν αυξηθεί στο 1,4%, και δεν έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τα λιγότερο ανεπτυγμένα κράτη-μέλη της. Έτσι, τα κράτη-μέλη υποχρεώθηκαν να καλύψουν το δημοσιονομικό έλλειμμα μέσω εθνικών συνεισφορών υπό μορφή «προκαταβολών», οι οποίες δεν ήταν όλες επιστρεπτέες – κάτι τέτοιο ήταν αντίθετο στην έννοια των «ιδίων πόρων» της Κοινότητας.
Αυτές οι λογιστικές δυσκολίες συνοδεύτηκαν από μια θεσμική κρίση. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο εξελέγη με άμεση και καθολική ψηφοφορία το 1979, προσπάθησε να αυξήσει την επιρροή του στη διαδικασία του προϋπολογισμού, η οποία στην πράξη περιοριζόταν στις προτάσεις της Επιτροπής και στις αποφάσεις του Συμβουλίου Υπουργών. Το μόνο που μπορούσε να κάνει, για τον σκοπό αυτόν, ήταν να ασκήσει το δικαίωμά του να εγκρίνει (ή να απορρίψει) τον συνολικό προϋπολογισμό. Ως εκ τούτου, υπήρχαν συχνές διαφωνίες, οι οποίες καθυστερούσαν την έγκριση του προϋπολογισμού κατά αρκετούς μήνες. Ήταν καιρός να δοθεί ένα τέλος σε αυτές τις διαμάχες για τον προϋπολογισμό.
Η μεταρρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η ενίσχυση της δημοσιονομικής πειθαρχίας αποδείχθηκαν αναγκαίες, ιδίως επειδή η έκδοση της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης (ΕΕΠ), η οποία καθόριζε νέους οικονομικούς και κοινωνικούς στόχους, αύξησε τις διαρθρωτικές δαπάνες που αποσκοπούσαν στην ενίσχυση της συνοχής στην Κοινότητα.
Τα «πακέτα Ντελόρ» στην ΕΟΚ
Η μεταρρύθμιση του κοινοτικού προϋπολογισμού επετεύχθη υπό την αιγίδα του Ζακ Ντελόρ, του – τότε – προέδρου της Επιτροπής από τον Ιανουάριο του 1985. Αφετηρία ήταν μια ανακοίνωση που εξέδωσε η Επιτροπή το 1987, γνωστή ως «Πακέτο Ντελόρ Ι«. Το 1992, μια νέα ανακοίνωση της Επιτροπής, γνωστή ως δέσμη μέτρων «Ντελόρ ΙΙ», συνέχισε τις μεταρρυθμίσεις που είχαν αναληφθεί το 1988.
Πάντως, η δέσμη μέτρων «Ντελόρ Ι» κορυφώθηκε με τις μεταρρυθμίσεις του 1988, οι οποίες είχαν δύο στόχους. Ο πρώτος στόχος ήταν να εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση του κοινοτικού προϋπολογισμού. Για τον σκοπό αυτόν, εισήχθη μία τέταρτη πηγή πόρων: Με βάση το ΑΕΠ των κρατών-μελών, ο οποίος υπολογιζόταν με βάση τη διαφορά μεταξύ των δαπανών και της απόδοσης των άλλων «ιδίων πόρων» της ΕΟΚ. Ήταν, συνεπώς, μία εφεδρική πηγή, που αποσκοπούσε στην εξισορρόπηση του κοινοτικού προϋπολογισμού. Ωστόσο, οι «παραδοσιακοί» πόροι της ΕΟΚ μειώνονταν και γινόταν φανερό ότι οι εθνικές συνεισφορές βάσει του ΑΕΠ των κρατών-μελών αυξάνονταν. Εξάλλου, με στόχο να εξασφαλιστεί και πάλι η ασφάλεια του προϋπολογισμού, το σύνολο των πόρων της Κοινότητας είχε στο εξής ένα ανώτατο όριο, το οποίο καθορίστηκε σε ποσοστό του ΑΕΠ της: 1,15% το 1988, το οποίο αυξήθηκε σε 1,20% το 1992.
Ο δεύτερος στόχος αποσκοπούσε στη βελτίωση της ετήσιας διαδικασίας του προϋπολογισμού και στον τερματισμό των δημοσιονομικών διαφωνιών. Αυτό επετεύχθη με τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ του Συμβουλίου, της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 29 Ιουνίου 1988. Η συμφωνία, λοιπόν, καθόριζε κανόνες για ενισχυμένη δημοσιονομική πειθαρχία και καθόριζε «δημοσιονομικές προοπτικές» για μια πενταετή περίοδο (1988-1992). Οι δηµοσιονοµικές προοπτικές υποδείκνυαν το µέγιστο ποσό και τη σύνθεση των προβλεπόµενων κοινοτικών δαπανών για µια συγκεκριµένη περίοδο. Ως εκ τούτου, ερμηνεύτηκαν οι προτεραιότητες που καθορίστηκαν για τη διαχείριση των κοινοτικών πολιτικών και τέθηκαν τα όρια για την αύξηση των δαπανών, σύµφωνα µε το ανώτατο όριο των πόρων της ΕΟΚ. Μάλιστα, ο ρυθμός αύξησης των γεωργικών εγγυήσεων περιορίστηκε στο 74% του ετήσιου ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ της Κοινότητας. Ωστόσο, οι πιστώσεις για τις διαρθρωτικές πολιτικές διπλασιάστηκαν μεταξύ του 1987 και του 1993, αυξάνοντας από 17,2% των δαπανών σε 27%.
Αφού το σύστημα αυτό λειτούργησε ικανοποιητικά επί πέντε χρόνια, η Επιτροπή εξέδωσε μια νέα ανακοίνωση το 1992: Τη δέσμη μέτρων «Ντελόρ ΙΙ». Έτσι, πρότεινε την ανανέωση της συμφωνίας και, ειδικότερα, την ιδέα των δημοσιονομικών προοπτικών. Η νέα συµφωνία συνήφθη στις 23 Οκτωβρίου 1993. Σε ένα πλαίσιο οικονοµικής ύφεσης, προέβλεπε δηµοσιονοµικές προοπτικές για περίοδο επτά ετών (1993-1999) αντί για πέντε. Συνεχίστηκαν οι προηγούμενες κατευθυντήριες γραμμές και τέθηκαν φιλόδοξες προκλήσεις που συνδέονταν με την υπογραφή της Συνθήκης για την Ε.Ε.: Περιορισμός των γεωργικών δαπανών μετά τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ τον Μάιο του 1992, διπλασιασμός των διαρθρωτικών ταμείων με τη δημιουργία ενός Ταμείου Συνοχής για τις λιγότερο ευημερούσες χώρες της Κοινότητας και επίτευξη της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ).
ADVERTISING
Όσον αφορά ατους πόρους της ΕΟΚ (πλέον Ε.Ε.), η δέσμη μέτρων «Ντελόρ ΙΙ» οδήγησε στην απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 1994 που καθόρισε το ανώτατο όριο τους στο 1,20% του κοινοτικού ΑΕΠ το 1993, το οποίο θα αυξηθεί στο 1,27% το 1999. Η απόφαση προέβλεπε, επίσης, τη µείωση του συντελεστή καταβολής του πόρου που βασίζεται στον ΦΠΑ, ο οποίος µειώθηκε από 1,4% σε 1% µεταξύ 1995 και 1999 – αυτό αύξησε περαιτέρω το µερίδιο του τέταρτου πόρου που βασίζεται στο ΑΕΠ των κρατών-µελών.
Η Ελλάδα και τα «πακέτα Ντελόρ»
Η αύξηση του κοινοτικού προϋπολογισμού επετεύχθη κυρίως με αύξηση των ποσοστών επί του ΑΕΠ που κατατίθενται ως συμμετοχή κάθε κράτους-μέλους. Έτσι, μπόρεσε να γίνει διπλασιασμός των πόρων των διαρθρωτικών ταμείων. Η διάθεση των πόρων αυτών αποφασίστηκε να γίνεται στις περιοχές των οποίων το ΑΕΠ είναι μικρότερο του 75% του μέσου κοινοτικού.
Μάλιστα, η Ελλάδα υπήχθη ολόκληρη στις περιοχές αυτές, συμπεριλαμβανομένης και της περιοχής της πρωτεύουσας. Έτσι, κατάφερε η χώρα με τα πακέτα Ντελόρ – ΕΣΠΑ, μέσω των Διαρθρωτικών Ταμείων και του Ταμείου Συνοχής να ενισχύσει σε πρωτόγνωρο βαθμό τις υποδομές της: Συγκοινωνιακά δίκτυα, έργα ύδρευσης – αποχέτευσης σε όλη τη χώρα, εγκαταστάσεις για τη μεταποίηση και τυποποίηση γεωργικών προϊόντων κ.λπ.
Οι πλουσιότερες χώρες της ΕΟΚ (πλέον Ε.Ε.), σύμφωνα με σχετικό άρθρο του Άγγελου Ζαχαρόπουλου, επίτιμου διευθυντή Ευρωπαϊκής Επιτροπής και επίτιμου Διδάκτωρα του Γεωπονικού Πανεπιστημίου, συνέβαλαν πολύ περισσότερο στα διαρθρωτικά ταμεία, ενώ δεν είχαν όφελος από εκείνο λόγω ΑΕΠ μεγαλυτέρου των 75% του κοινοτικού. Οι ωφελούμενες χώρες με πολύ μικρότερη συμμετοχή στα διαρθρωτικά ταμεία είχαν όφελος λόγω ΑΕΠ μικρότερο του 75% του κοινοτικού.
Επισημαίνεται ότι σε όλη την περίοδο που ανήκει στην ΕΟΚ (πλέον Ε.Ε.) έχει θετικό ισοζύγιο, δηλαδή καταβάλλει λιγότερα και λαμβάνει περισσότερα. Αρνητικό ισοζύγιο έχουν οι πλουσιότερες χώρες, μεταξύ αυτών και το Ηνωμένο Βασίλειο, η οποία – επί Μάργκαρετ Θάτσερ – είχε ζητήσει επιμόνως και πέτυχε μερικώς την επιστροφή της διαφοράς μεταξύ καταβολών και απολαβών. Έμεινε στην ιστορία η απαίτησή με τη φράση: «I want my money back».
Ποιος ήταν ο Ζακ Ντελόρ
Ο Ζακ Ντελόρ γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου 1925 και ήταν Γάλλος πολιτικός που έχει διατελέσει πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Κομισιόν). Εργάστηκε στην Τράπεζα της Γαλλίας, υπήρξε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού και ευρωβουλευτής.
Ακόμα, τη χρονική περίοδο από το 1969 έως το 1972 ήταν σύμβουλος του γκωλικού Γάλλου πρωθυπουργού, Ζακ Σαμπάν – Ντελμάς. Στη συνέχεια, ο Ζακ Ντελόρ προσχώρησε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα. Το 1981 έγινε υπουργός Οικονομικών υπό τον Φρανσουά Μιτεράν. Είναι από τους πρωτεργάτες του σχεδίου της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Από το 1985 μέχρι το 1995, ο ίδιος διετέλεσε και πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.