Η προεκλογική περίοδος για την ανάδειξη του νέου Ευρωκοινοβουλίου έφερε για μία ακόμα φορά στην επικαιρότητα το θέμα της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης. Το γεγονός δε ότι δεν πρόκειται για εθνικές εκλογές αλλά για ευρωεκλογές και στην αναμέτρηση συμμετέχει για τρίτη φορά το χαρακτηριζόμενο ως «μειονοτικό», Κόμμα Ισότητας Ειρήνης και Φιλίας (ΚΙΕΦ ή DEB Partisi στα τουρκικά), έδωσε ένα ακόμα λόγο για δημοσιότητα στη μειονότητα, τόσο από τα τουρκικά όσο και από τα ελληνικά ΜΜΕ. Με διαφορετική προσέγγιση σε κάθε περίπτωση φυσικά από την κάθε πλευρά.
Τα τουρκικά ΜΜΕ, επέλεξαν δε να δώσουν έμφαση κατά την πάγια τακτική τους, στην υποστήριξη του ΚΙΕΦ που παρουσιάζεται ως το κόμμα των «Τούρκων της Δυτικής Θράκης».
Όσοι δε παρακολουθούν τις εξελίξεις από κοντά και δη κατά την προεκλογική περίοδο, όντως στη Θράκη, έχουν να πουν ότι το ΚΙΕΦ αγωνίζεται μόνο του στην περιοχή, αφού οι υποψήφιοι των υπόλοιπων κομμάτων επί της ουσίας δεν έκαναν εκστρατεία, αντίστοιχης έντασης. Με ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ επίσης να επιλέγουν να μην έχουν αυτή τη φορά εκπροσώπους της μειονότητας στα ψηφοδέλτια τους.
Οι αυτόπτες μάρτυρες στην περιοχή δε εκτιμούν ότι σύμφωνα με τις ενδείξεις που έχουν μέχρι στιγμής το ΚΙΕΦ αναμένεται να πέσει σε απόλυτους αριθμούς ψήφων, αν και θα κερδίσει ξανά την πρωτιά.
Η μειονότητα της Θράκης
Ωστόσο το ζήτημα της μειονότητας της Θράκης δεν είναι ένα ζήτημα που μπορεί να αντιμετωπίζεται ευκαιριακά και με εκλογικούς όρους. Με τις πολιτικές της Αθήνας όσον αφορά τη Θράκη και τη μειονότητα να χαρακτηρίζονται μάλλον μη επιτυχημένες μέχρι στιγμής.
Ο Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης, καθηγητής στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών, στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, απαντώντας στο in στο ερώτημα αν η μειονότητα της Θράκης είναι μουσουλμανική ή «τουρκική», ποιος είναι τελικά ο ρόλος του τουρκικού προξενείου και ποιες οι ευθύνες της Ελληνικής Πολιτείας και αν τελικά έχει δοθεί η απαιτούμενη προσοχή στη μειονότητα της Θράκης σημειώνει πως «η μειονότητα της Θράκης χαρακτηρίζεται από μια ποικιλότητα που συναπαρτίζεται από θρησκευτικά, γλωσσικά και εθνοτικά-εθνικά χαρακτηριστικά τα οποία μεταβάλλονται στο χρόνο, ως προς την ένταση και την πολιτική τους σημασία».
Όπως λέει «αν σήμερα η μειονότητα είναι πρωτίστως σουνιτική, τουρκική και τουρκόφωνη, οι μορφές ετερότητας, όπως η πομακική εθνοτική ταυτότητα και γλώσσα, ο μπεκτασισμός και η Ρομά ταυτότητα και γλώσσα αποτελούν επίσης εγγενή συστατικά χαρακτηριστικά της μειονότητας».
Το ονοματολογικό αποπροσανατολίζει
Σύμφωνα με τον Τσιτσεκλίκη «το ονοματολογικό, όπως έχει εγκλωβίσει τις ελληνικές πολιτικές, αποπροσανατολίζει από τα βασικά ζητήματα που απασχολούν τη μειονότητα, και η οποία αναζητά στήριξη από την “μητέρα πατρίδα”, την Τουρκία, η οποία και αυτή μεταβάλει στις δεκαετίες που μεσολάβησαν από το 1923 τις πολιτικές της ανάλογα με το προφίλ των κυβερνήσεών της. Οι πολιτικές αυτές ασφαλώς είχαν και έχουν σκοπό την άσκηση επιρροής και ενίοτε παρέμβασης».
Την ίδια στιγμή υπογραμμίζει πως «οι ελληνικές πολιτικές δεν μπορούν να κριθούν και τόσο πετυχημένες αν έχουμε κριτήριο τη διατήρηση σε ασφαλή απόσταση μια παρεμβατική Τουρκία. Ούτε εάν έχουμε ως κριτήριο την ικανοποίηση των βασικών νομικών προδιαγραφών που ορίζει η Λωζάνη».
Ο Βενιζέλος και η απαγορευτική αναφορά σε «τουρκική μειονότητα»
Όπως σημειώνει δε «αν ακούγαμε σήμερα τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος αποκαλούσε πριν από 90 και 100 χρόνια την μειονότητα “τουρκική”, μάλλον θα έπρεπε να διερωτηθούμε γιατί σήμερα είναι πολιτικά απαγορευτικό να αναφέρεται σε “τουρκική μειονότητα” στην Ελλάδα. Πόσο μάλλον όταν η ελίτ της μειονότητας αυτοαποκαλείται τουρκική, και ένα πολιτικό κόμμα κατεβαίνει στις εκλογές προτάσσοντας τον εθικό-θρησκευτικό χαρακτήρα της μειονότητας. Αν λοιπόν η κοινωνική πραγματικότητα αποκλίνει τόσο πολύ από την πολιτική ορθότητά μας, δεν θα έπρεπε να διερωτηθούμε τι πάει στραβά ώστε να διορθώσουμε πλεύση; Ο διμερής εναγκαλισμός Ελλάδας-Τουρκίας στα θέματα των μειονοτήτων ασφαλώς δεν οδηγεί σε καλά αποτελέσματα, όταν έχει προηγηθεί η τραγωδία της Κύπρου».
Τα προβλήματα της μειονότητας
Και τονίζει ότι «όσο η μειονότητα της Θράκης αντιμετωπίζει ειδικά προβλήματα (κακή μειονοτική εκπαίδευση, άρνηση αναγνώρισης του δικαιώματος στον αυτοπροσδιορισμό, απαγόρευση λειτουργίας μειονοτικών σωματείων, καταπάτηση της αυτονομίας στη διαχείριση της κοινοτικής περιουσίας, διορισμός μουφτήδων) μαζί με γενικά (χαμηλό βιοτικό επίπεδο, μεγάλος ρυθμός μετανάστευσης), τόσο θα αναζητά προστασία στην μητέρα πατρίδα.
»Και πραγματικά σε αυτό το κλίμα άσκησης ειδικών πολιτικών σε βάρος της μειονότητας και εν τέλει άσκησης κοινωνικού ελέγχου είναι παράδοξο ότι δεν αναπτύχθηκαν ριζοσπαστικές κινήσεις εντός της μειονότητας, βλ. με αλυτρωτικό πρόσημο, που πραγματικά θα δημιουργούσαν προβλήματα».
Μειονότητα και εκλογές – Το όριο του 3%
Στο ερώτημα γιατί θυμόμαστε τη μειονότητα κυρίως κάθε ευρωεκλογές, ποιος είναι ο ρόλος του ΚΙΕΦ, η σύνδεση με το τουρκικό προξενείο και κατά πόσο βλέπει «κινδύνους» ο καθηγητής απαντά:
«Σε συνέχεια προς τα παραπάνω, η δημιουργία ενός πολιτικού κόμματος, φορέα διεκδίκησης των δικαιωμάτων της μειονότητας, ακόμα και με τις υπερβολές ή τις αστοχίες κατά την έκφραση δημόσιου λόγου, ήταν αναμενόμενη αντίδραση, ειδικά μετά τα βίαια και τραυματικά γεγονότα του Ιανουαρίου 1990, που ακόμα για την ελληνική κοινωνία αποτελούν απροσπέλαστο ταμπού».
Υπενθυμίζοντας ότι «είναι επίσης κοινό μυστικό ότι το κατώφλι του 3% για την ανάδειξη βουλευτών και ευρωβουλευτών θεσπίστηκε για να εμποδίσει την εκλογή ανεξάρτητων μειονοτικών βουλευτών από το 1993».
Το ΚΙΕΦ συνδέεται με το τουρκικό προξενείο και συνομιλεί με την Άγκυρα
Για τον Τσιτσεκλίκη «το ΚΙΕΦ προφανώς συνδέεται με το Τουρκικό Προξενείο Κομοτηνής και συνομιλεί με την Άγκυρα. Οι ευρωεκλογές αποτελούν το πεδίο που το ΚΙΕΦ δοκιμάζει τη επιρροή του στην μειονότητα. Ήδη λαμβάνει ως μέσο όρο 41.000 ψήφους σε κάθε εκλογική αναμέτρηση κατά την τελευταία δεκαετία, αριθμός που αντιστοιχεί στην πλειοψηφία της μειονότητας, επιβεβαιώνοντας έτσι εν είδει δημοψηφίσματος τον εθνικό χαρακτήρα της μειονότητας σε πείσμα της τυφλής ελληνικής πολιτικής.
»Όσο για παράδειγμα τα τοπικά πρωτοδικεία παραβιάζουν τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για την ελευθερία να ιδρύει κανείς συλλόγους με το “τουρκικός-ή” στον τίτλο του, τόσο ενισχύει θεμιτές και αθέμιτες πολιτικές και πρακτικές που εκπορεύονται από την Τουρκία.
»Η πολύ πρόσφατη άρνηση του Πρωτοδικείου Ροδόπης να αναγνωρίσει την ίδρυση του σωματείου φίλων της Φενέρ Μπαχτσέ, επειδή στο καταστατικό της αναφέρεται ο όρος “Δυτική Θράκη” (sic), επιβεβαιώνει με τον πλέον θλιβερό τρόπο το ρητό ότι “η μεταπολίτευση ακόμα να περάσει τον Νέστο ποταμό”».
Και υπογραμμίζει «δεν είναι λοιπόν περίεργο που το Τουρκικό Προξενείο ξοδεύεται με τόσα “φακελάκια” με επιμίσθια και επιδόματα εγκλωβίζοντας τους μειονοτικούς συμπολίτες μας σε σφιχτά πελατειακές σχέσεις εξάρτησης».
Ο κίνδυνος
Σύμφωνα με τον Τσιτσεκλίκη «ο κίνδυνος λοιπόν να παγιωθούν τέτοιου είδους εξαρτήσεις αποτελεί πλέον βεβαιότητα, εφόσον τροφοδοτούνται από την εμμονή να μην αποδεχόμαστε αυτό που ήταν αυτονόητο κάποιες δεκαετίες παλαιότερα, δηλαδή ο εθνικός χαρακτήρας μεγάλου τμήματος της μειονότητας. Με μαθηματική ακρίβεια οδηγηθήκαμε στον αυτοεγκλωβισμό των ελληνικών πολιτικών, ο οποίος τροφοδοτεί και διευκολύνει εν τέλει κατά ειρωνικό τρόπο την παρεμβατικότητα της Τουρκίας».
Επόμενη ερώτηση αν γίνει προσπάθεια η μειονότητα να αξιοποιηθεί πολιτικά και σε ποια κατεύθυνση, τόσο από το τουρκικό προξενείο, όσο και από τα πολιτικά κόμματα – ακόμα και με τη συζήτηση περί επιλογής υποψηφίων καθ’ υπόδειξη του προξενείου κλπ – και αν τελικά τα κόμματα που έχουν παρουσία στη Βουλή έχουν επαρκή παρουσία και δράση στη Θράκη.
Οι μειονότητες όχημα επιδιώξεων
«Οι μειονότητες χαρακτηρίζονται εγγενώς από πολιτική ευαλωτότητα και εύκολα αποτελούν όχημα πολιτικών επιδιώξεων, διακρατικά και μέσα από τα κόμματα. Αν πάρει κανείς το παράδειγμα της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία θα καταλάβει πόσο εύκολα μια μειονότητα γίνεται πεδίο πολιτικών ανταγωνισμών σε μία διελκυστίνδα εντελώς πολωμένων στάσεων. Οι εκατέρωθεν εθνικές ορθότητες είναι συνήθως διαμετρικά αντίθετες στις οποίες δεν χωρούν τρίτες απόψεις καταδικάζοντας κάθε διάλογο» σημειώνει.
Το παράδειγμα Μπελέρη στην Αλβανία
Όπως λέει «η ελληνική παρεμβατικότητα στην Αλβανία με όχημα την ελληνική μειονότητα και η ανάδειξη του Φρέντη Μπελέρη, ενός ανθρώπου με βαρύ ποινικό μητρώο στην Ελλάδα, σε εμβληματική πολιτική περσόνα, θεμελιώθηκε στις εμμονές της αλβανικής κυβέρνησης να ασκήσει άδικες και κοντόφθαλμες πολιτικές σε βάρος των μειονοτικών εκεί και του ιδίου του Μπελέρη κατά τις πρόσφατες δημοτικές εκλογές. Κάτι πρέπει να μας θυμίζουν όλα αυτά».
«Ασφαλώς, οι μειονότητες θεμιτά έχουν σχέσεις με την φερόμενη μητέρα πατρίδα, και αυτό γίνεται και μέσα από τους θεσμικούς φορείς εκπροσώπησης των κρατών, αλλά το όριο που διαχωρίζει το θεμιτό ενδιαφέρον από την παρεμβατικότητα στα εσωτερικά πράγματα του κράτους, αλλά και την αυτονομία της μειονότητας συχνά παραβιάζεται» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Οι προτιμήσεις του προξενείου και οι υποψήφιοι
Σημειώνει ότι «το Τουρκικό Προξενείο όντως εκδηλώνει προτιμήσεις σε υποψήφιους βουλευτές, και συχνά υποψήφιοι βουλευτές επιδιώκουν την στήριξη του προξενείου. Δεν σημαίνει πάντα ότι οι ψηφοφόροι ακολουθούν τέτοιες υποδείξεις.
»Μάλιστα συχνά οι προτιμήσεις αυτές ανατρέπονται, αλλά ποτέ δεν προβάλλεται μια τέτοια έκβαση από τα ΜΜΕ και τους πολιτικούς αντιπάλους, οι οποίοι σπεύδουν να επιβεβαιώσουν την επιτυχή παρέμβαση του Τουρκικού Προξενείου».
Το αφήγημα της παντοδύναμης Τουρκίας
«Και εδώ λοιπόν έχουμε άλλη μια εμμονική αντιμετώπιση με φαινόμενα τα οποία και πάλι τροφοδοτούν το αφήγημα περί της πανταχού παρούσας και παντοδύναμης Τουρκίας. Θέλει εκτενή ανάλυση και τεκμηρίωση η παρεμβατική πολιτική της Τουρκίας σε συνάρτηση με τις ελληνικές πολιτικές και τις πρακτικές περιορισμού της κανονικότητας της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής της μειονότητας που δυστυχώς δεν μπορεί να γίνει σε τόσο περιορισμένο χώρο.
»Θα έλεγα ότι όσο η ελληνικές θέσεις αγνοούν τις πραγματικές διαστάσεις που χαρακτηρίζουν την μειονότητα, παραβιάζοντας κατοχυρωμένες αρχές του κράτους δικαίου, τόσο θα υπάρχει έδαφος για ανάπτυξη εξαρτησιογόνων πολιτικών από την πλευρά της Τουρκίας, με περιθώριο αθέμιτων παρεμβάσεων».
Ένας «βασικός κανόνας που ισχύει σε όλες της μειονότητες του κόσμου» όπως αναφέρει και σημειώνει συνεχίζοντας «ας πιάσουν λοιπόν το νήμα οι ελληνικές κυβερνήσεις και τα πολιτικά κόμματα εκεί που το άφησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και ας ολοκληρώσουν επί τέλους σε βάθος το πρόγραμμα της ισονομίας-ισοπολιτείας στη Θράκη. Διαφορετικά, μπορεί κανείς να υποπτευτεί ότι οι πελατειακές σχέσεις των ελληνικών πολιτικών κομμάτων και κυβερνήσεων υπερισχύουν στο δημοκρατικό ισοζύγιο και αυτό δεν είναι καθόλου ελπιδοφόρο συμπέρασμα για τους Έλληνες πολίτες γενικά».
ΣυνέντευξηΑλεξάνδρα Φωτάκη-.in.gr