Δήμαρχοι, βιομήχανοι, ακαδημαϊκοί, οικονομολόγοι, αλλά και κορυφαίοι ευρωπαίοι ηγέτες, ανάμεσα στους οποίους και ο Πρωθυπουργός της Ισπανίας, Πέδρο Σάντσεθ, συμμετέχουν στο άτυπο «Κίνημα» υπέρ της παραμονής του Μάριο Ντράγκι στο τιμόνι της Ιταλίας, μετά την πρόθεσή του να υποβάλλει την παραίτησή του στα μέσα της περασμένης εβδομάδας, η οποία τάραξε τη γαλήνη της γειτονικής χώρας, αλλά και τα λιμνάζοντα νερά των Βρυξελλών και των αγορών.
Με τις πληροφορίες να θέλουν τον «Σούπερ Μάριο» του χρηματοπιστωτικού συστήματος να εμμένει στην αρχική του απόφαση, ο Μάριο Ντράγκι αναμένεται να ανοίξει σήμερα με ομιλία του στη Γερουσία τα χαρτιά του σχετικά με τις επόμενες κινήσεις του στο πολιτικό σκηνικό της γειτονικής χώρας, σε μια από τις κρισιμότερες καμπές των τελευταίων χρόνων για την Ιταλία. Αν, όπως διατείνεται ο Ισπανός Πρωθυπουργός, «η Ευρώπη χρειάζεται ηγέτες σαν τον Μάριο», τότε η Ιταλία χρειάζεται ακόμη περισσότερο συνθήκες σταθερότητας, για να εξέλθει από τη στενωπό των αγορών, του δημοσίου χρέους και της υφεσιακής της προοπτικής, εγχείρημα που για να το φέρει εις πέρας ο Μάριο Ντράγκι απαιτεί -εκ των ουκ άνευ- διακομματική συναίνεση και καθολική κοινωνική αποδοχή.
Ο «Σούπερ Μάριο» ο μόνος μπορεί να σώσει την Ιταλία
Αφοπλιστικά ψύχραιμος, με βλέμμα που εκπέμπει σιγουριά και αυτοπεποίθηση και με ένα σχεδόν σαρδόνιο χαμόγελο, ο 74χρονος Οικονομολόγος από τη Ρώμη, Μάριο Ντράγκι, ο οποίος συγκαταλέγεται ανάμεσα στους λιγοστούς «γκουρού» των αγορών παγκοσμίως, υπέβαλε αιφνιδιαστικά την παραίτησή του από τη θέση του Πρωθυπουργού της Ιταλικής Δημοκρατίας στα τέλη της προηγούμενης εβδομάδας, φέρνοντας στο προσκήνιο την πρωτόγνωρη πολιτική κρίση, που σοβεί το τελευταίο διάστημα, στη γειτονική χώρα.
Η εντυπωσιακή -και ασυνήθιστη- αυτή κίνηση για έναν μεθοδικό λύτη οικονομικών προβλημάτων προκάλεσε σφοδρές πολιτικές αναταράξεις στην ιταλική πολιτική σκηνή, αλλά και βαθύ προβληματισμό στις περισσότερες, ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, καθώς ο «Σούπερ Μάριο» Ντράγκι, όπως τον αποκαλούν αναλυτές και τεχνοκράτες διεθνώς, είναι ο μόνος που διαθέτει όλα τα εχέγγυα, για να σώσει και πάλι την Ιταλία από το χείλος της οικονομικής καταστροφής, προλαβαίνοντας τα χειρότερα για την Ευρωζώνη.
Δεν είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά που ο Ιταλός «από μηχανής» θεός του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος καλείται να προστατέψει την πατρίδα του τον κίνδυνο της χρεοκοπίας, καθώς το Λάτιο φλερτάρει σχεδόν από κτίσεώς του με ακραίες καταστάσεις δημοσιονομικής κατάρρευσης. Υπό αυτό το πρίσμα, η Ιστορία διένειμε από νωρίς το ρόλο του εθνικού σωτήρα στον Μάριο Ντράγκι, ο οποίος κλήθηκε να τον υπερασπιστεί ήδη με την επιστροφή του στην Ιταλία από το ΜΙΤ, οπότε άρχισε να εργάζεται ως Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας.
Η πρώτη χρεοκοπία
Σε εκείνη, την αμιγώς ακαδημαϊκή του δεκαετία (1981-1991), ο «Σούπερ Μάριο» καλείται «με το καλημέρα» να φέρει εις πέρας το εγχείρημα της διάσωσης της Ιταλίας από την κρίση του μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών της ΕΕ, έχοντας διοριστεί το ίδιο διάστημα ως Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών της γειτονικής χώρας. Ξεπερνώντας με επιτυχία τον σκόπελο της διαφαινόμενης εκείνης χρεοκοπίας, το 1993 αναλαμβάνει Πρόεδρος της Ιταλικής Επιτροπής Ιδιωτικοποιήσεων, θέτοντας από τότε τα θεμέλια εκσυγχρονισμού του παραγωγικού μοντέλου της χώρας του, κόντρα στη σκανδαλολογία και τις πολιτικές έριδες της εποχής.
Το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του στην επίλυση προβληματικών οικονομικών καταστάσεων ξεπερνά γρήγορα τα στενά, ιταλικά όρια και ο Μάριο Ντράγκι αναλαμβάνει Αντιπρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Goldman Sachs International κατά το διάστημα 2002-2005, γνωρίζοντας τη διεθνή καταξίωση. Ανήμερα των Χριστουγέννων του 2005, ωστόσο, διορίζεται Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Ιταλίας, στην οποία υπηρετεί μέχρι τον Νοέμβριο του 2011, οπότε και μετακομίζει στη Φρανκφούρτη ως Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, για να περάσει στην πρώτη γραμμή της μάχης απέναντι στην κρίση χρέους της Ευρωζώνης.
Αντιμέτωπος με τα spreads και την μεγαλύτερη μέχρι τότε υπαρξιακή κρίση της ΕΕ, στις 26 Ιουλίου του 2012 ο «Σούπερ Μάριο» Ντράγκι στάθηκε αγέρωχος απέναντι στις αγορές, δηλώνοντας με παρρησία πως «εντός του πλαισίου της εντολής μας, η ΕΚΤ είναι έτοιμη να κάνει ό,τι χρειαστεί για να προστατεύσει το ευρώ. Και πιστέψτε με, θα είναι αρκετό», σε εκδήλωση, στο Λονδίνο. Προσθέτοντας, έκτοτε, νέα εργαλεία στο οπλοστάσιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, με το πλέον εμβληματικό όλων το Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης, ο πολυμήχανος Ιταλός τραπεζίτης φρέναρε τελικά τη δημοσιονομική κατρακύλα, μειώνοντας τα επιτόκια και επανεκκινώντας την οικονομική ανάπτυξη, εντός της ΕΕ. Παρότι μοιάζει να απεχθάνεται ως ιδιοσυγκρασία τη στόμφα του πολιτικού, η σχεδόν ηρωική δήλωσή του για την τύχη του ευρώ το 2012 αποτέλεσε στην πραγματικότητα μια ύψιστη πολιτική πράξη ενός αμετανόητου κατά τα άλλα τεχνοκράτη, την οποία καλείται να υπερασπιστεί με το ίδιο σθένος και την ίδια επιτυχία, ακριβώς 10 χρόνια μετά.
Από τις τράπεζες, στο Παλάτσο Κίτζι
Αν και ο ίδιος είχε αποτραβηχτεί από τα φώτα της δημοσιότητας με την ολοκλήρωση της θητείας του τον Οκτώβριο του 2019 στην ΕΚΤ, ο κορωνοϊός τον επιστράτευσε σχεδόν υποχρεωτικά από την «εφεδρεία», καθώς η πατρίδα του πλήρωσε βαρύ τίμημα σε ανθρώπινες ζωές από τα πρώτα κιόλας κύματα της πανδημίας, με την εκατόμβη νεκρών στο Μπέργκαμο να συγκλονίζει τη διεθνή κοινή γνώμη. Πλάι στα εκατοντάδες θύματα της πανδημικής κρίσης, την ίδια περίοδο άρχισαν να διαφαίνονται τα πρώτα σημάδια οικονομικού κλυδωνισμού της γειτονικής χώρας, η οποία κλήθηκε να διαχειριστεί την επιβράδυνση στην οικονομία της λόγω του κορωνοϊού, παρότι τα δημοσιονομικά της μεγέθη νοσούσαν ήδη σοβαρά.
Η διπλή, υγειονομική και οικονομική κρίση, μετατράπηκε γρήγορα σε δίδυμη απειλή στα θεμέλια της Ιταλίας, με την «καυτή πατάτα» να τοποθετείται το Φεβρουάριο του 2021 στα «μαγικά» χέρια του Μάριο Ντράγκι. Παρότι μαθημένος στα δύσκολα, ο 74χρονος τραπεζίτης έθεσε ως βασικό όρο για την ανάληψη της νέας αποστολής του την καθολική στήριξη της κυβέρνησης εθνικής ενότητας που θα σχημάτιζε από τη Βουλή και τη Γερουσία, δηλαδή από όλο το ιταλικό πολιτικό φάσμα. Πράγματι, το τεχνοκρατικό, κυβερνητικό του σχήμα έτυχε πλήρους αποδοχής και ο Μάριο Ντράγκι βρέθηκε στο Παλάτσο Κίτζι να κρατά το τιμόνι της βαριά ασθενούς Ιταλίας. Περιορίζοντας τις πιθανότητες μιας νέας έξαρσης της πανδημίας, εισήγαγε γρήγορα υγειονομικούς περιορισμούς, κατέστησε υποχρεωτικό τον εμβολιασμό στους υγειονομικούς και θέσπισε το «πράσινο πάσο του εμβολιασμένου» για την είσοδο σε μαζικούς χώρους, κηρύσσοντας μάλιστα κατά διαστήματα τη χώρα του σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ατάραχος και στοχοπροσηλωμένος ακόμη και όταν αντιεμβολιαστές δημοσιοποιούσαν τη διεύθυνση του σπιτιού του, προκειμένου να συγκεντρωθούν όσοι αντιδρούσαν με τα μέτρα προστασίας που είχε λάβει.
Περισσότερο γνωστά, αλλά όχι ευκολότερα, υπήρξαν τα πράγματα για τον Ιταλό τραπεζίτη και τεχνοκράτη Πρωθυπουργό στο οικονομικό πεδίο, όπου ο Μάριο Ντράγκι έπαιξε…τα ρέστα του, εξασφαλίζοντας για τη χώρα του την μεγαλύτερη χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης και Σταθερότητας, ύψους 191 δισεκατομμυρίων ευρώ. Η άντληση των πόρων -μαμούθ συνοδεύτηκε από μια λίστα μεταρρυθμίσεων, τις οποίες η κυβέρνηση Ντράγκι εκτέλεσε με επιτυχία για το 2022, ενώ απομένουν άλλες 55 μέχρις ότου να ολοκληρωθεί το πρόγραμμα των υποχρεώσεων της χώρας προς την ΕΕ. Παρότι ουδείς αμφιβάλλει ότι το εγχείρημα στέφθηκε με επιτυχία εξαιτίας του προσωπικού κεφαλαίου αξιοπιστίας που διαθέτει ο Ιταλός Τραπεζίτης στις Βρυξέλλες, εντούτοις τα πρώτα σύννεφα στις σχέσεις του με το Κίνημα Πέντε Αστέρων, αλλά και το Γραμματέα της Λέγκας, Ματέο Σαλβίνι δεν άργησαν να φανούν, ακόμη και αν ο «Σούπερ Μάριο» της Ιταλίας διαμηνύει σε όλους τους τόνους ότι δεν ενδιαφέρεται να ιδρύσει κόμμα ή να ηγηθεί της χώρας για μεγαλύτερο διάστημα από ένα εξάμηνο. Αντίθετα, διακηρυγμένος στόχος του Μάριο Ντράγκι ήταν η Ιταλία να οδηγηθεί συντεταγμένα σε εκλογές την Άνοιξη του 2023 κι ενώ θα είχε σταθεροποιηθεί η οικονομική κατάσταση στη χώρα, χωρίς αυτή να κινδυνεύει να τεθεί στο στόχαστρο των διεθνών αγορών, αφού προηγουμένως ο «Σούπερ Μάριο» θα είχε ρυθμίσει το δημόσιο χρέος της μέσω μιας σταθερής δημοσιονομικής εξυγίανσης και με μεταρρυθμίσεις χρηματοδοτούμενες από δημόσιες επενδύσεις.
Το βασικό -και εν πολλοίς επιτυχημένο- σενάριο του Ιταλού Τραπεζίτη, ο οποίος κατάφερε την επιστροφή της χώρας του σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2021 αυξάνοντας κατά 6% το ΑΕΠ, γκρέμισε μονομιάς ο Ρώσος Πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, ωθώντας την Ιταλία σε βαθιά προβληματικές καταστάσεις. Συγκεκριμένα, το ράλι του πληθωρισμού, το οποίο πυροδότησε παγκοσμίως η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον περασμένο Φεβρουάριο, σε συνδυασμό με την σημαντική εξάρτηση της Ιταλίας από το ρωσικό φυσικό αέριο αφαίρεσαν οριστικά κάθε προοπτική ανάπτυξης της γειτονικής χώρας για τα επόμενα δύο χρόνια, εκτοξεύοντας το κόστος δανεισμού της κατά 4%, μαζί με την απόδοση των ιταλικών ομολόγων τον περασμένο Μάιο.
Κοντολογίς, για πρώτη φορά μετά την ελληνική κρίση του 2009, οι διεθνείς επενδυτές άρχισαν να αμφιβάλλουν ηχηρά για τη δυνατότητα χωρών του ευρωπαϊκού Νότου να εξυπηρετούν το δημόσιο χρέος τους, καθώς αυτό αυξήθηκε στη διάρκεια της πανδημίας και είναι πλέον δύσκολο να αναχρηματοδοτηθεί, με δεδομένο ότι η ΕΚΤ ετοιμάζεται να αυξήσει πλέον τα επιτόκιά της, «δείχνοντας» έτσι ως τον πλέον αδύναμο κρίκο την Ιταλία. Ο προβληματισμός των αγορών δεν άργησε να μεταφραστεί σε νούμερα, καθώς η απόδοση του 10ετούς ομολόγου αναφοράς της Ιταλίας έγραψε ρεκόρ στο 3,5%, ενώ η διαφορά από τα ασφαλέστερα γερμανικά ομόλογα, δηλαδή τα spreads διαμορφώθηκε στις 227 μονάδες, έχοντας διπλασιαστεί από τις αρχές του 2022. Με αυτά τα δεδομένα, ο Μάριο Ντράγκι δεν έκρυψε την προσωπική απογοήτευσή του, σχολιάζοντας σε μια ομήγυρη δημοσιογράφων πως «αυτό δείχνει ότι δεν είμαι ασπίδα απέναντι σε όλα τα γεγονότα. Είμαι άνθρωπος και έτσι συμβαίνουν πράγματα», τα οποία προσπάθησε μέχρι την τελευταία στιγμή να αποτρέψει.
Ακόμη και οι πολέμιοί του, άλλωστε, κυρίως δηλαδή οι λαϊκιστικές δεξιόστροφες πολιτικές δυνάμεις στη γειτονική χώρα, αναγνωρίζουν ότι η ρίζα του κακού έγκειται στην αναιμική ανάπτυξη επί δεκαετίες στη γειτονική χώρα, η οποία δεν μπόρεσε να αναπτύξει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε συνθήκες απολύτως παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Τώρα που όλα τα λάθη του παρελθόντος ξεβράστηκαν στην ακτή του Μάριο Ντράγκι, ο ίδιος κλήθηκε να δώσει ώθηση σε μια σειρά από βαλτωμένες μεταρρυθμίσεις, όπως το συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, η αγορά εργασίας, αλλά και η αργή απονομή δικαιοσύνης, προκειμένου να ανακτήσει μέρος του χαμένου, αναπτυξιακού χρόνου για τη γειτονική χώρα.
Στα δομικά προβλήματα της Ιταλίας αθροίζονται ακόμη το γηρασμένο εργατικό δυναμικό, η ανυπέρβλητη γραφειοκρατία, η έλλειψη υψηλής εξειδίκευσης, η υστέρηση σε σύγχρονες υποδομές και δομές υψηλής τεχνολογίας, όπως και τα παρωχημένα προγράμματα σπουδών, σε βαθμό που για μερίδα αναλυτών η γειτονική χώρα να μη διαφέρει πολύ σε επίπεδο εκσυγχρονισμού από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, όπου την άφησε ο Μάριο Ντράγκι, πριν κατευθυνθεί στη Goldman Sachs.
Όταν, ωστόσο, ο Ιταλός τραπεζίτης επέστρεψε εκ νέου πέρυσι, για να πετύχει ένα ακόμη από τα οικονομικά του θαύματα, αντίκρισε την άρνηση των μικρομεσαίων επιχειρηματιών να συμπράξουν με ιδιωτικά κεφάλαια αλλάζοντας επίπεδο τεχνογνωσίας, αλλά κυρίως ήρθε αντιμέτωπος με τα δεξιόστροφα κόμματα, στα οποία ανάλωσε πολύτιμο χρόνο και προσωπικές δυνάμεις, προκειμένου να αποσπά κάθε φορά ad hoc τη στήριξή τους για τις επιχειρούμενες συνταξιοδοτικές και φορολογικές μεταρρυθμίσεις.
Αυτή η αχρείαστη κατανάλωση προσωπικών δυνάμεων για όσους κοιτούσαν το δέντρο του μικροκομματισμού απέναντι στο δάσος της κρίσης χρέους που επικρέμεται πάνω από τα κεφάλια του ιταλικού λαού, αποτέλεσε πιθανότατα και τον κύριο λόγο, για τον οποίο ο «Σούπερ Μάριο» Ντράγκι τα βρόντηξε στα μέσα της περασμένης εβδομάδας, δηλώνοντας την πρόθεσή του να παραιτηθεί από Πρωθυπουργός της Ιταλίας, παρά την πυροσβεστική παρέμβαση του Προέδρου της χώρας, Σέρτζιο Ματαρέλα. Παρά την ψήφο εμπιστοσύνης που έλαβε (με εξαίρεση τους γερουσιαστές του Κινήματος Πέντε Αστέρων), ο Ιταλός Τραπεζίτης δε φέρεται διατεθειμένος να ανακαλέσει την απόφασή του, καθώς η παρουσία του στο τιμόνι της Ιταλίας προϋπέθετε την υποστήριξη όλων των πολιτικών κομμάτων.
Η σφοδρή κριτική, ωστόσο, του επικεφαλής του Κινήματος Πέντε Αστέρων, Τζουζέπε Κόντε, ο οποίος έσπευσε να δηλώσει πως «δεν δεχόμαστε πιέσεις και εκβιασμούς», εγκαλώντας ταυτόχρονα τον Μάριο Ντράγκι για το νέο πακέτο στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων ύψους 23 δις ευρώ, είχε ως αποτέλεσμα ο Ιταλός τραπεζίτης να υπενθυμίσει τον όρο που είχε θέσει για την παραμονή του στον Πρωθυπουργικό θώκο, δηλαδή «μόνο αν υφίστατο η προοπτική υλοποίησης του κυβερνητικού προγράμματος για το οποίο είχε λάβει την αρχική ψήφο εμπιστοσύνης», διαχωρίζοντας πλέον τη στάση του απέναντι στο πολιτικό και δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας.
Καθώς ο χρόνος τελειώνει, η ύστατη προσπάθεια των υπόλοιπων πολιτικών δυνάμεων, αριστερών και κεντρώων, να μεταπείσουν τον σημερινό Πρωθυπουργό θα εξελιχθεί σήμερα το απόγευμα, οπότε ο Μάριο Ντράγκι θα παρέμβει εκ νέου στη Γερουσία και ακολούθως αύριο στη Βουλή, προκειμένου να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης. Η ουσιαστική εμπιστοσύνη, ωστόσο, του ευρωσυστήματος απέναντι στον Ιταλό τεχνοκράτη θα κριθεί, εν πολλοίς, την αυριανή ημερά, καθώς η ΕΚΤ εικάζεται ότι θα ανακοινώσει ένα νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, μαζί με την άνοδο των επιτοκίων μετά από δέκα χρόνια, δηλαδή μετά από την «εποχή Ντράγκι» στη Φρανκφούρτη.
Πανδημία χρέους στην ΕΕ
Το μέλλον, ωστόσο, προβλέπεται σκοτεινό και αβέβαιο για την τρίτη οικονομία της Ευρωζώνης, αν οι αποφάσεις της διαδόχου του στο τιμόνι της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ δε σταθούν στο ιστορικό ύψος των περιστάσεων. Όχι μόνο, γιατί σε αυτήν την περίπτωση θα προβάλλουν ενδυναμωμένα τα λαϊκιστικά δεξιόστροφα κόμματα στην Ιταλία, τα οποία ζητούν τις τελευταίες ημέρες τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών, αλλά πρωτίστως γιατί μια νέα κρίση χρέους θα απειλεί ευθέως τη συνοχή της περιφέρειας της Ευρωζώνης, καθώς δύσκολα θα συγκρατήσει κανείς ένα δημόσιο χρέος 2.5 τρις ευρώ, από το να «σκάσει» σαν ατομική βόμβα στα θεμέλια του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Αποτυπώνοντας τη διάχυτη αγωνία στις Βρυξέλλες, ο Επίτροπος Οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης Πάολο Τζεντιλόνι και πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας σχολίασε ότι η εκτελεστική εξουσία της ΕΕ παρακολουθούσε τις εξελίξεις στη Ρώμη «με ανήσυχη έκπληξη», ιδίως μετά το προηγούμενο των γαλλικών εκλογών. Καθώς ενός κακού, μύρια έπονται, αν το δημόσιο χρέος της Ιταλίας καταστεί μη βιώσιμο, η μετάδοση της κρίσης χρέους στον ευρωπαϊκό Νότο προβλέπεται ταχύτερη και από αυτή της διασποράς του κορωνοϊού, ενώ θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι θα συνοδευτεί από μια πανδημία λαϊκισμού, ευρωσκεπτικισμού και αντισυστημικότητας, όπως αυτή που χαρακτήρισε τις κάλπες των βουλευτικών εκλογών στη Γαλλία.
Στο πλαίσιο αυτό, «αν η κυβέρνηση καταρρεύσει, δεν θα το πληρώσουν τα κόμματα, αλλά οι πολίτες, οι οικογένειες, οι εταιρείες», δήλωσε ο Λουίτζι ντι Μάιο, αποχωρώντας από το Κίνημα Πέντε Αστέρων, ενώ «τώρα έχουμε πέντε ημέρες για να εργαστούμε ώστε το κοινοβούλιο να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Ντράγκι και ώστε η Ιταλία να βγει από αυτό το δραματικό σπιράλ», σχολίασε στο Twitter ο Ενρίκο Λέτα επικεφαλής του Δημοκρατικού Κόμματος, ανοίγοντας παράθυρο για τη συγκρότηση κυβέρνησης με τη στήριξη των Σοσιαλδημοκρατών, κεντρώων και της Λέγκας.
Μια κυβέρνηση χωρίς το Κίνημα Πέντε Αστέρων, ίσως, να αποτελέσει την τελευταία ευκαιρία για την Ιταλία, καθώς το ενδεχόμενο να στηθούν πρόωρες κάλπες στις αρχές του Οκτωβρίου προσκρούει στην κατάρτιση του προϋπολογισμού του επόμενου έτους, την προσπάθεια για εξασφάλιση ενεργειακών αποθεμάτων, την έκρηξη του πληθωρισμού, αλλά και την αναζωπύρωση της πανδημίας του κορωνοϊού, για την αποφυγή της οποίας απαιτείται νέο, οριζόντιο σχέδιο εμβολιασμών.
Ακόμη και αν ο Μάριο Ντράγκι επιμείνει στη θέση του ότι «η κυβέρνηση δεν μπορεί να εργάζεται με τελεσίγραφα, διότι χάνει τον λόγο ύπαρξής της», η ανάγκη να παραμείνει στα ηνία της χώρας του αναδεικνύεται εκτός από επιτακτική και υπερεθνική. Όχι μόνο γιατί μια περαιτέρω κλιμάκωση των spreads μπορεί να συμπαρασύρει και τις αποδόσεις των ομολόγων του υπόλοιπου ευρωπαϊκού Νότου, μεταξύ των οποίων και της Ελλάδας, αλλά πρωτίστως γιατί η συμβολή του στην ενίσχυση της Ουκρανίας, στην αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας, στη θέσπιση πλαφόν και τη λήψη άμεσων μέτρων για το ενεργειακό κόστος (όπως είχε επισημάνει πρώτος στη Σύνοδο των Μεσογειακών χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου στην Αθήνα), αλλά και η διορατικότητά του για μια ανάπτυξη βασισμένη στις δημόσιες επενδύσεις, ενισχύουν τη βιωσιμότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης περισσότερο από αυτή του δημόσιου χρέους της χώρας του σε μια περίοδο γενικευμένων προκλήσεων και αναθεωρητισμών, όπως αυτός του Τούρκου Προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τον οποίο ο «Σούπερ Μάριο» της Ιταλίας δε δίστασε να αποκαλέσει στο παρελθόν «δικτάτορα», έχοντας ξεπεράσει από χρόνια προσωπικούς φόβους και διπλωματικούς τύπους.