Μετά την νέα τρικυμία για την ηλεκτρική διασύνδεση Κύπρου και Ελλάδας με αφορμή τα δημοσιεύματα για την ένσταση που υπέβαλε ο ΑΔΜΗΕ στη ΡΑΕΚ ζητώντας αναγνώριση εξόδων €251 εκατομμυρίων αντί 82, οι δύο κυβερνήσεις επιχειρούν τώρα να ρίξουν τους τόνους.
Δημοσιογραφικές πληροφορίες αναφέρουν ότι η Κυπριακή Κυβέρνηση έμεινε ευχαριστημένη από το αποτέλεσμα της έκτακτης σύσκεψης που συγκάλεσε χθες ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο Μέγαρο Μαξίμου.
Σύσκεψη που συγκλήθηκε μετά και το φανερό εκνευρισμό του Προέδρου της Δημοκρατίας για τις αξιώσεις του ΑΔΜΗΕ, με το πέρας της οποίας έγινε γνωστή η πρόθεση για την έκδοση ανακοίνωσης εντός ημερών, προφανώς στο πλαίσιο της προσπάθειας να καταλαγιάσει η καταιγίδα.
Ενδεικτική είναι η σημερινή κατηγορηματική δήλωση του Προέδρου της Δημοκρατίας, με την επιβεβαίωση από ελληνική πλευράς να έρχεται λίγο αργότερα διά στόματος του Κυβερνητικού της Εκπροσώπου.
«Όσοι επενδύουν σε ρήξη των σχέσεων της Ελληνικής Κυβέρνησης με την Κυπριακή, τις σχέσεις μου με τον Έλληνα Πρωθυπουργό, θα απογοητευτούν».
Νίκος Χριστοδουλίδης, Πρόεδρος της Δημοκρατίας
«Σε συνέχεια όσων δήλωσε σήμερα ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Χριστοδουλίδης, θέλω να εκφράσω και από την πλευρά του Πρωθυπουργού και της Ελληνικής Κυβέρνησης την απόλυτη συμπόρευση και ταύτιση ως προς τη διεκδίκηση των κοινών συμφερόντων Ελλάδας – Κύπρου».
Παύλος Μαρινάκης, Κυβερνητικός Εκπρόσωπος Ελλάδος
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο Υπουργός Ενέργειας της Ελλάδος.
«Οι σχέσεις Ελλάδας – Κύπρου είναι αδιάρρηκτες, θεμέλια του ελληνισμού και έκφραση ενότητας υπεράνω από οποιοδήποτε έργο».
Ο Σταύρος Παπασταύρου ωστόσο δεν απέφυγε να ρίξει τα καρφιά του προς την Κυπριακή κυβέρνηση, καθώς αναφέρθηκε σε διαρκώς αλληλοσυγκρουόμενα μηνύματα, βάζοντας στο στόχαστρο το Μάκη Κεραυνό.
«Ο Υπουργός Οικονομικών αμφισβητεί την βιωσιμότητα του έργου, πριν και μετά την συνάντηση του Προέδρου Χριστοδουλίδη με τον Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη στη Νέα Υόρκη. Λέει ότι δεν πρέπει να γίνει και δεν είναι βιώσιμο και αναφέρεται σε δυο μελέτες που δεν τις δείχνει στον Υπουργό Περιβάλλοντος της Κύπρου».
Ο Έλληνας Υπουργός συμπλήρωσε λέγοντας ότι ο Μάκης Κεραυνός διαμηνύει στην ΕΕ ότι δεν πρόκειται να τηρήσει τις αποφάσεις της ΡΑΕΚ, τονίζοντας μάλιστα ότι η διαρκής αμφισβήτησης της βιωσιμότητας του έργου δημιουργεί εμπόδια.
Δείτε το ρεπορτάζ του Νεοκλή Νεοκλέους:
.alphanews.live
Το «αδιέξοδο» του GSI: Το μεγάλο γεωπολιτικό ρίσκο και πώς προκαλεί κραδασμούς σε Λευκωσία κι Αθήνα
Στο επίκεντρο βρίσκεται τα τελευταία 24ωρα το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου, θέτοντας εκ νέου αμφίβολη την υπολοποίηση του πολυδάπανου και μεγαλεπίβολου έργου το οποίο… προκαλεί προβλήματα στην περιοχή.
Μιλώντας στην εκπομπή Alpha Καλημέρα ο Πολιτικός Επιστήμονας και διεθνολόγος Θεόδωρος Τσίκας αναλύει το γεωπολιτικό ρίσκο «πίσω» από το έργο του GSI και πως αυτό προκαλεί κραδασμούς μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου θέτοντάς τις ενώπιον ενός αδιεξόδου.
«Αυτό το έργο έχει πολύ ψηλό βαθμό αβεβαιότητας στην υλοποίησή του, το λέω επιεικώς, διότι, κατά τη γνώμη μου, αυτό το έργο δεν μπορεί να προχωρήσει εάν δεν υπάρξει είτε οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία ή έστω άτυπη συνεννόηση ανάμεσα στην ελληνική και την τουρκική κυβέρνηση.»
Κι εξηγεί ότι στα χωρικά μας ύδατα και η Κυπριακή Δημοκρατία και η Ελληνική, μπορούν να κάνουμε ό,τι θέλουν. «Όταν όμως βγαίνουμε στα διεθνή ύδατα, πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη τις συνθήκες που επικρατούν», επισημαίνει.
«Στο σημείο έξω από την Κάσο και την Κάρπαθο, για το οποίο έχει γίνει πολύς θόρυβος, υπάρχει ένα τμήμα διεθνών υδάτων, το οποίο το καθεστώς επικαθορίζεται από δύο αλληλοεπικαλυπτόμενες και αντίθετες μεταξύ τους συμφωνίες. Η μία είναι το τουρκολιβυκό μνημόνιο, το οποίο η Ελλάδα ορθώς δεν αναγνωρίζει, αλλά οι χώρες που το έχουν υπογράψει το αναγνωρίζουν, θεωρούν ότι ισχύει. Και η άλλη είναι η τμηματική οριοθέτηση της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου. Η Τουρκία δεν λέει ότι δεν θα βάλετε καλώδιο, δεν απαγορεύει το καλώδιο, λέει ότι πρέπει να μας ενημερώσετε επισήμως, διότι εμείς έχουμε δικαιώματα οικονομικής εκμετάλλευσης σε αυτό το σημείο. Η ελληνική κυβέρνηση προφανώς δεν μπορεί να το κάνει αυτό, διότι αν το κάνει αυτό είναι σαν να αναγνωρίζουν τα δικαιώματα που προκύπτουν από το τουρκολιβυκό μνημόνιο.»
Προσθέτει ότι η Τουρκία θέτει άλλο ένα θέμα το οποίο χρειάζεται προσοχή.
«Δεν είμαστε στη φάση της πόντισης του καλώδιου. Είμαστε στη φάση που πρέπει να γίνουν έρευνες για το καλώδιο. Επειδή το καλώδιο θα ποντιστεί στο βυθό, οι έρευνες πρέπει να αγγίξουν το βυθό. Αν ήταν μόνο στο νερό, αυτό θα ήταν ίσως πιο εύκολο, στο βυθό, όμως, υπάρχει η λεγόμενη υφαλοκρηπίδα. Εκεί η περιοχή είναι διαφιλονικούμενη για το ποιος έχει τα δικαιώματα οικονομικής εκμετάλλευσης.»
«Επομένως, δεν μπορεί αυτό το έργο να προχωρήσει χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις», τονίζει ο κ. Τσίκας.
«Η διαπίστωση ότι δεν μπορεί να προχωρήσει το έργο χωρίς οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών είτε χωρίς άτυπη συνεννόηση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, δημιουργεί κραδασμούς και στις δύο πλευρές. Και τώρα η κάθε πλευρά προσπαθεί να αποσύσσει από πάνω της τις ευθύνες της μη προώθησης και της μη οριοθέτησης.»
Διερωτάται ποιος θα επενδύσει σε ένα έργο το οποίο είναι αβέβαιο αν θα προχωρήσει, ειδικά με ένα τέτοιο μεγάλο κόστος το οποίο ολοένα και αυξάνεται.
«Δηλαδή, το γεωπολιτικό ρίσκο συνδέεται απολύτως και με τις οικονομικές δυσκολίες και με τις οικονομικές απαιτήσεις. Πέραν των τεχνικών δυσκολιών, διότι η περιοχή αυτή της Ανατολικής Μεσογείου είναι πάρα πολύ βαθιά, άρα οι τεχνικές δυσκολίες είναι μεγάλες, μπορεί να σημαίνουν και μεγαλύτερη οικονομική επένδυση. Είναι πάρα πολύ μεγάλο το καλώδιο, ειδικά αν σκεφτούμε ότι μπορεί να φτάσει και μέχρι το Ισραήλ, το οποίο Ισραήλ έχει μειώσει το ενδιαφέρον του. Αν γίνει, μπορεί να είναι και το μεγαλύτερο καλώδιο τέτοιου τύπου υπόγειου που μπορεί να υπάρχει στον πλανήτη, λένε μερικοί.»
Σημειώνει ότι οι δύο κυβερνήσεις άρχισαν να συζητούν το θέμα εδώ και χρόνια, ωστόσο τώρα βρίσκονται ενώπιον αδιεξόδου.
«Υποτίμησαν αυτές τις δυσκολίες, ίσως εκτίμησαν ότι μέχρι τότε μπορεί να έχουν λυθεί και ορισμένα θέματα ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, αλλά τώρα που βρισκόμαστε μπροστά στην δυσκολία, για να μην πω τη λέξη αδιέξοδο, βλέπουμε τους κραδασμούς, τις επιδράσεις που υπάρχουν στις δύο πλευρές. Και καταλαβαίνω ότι οι δύο πλευρές θα συνεχίσουν να λένε ότι θα προχωρήσει το έργο, διότι έχουν την πολιτική βούληση να προχωρήσει, αλλά στην πράξη, αν δεν αρθούν αυτά τα εμπόδια που σας είπατε, δεν το βλέπω εύκολο να γίνεται κάτι.»
