Νέες αγοραστικές συνήθειες έχουν αποκτήσει οι καταναλωτές, επηρεασμένοι από την ακρίβεια και τις πληθωριστικές πιέσεις. Οι καταναλωτές κυνηγούν προσφορές και φθηνά προϊόντα.
Την ώρα που οι τιμές αυξάνονται διαρκώς, οι καταναλωτές συνεχίζουν αναζητούν τρόπους ώστε να περιορίσουν το κόστος, ενώ ορισμένες από τις νέες τάσεις που αναδεικνύονται κατά τις αγορές τους, αναδιαμορφώνουν το τοπίο και συνολικά στην αγορά.
Στο πλαίσιο αυτό, επιχειρήσεις του οργανωμένου λιανεμπορίου και προμηθευτές, αναγνωρίζοντας ένα νέο μοντέλο καταναλωτή που διαμορφώνεται έπειτα από τις διαδοχικές κρίσεις (υγειονομική και ενεργειακή) των τελευταίων ετών επιχειρούν να προσαρμοστούν στα καινούρια δεδομένα.
Στο προσκήνιο ξανά τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας
Η τάση που κυριαρχεί πλέον στην αγορά, η οποία ουσιαστικά επανεμφανίστηκε μετά την περίοδο της δεκαετούς κρίσης, είναι η άνοδος των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας. Το μερίδιό τους επί των συνολικών πωλήσεων ανεβαίνει σταθερά κατά τη διάρκεια του τελευταίου 1,5 χρόνου, κάτι που αποτυπώνεται και στις πωλήσεις και τις απώλειες σε όγκο που έχουν τα αντίστοιχα επώνυμα.
Σε αντίθεση μάλιστα με τις προηγούμενες περιόδους που είχαμε αύξηση των PL προϊόντων στην ελληνική αγορά, αυτή τη φορά, ορισμένα στελέχη της αγοράς εκτιμούν πως η ιδιωτική ετικέτα ήρθε για να μείνει, τουλάχιστον σε συγκεκριμένες κατηγορίες. Κι αυτό γιατί – μεταξύ άλλων – το ποσοστό όσων θεωρούσαν τα συγκεκριμένα προϊόντα κατώτερης ποιότητας έναντι των επωνύμων, πλέον έχει μειωθεί. Άλλα στελέχη από την πλευρά τους, υποστηρίζουν πως και αυτή τη φορά πρόκειται για συγκυριακό φαινόμενο λόγω των δεδομένων συνθηκών.
Καλάθι-σούπερ-μαρκετ – market pass
Στο «κυνήγι» των προσφορών
Έξι στους δέκα καταναλωτές παρακολουθούν τις προσφορές στα σούπερ μάρκετ, οι οποίες για έναν στους δύο αποτελούν τον κύριο λόγο επιλογής καταστήματος. Την ίδια στιγμή η χρηματική δαπάνη αποτελεί πλέον το βασικό κριτήριο για την επιλογή τροφίμων για 2 στους 3 καταναλωτές. Τα παραπάνω στοιχεία που προκύπτουν από πρόσφατες έρευνες του ΙΕΛΚΑ αποτυπώνουν τον τρόπο με τον οποίο επιλέγουν σε μεγάλο βαθμό πλέον τα προϊόντα που βάζουν στο καλάθι τους οι καταναλωτές.
Από την πλευρά τους λιανέμποροι και προμηθευτές εντείνουν το τελευταίο διάστημα τις προωθητικές ενέργειες στα επώνυμα προϊόντα. Στο α’ εξάμηνο του 2023 καταγράφεται ποσοστό της τάξεως του 69,3% επί του συνόλου, των επώνυμων προϊόντων που πωλήθηκαν υπό το καθεστώς προσφοράς ή προωθητικής ενέργειας, όταν το αντίστοιχο ποσοστό το 2022 ήταν στο 67,8% και το 2021 στο 65,1%.
Η αναζήτηση προσφορών φαίνεται πως οδηγεί τους καταναλωτές στα πολύ μεγάλα καταστήματα σούπερ μάρκετ τα οποία προσφέρουν περισσότερους κωδικούς προϊόντων καθώς και πιο πολλές προωθητικές ενέργειες σε σχέση με τα μικρότερα, όπου οι επιλογές τους είναι πιο περιορισμένες.
Στο α΄ εξάμηνο του 2023, σύμφωνα με την εταιρεία μετρήσεων NielsenIQ ενώ συνολικά ο κλάδος εμφάνισε αύξηση σε αξία πωλήσεων κατά 8,7%, η ανάπτυξη συγκεκριμένα στην κατηγορία των hypermarkets (άνω των 2.500 τ.μ) ήταν στο 13,4%. Τα μικρά σούπερ μάρκετ ακολούθησαν με αύξηση της τάξεως του 9,7%, τα πολύ μικρά (superettes) με άνοδο κατά 8,9% και τα μεγάλα καταστήματα (από 1000 έως 2.499 τ.μ.) με 6,5%.
Περιορίζουν τις αγορές στα απολύτως απαραίτητα
Παράλληλα, οι καταναλωτές εμφανίζονται προσεκτικοί και συγκρατημένοι στις κατηγορίες προϊόντων για τις οποίες θα δαπανήσουν χρήματα βάζοντας «φρένο» ακόμη και σε προϊόντα, τα οποία αν και δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «είδη πολυτελείας», μπαίνουν στην άκρη επειδή δεν θεωρούνται πρώτης ανάγκης.
Ενδεικτικό είναι ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της NielsenIQ, το πρώτο τετράμηνο του 2023 καταγράφηκε μείωση των πωλήσεων στα σούπερ μάρκετ στις κατηγορίες προϊόντων που θεωρούνται δευτερευούσης σημασίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στην κατηγορία της προσωπικής υγιεινής είναι τα στοματικά διαλύματα όπου παρατηρήθηκε μείωση πωλήσεων της τάξεως 8,2%. Αντίστοιχα στην κατηγόρια της οικιακής φροντίδας, πτώση 5,1% στα προϊόντα φροντίδας για τα έπιπλα.
Παράγοντες της αγοράς παρατηρούν ακόμη ότι καταναλωτές τον τελευταίο 1,5 χρόνο μειώνουν τις αγορές προϊόντων που θεωρούν ως «μικροπολυτέλειες» και κατηγοριών, όπως είναι για παράδειγμα τα βιολογικά προϊόντα που είχαν ανέκαθεν συγκριτικά υψηλότερες τιμές.