Η Τουρκία ενώ ανήκει στο ΝΑΤΟ θέλει να έχει έναν ευρύτερο γεωπολιτικό ρόλο στην περιοχή. Δηλαδή να είναι στο ΝΑΤΟ, αλλά την ίδια στιγμή να έχει σχέσεις με τη Ρωσία και με το Ιράν. Γενικότερα να έχει μια πιο ισχυρή περιφερειακή παρέμβαση, κάτι που ενοχλεί τους Αμερικανούς. Όταν, για παράδειγμα, έφυγαν οι ΗΠΑ από τη Μέση Ανατολή τα τελευταία χρόνια και αφήσαν την Τουρκία «στο πόδι» τους να διευθετήσει τα θέματα της περιοχής, η Τουρκία δεν λειτούργησε σαν καλός ΝΑΤΟϊκός εταίρος, αλλά προσπάθησε να κινηθεί αυτόνομα.
Δηλαδή να συνεννοηθεί με τους Ρώσους, από τους οποίους αγόρασε και τους S-400. Τους ανάθεσε την κατασκευή πυρηνικών εργοστασίων στην Τουρκία και παράλληλα κατηγορείται ότι έχει παρακάμψει το εμπάργκο στο Ιράν και ότι τηρεί μια στάση συνεργατική. Όλα αυτά έχουν ενοχλήσει τη Δύση που βλέπει μια Τουρκία να μην λειτουργεί ως σταθερός ΝΑΤΟϊκός σύμμαχος, αλλά να λοξοδρομεί προς τη Ρωσία, προς το Ιράν και την Κίνα.
Αυτό έχει φέρει τις ΗΠΑ σε διπλωματική σύγκρουση με την Τουρκία. Δηλωτικό της σύγκρουσης αυτής και των δυσκολιών στις σχέσεις είναι ότι οι Αμερικανοί απέβαλαν του Τούρκους από το πρόγραμμα των F-35, δεν τους αναβαθμίζουν τα F-16, με το Κογκρέσο να αντιδρά. Υπάρχει μια κακή σχέση ανάμεσα σε αυτές τις δύο χώρες ή καλύτερα μια κακή περίοδος στις σχέσεις τους, καθώς η Τουρκία κινείται πλέον στα «όρια» του ΝΑΤΟ.
Οι ΗΠΑ έχουν δείξει ποια θα είναι η στάση τους στα ελληνοτουρκικά, αν η Τουρκία συνεχίσει αυτήν την πολιτική. Έχουν επιλέξει δηλαδή την Ελλάδα και την Κύπρο, αναβαθμίζοντας την ενεργειακή σχέση τους με την Ελλάδα και τη στρατιωτική τους παρουσία.
Η Ανατολική Ευρώπη αυτήν τη στιγμή εξυπηρετείται ΝΑΤΟϊκά από τη βάση της Αλεξανδρούπολης και αυτό έχει ενοχλήσει πολύ τους Τούρκους. Άρα, λόγω αυτής της πολιτικής της Τουρκίας, οι Αμερικανοί και γενικά το ΝΑΤΟ έχουν αναβαθμίσει τη θέση τους στην Ελλάδα, αλλά και στην Κύπρο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για την Κύπρο είναι το γεγονός πως οι ΗΠΑ προχώρησαν μετά από πολλές δεκαετίες στην άρση του εμπάργκο πώλησης όπλων, κάτι που εξόργισε τους Τούρκους.
Υπάρχουν όμως και άλλες παρενέργειες από την κακή σχέση της Δύσης με την Τουρκία. Η Τουρκία έχει μείνει πίσω στους εξοπλισμούς, καθώς τη στιγμή που η Ελλάδα διαπραγματεύεται τα F-35 και απέκτησε τα Rafale, η Τουρκία προσπαθεί να αναβαθμίσει τα F-16. Πρόκειται για αεροσκάφη προηγούμενης γενιάς και δεν έχει ακόμα καταφέρει το στόχο της. Επομένως έχει επηρεαστεί το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων με τη χώρα μας να είναι πιο ισχυρή στον «αέρα» του Αιγαίου από την Τουρκία.
Γίνεται σαφές πως η κρίση στις σχέσεις ΗΠΑ- Τουρκίας επηρεάζει τα ελληνοτουρκικά υπερ της Ελλάδας και της Κύπρου. Στο μέτωπο των διαφορών μεταξύ των δύο χωρών, η Τουρκία δεν θέλει να πάει σε ένα διεθνές δικαστήριο γιατί το πιο πιθανό είναι ότι θα χάσει. Ή τουλάχιστον το αποτέλεσμα θα είναι αβέβαιο. Από την άλλη δεν θέλει να προκαλέσει πόλεμο με την Ελλάδα γιατί και σε αυτήν την περίπτωση το αποτέλεσμα είναι αβέβαιο. Επομένως η πολιτική της Τουρκίας επικεντρώνεται στο να υποχωρήσουμε από πάγιες θέσεις μας.
Η Τουρκία, δηλαδή, προσπαθεί να υφαρπάξει θαλάσσιες ζώνες ελλαδικές και κυπριακές, να τις οικειοποιηθεί. Είναι στην περίφημη λογική του «καζάν – καζάν», δηλαδή «win- win», άλλα πάνω σε ελληνικά οικόπεδα. Προσωπική μου άποψη είναι πως ως χώρα λέμε «ναι» στο διάλογο με την Τουρκία, αλλά ναι σε ένα διάλογο ο οποίος θα έχει αντικείμενο το πραγματικό μας πρόβλημα με την Τουρκία: Την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ.
Η Τουρκία δεν ζητά αυτό. Η Τουρκία θέλει ένα διάλογο εφ΄όλης της ύλης. Να κάτσουμε δηλαδή να συζητήσουμε, για παράδειγμα, θέματα κυριαρχίας. Σε έναν τέτοιο διάλογο που θέλει η Τουρκία, καμία ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να συναινέσει. Δεν πρόκειται να πάει ελληνική κυβέρνηση και να συζητήσει αν θα έχουμε στρατό στη Ρόδο. Ή να συζητήσει αν θα μας ανήκουν τα Ίμια ή όχι.
Αν θέλουν να συζητήσουμε τι έκταση έχει η ΑΟΖ και η υφαλοκρηπίδα, ναι. Είναι μια διαφορά που αναγνωρίζουμε ότι έχουμε με την Τουρκία, αλλά μέχρι εκεί. Όλα τα άλλα είναι παραλογισμοί της Άγκυρας. Γι΄αυτό και πιέζει με το προσφυγικό και για αποστρατικοποίηση των νησιών, για να μας αναγκάσει να «συνθηκολογήσουμε». Ας μην ξεχνάμε πως υπάρχει και ο παράγοντας τουρκικών εκλογών, ο οποίος ωθεί τα πράγματα σε μεγαλύτερη ένταση.
*Ο κ. Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος είναι Διεθνολόγος