Γίνεται λόγος τελευταία, στον απόηχο και της ουκρανικής κρίσης μεταξύ άλλων, για την συσπείρωση της Ευρώπης και το πως αυτή μπορεί να λειτουργήσει πλέον πιο αποδοτικά στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον που αναδύεται. Ακούγεται η άποψη πως η Ελλάδα πρέπει να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό, ταυτόχρονα με την επιμονή των εν Ελλάδι πολιτικών ελίτ να υπερτονίζουν το γεγονός του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας. Σαφώς υπάρχουν οφέλη τα οποία μπορεί η Ελλάδα να αντλήσει από αυτήν την κατάσταση.
Όμως ο στρατηγικός προσανατολισμός της χώρας, πρέπει κατά την γνώμη του γράφοντος, να έχει πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τα οποία θα εξηγηθούν παρακάτω.Καταρχήν, υπάρχει μια τυπολογία για το ελληνικό κράτος, η οποία δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής κανενός: Η Ελλάδα αποτελεί μια θαλάσσια δύναμη. Θαλάσσια δύναμη θα πει με όρους στρατηγικούς ότι κατέχει εξέχουσα ναυτική ισχύ σε επίπεδο ενόπλων δυνάμεων, και επίσης ότι διαθέτει ισχυρό εμπορευματικό στόλο. Αυτά είναι τα δύο χαρακτηριστικά που καθιστούν, τυπολογικά τουλάχιστον, ένα κράτος ως θαλάσσια δύναμη. Η θαλάσσια ισχύς έρχεται σε αντίθεση με τον έτερο γεωστρατηγικό προσανατολισμό που μπορεί να έχει ένα κράτος, δηλαδή αυτόν της χερσαίας ή ηπειρωτικής δυνάμεως.
Και οι δύο παραπάνω παραδοχές προέρχονται από τηνΚλασσική Σχολή Γεωπολιτικής που εκφράστηκε μέσα από τα γραπτά και τις θεωρίες τωναγγλοσαξονικών θαλασσίων δυνάμεων.Η Ελλάδα, για το μέγεθος της, αποτελεί μια ιδιαίτερα υπολογίσιμη δύναμη κάτι που δεν τονίζεταιιδιαίτερα στο εσωτερικό της. Σε επίπεδο εμπορικού στόλου, τα ελληνόκτητα πλοία αποτελούν το58% του στόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ ταυτόχρονα ελέγχουν το 20% της παγκόσμιαςχωρητικότητας.
Επιπλέον, ο ελληνικός στόλος κατέχει μεγάλες θέσεις στην μεταφορά αγαθών καθώς αποτελεί το 30,25% των δεξαμενόπλοιων, το 14,64% μεταφοράς χημικών και παράγωγων πετρελαίου, το 15,85% μεταφοράς LNG/LPG, το 20,4% ξηρού φορτίου, και τέλος το 9,53% των εμπορευματοκιβώτιων. Διόλου ευκαταφρόνητα ποσοστά για μια μικρή χώρα.Στον στρατιωτικό τομέα επίσης η Ελλάδα αποτελεί μια από τις ισχυρότερες ναυτικές δυνάμεις στην Μεσόγειο, έχοντας πολεμική παράδοση αιώνων και ικανότατο προσωπικό και στόλο, ο οποίος αναμένεται να αναβαθμιστεί περαιτέρω με την υπογραφή για την απόκτηση των φρεγατών FDI από την Γαλλία. Εδώ να αναφερθεί σαφώς και η υπεροχή της Ελλάδας στα συμβατικά υποβρύχια, τα οποία απέδειξαν και στην πρόσφατη κρίση του 2020, πως αποτελούν δυνατό «χαρτί» για τις ελληνικές δυνάμεις στην διαφύλαξη των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας.
Η βασική θεώρηση για τις θαλάσσιες δυνάμεις διατείνεται πως έχουν ως γεωστρατηγικό στόχο τον έλεγχο τον βασικών γεωγραφικών σημείων της υδρογείου, τα οποία αποτελούν τους διαδρόμους για την συνεχή ροή και μεταφορά των αγαθών, διαμέσου θαλάσσης. Εξάλλου δεν μπορούμε να μιλάμε για γεωπολιτική αν βγάλουμε εκτός την εμπορευματική κυκλοφορία. Στην Μεσόγειο υπάρχουν 3από τα συνολικά 8 κύρια σημεία πνιγμού (chockpoints) εκ των οποίων τα δύο βρίσκονται στην άμεση γειτονιά της Ελλάδας. Η διώρυγα του Σουέζ, και το Αιγαιακό Σύστημα που αποτελείται απότην θαλάσσια περιοχή του Αιγαίου πελάγους, και από τα Στενά των Δαρδανελλίων και του Βοσπόρου.
Η Ελλάδα επομένως με το να βρίσκεται στο πλευρό των κυρίαρχων θαλασσίων δυνάμεων, αναβαθμίζεται γεωπολιτικά, διότι αυτόματα αποκτά αυξημένο ρόλο στην επιτήρηση των σημείων και στην διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας. Ειδικά δε, με τον συνεχή προκλητικό αναθεωρητισμό της Τουρκίας, και την συνακόλουθη ακροβασία της ανάμεσα σε ΝΑΤΟ και Ρωσία, μπορεί να ειπωθεί πως η Ελλάδα έχει χρυσή ευκαιρία στην παρούσα συγκυρία να αναβαθμιστεί ακόμη περισσότερο και να υποβαθμίσει παράλληλα την σημασία της Τουρκίας. Η Τουρκία, στην περίπτωση της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, λειτουργεί ως χερσαία δύναμη, η οποία επιδιώκει να αποκτήσει και θαλάσσιες δυνατότητες, εφόσον επιτευχθεί η γεωπολιτική αδρανοποίηση της Ελλάδας.Από αυτά γίνεται κατανοητό, πως η Ελλάδα δεν έχει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, όταν επιδιώκει να συρθεί πίσω από μεγάλους χερσαίους σχηματισμούς, όπως είναι για παράδειγμα η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Ε.Ε αποτελεί κυρίως μια χερσαία οικονομική και πολιτική δύναμη (όχι στρατιωτική), η οποία ελέγχεται από τον γαλλογερμανικό άξονα, στην ουσία όμως εξυπηρετεί τα γεωστρατηγικά συμφέροντα της Γερμανίας. Έτσι εξηγείται και η σπουδή της Γερμανίας να έχει ανοικτές πόρτες με την Ρωσία, προκειμένου να επιτύχει μία οικονομική αρχικώς, και σε ένα δεύτερο στάδιο μια πολιτική ένωση με την Ρωσία, η οποία θα καταλήξει στονσχηματισμό μιας ευρασιατικής δύναμης.Σε αυτό το σημείο να ειπωθεί πως δεν προκρίνεται το κόψιμο των δεσμών με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αντίθετα η Ελλάδα θα πρέπει να κινηθεί έξυπνα. Αυτό προϋποθέτει μια συνεχή και αναβαθμισμένη σχέση με την Γαλλία, η οποία προβάλλει επίσης ισχύ στην Μεσόγειο μέσω του ναυτικού της (παρότι χερσαία δύναμη) και έχει ζωτικά συμφέροντα στην Αφρική, όπου έχει πολιτιστική διείσδυση μέσω της γαλλοφωνίας. Παράλληλα, υπάρχει ιδιαίτερη γαλλική ενόχληση από την διείσδυση της Τουρκίας στις χώρες του Μάγκρεμπ και το Σαχέλ, μέσω της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, και της δημιουργίας ισλαμιστικών πυρήνων.
Με το να εμβαθύνει στην σχέση της ειδικά με την Γαλλία, η Ελλάδα θα μπορέσει να διατηρήσειανοικτή την πόρτα της Ευρώπης, η οποία αποτελεί για το ελληνικό κράτος πηγή κονδυλίων και τεχνογνωσίας, και ταυτόχρονα να της επιτρέπει να λειτουργεί και ως προκεχωρυμένο φυλάκιο των θαλασσίων δυνάμεων, όπως έχει αναφέρει ο γράφων σε παλαιότερα κείμενα του. Το σίγουρο είναι πως η υποβάθμιση της Ελλάδας, σε χώρα – εξάρτημα μεγάλων συνασπισμών, είτε αυτό λέγεται ΝΑΤΟ είτε Ευρωπαϊκή Ένωση, σε καμία περίπτωση δεν έχει τα γεωπολιτικά οφέλη που επιδιώκει να έχει η χώρα.
Συμπερασματικά λοιπόν, αυτό που πρέπει να ειπωθεί είναι πως το ελληνικό πολιτικό σύστημα οφείλει να κινηθεί προς μια κατεύθυνση η οποία θα εξασφαλίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην Ελλάδα, και όχι να έχει το ρόλο του κομπαρσου των εξελίξεων. Αυτό προϋποθέτει συνεχή επικοινωνία των ελληνικών θέσεων προς τους συμμάχους, ως προς τον αποσταθεροποιητικό ρόλο της Τουρκίας στους συμμάχους, και ιδιαίτερα στις θαλάσσιες δυνάμεις, την συνεχή αναβάθμισητων σχέσεων σε στρατηγικό επίπεδο με την Γαλλία, καθώς και την σταδιακή μετατροπή της Ελλάδας σε χώρα – κόμβο εμπορευματικών αγαθών και υπηρεσιών, όπως και ενεργειακού μείγματος.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο την απρόσκοπτη αναβάθμιση των εξοπλιστικών προγραμμάτων για την ενίσχυση των αμυντικών ικανοτήτων μας, με απώτερο στόχο την προβολή ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο. Έτσι θα εξασφαλιστεί και η Κύπρος και θα επιτύχουμε τον γεωπολιτικό περιορισμό της Τουρκίας.