Του ΑΡΙΣΤΟΥ ΚΑΤΣΗ , Φιλελευθερος – Λευκωσία
Ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου του Ανατολικού Λονδίνου Βασίλης Κ. Φούσκας στο πρόσφατο βιβλίο του «Το Μελάνωμα της Κύπρου. Οι ευθύνες των Κωνσταντίνου Καραμανλή και Ευάγγελου Αβέρωφ για την κυπριακή τραγωδία» απορρίπτει δυο καθιερωμένες θέσεις στην κοινή γνώμη της Κύπρου και της Ελλάδας.
Η πρώτη θέση που απορρίπτει είναι αυτή που υποστηρίζει πως η πολιτική της διχοτόμησης της Κύπρου προωθήθηκε από την Τουρκία και τη Βρετανία χωρίς να την επιδιώκει η Ελλάδα. Η δεύτερη θέση που δεν αποδέχεται είναι το ότι η κυβέρνηση Καραμανλή που ανέλαβε τη διακυβέρνηση στις 24 του Ιούλη 1974 , δεν είχε τη δύναμη μέχρι τον δεύτερο γύρο της εισβολής να βοηθήσει στρατιωτικά την Κύπρο.
Επιπλέον, ο συγγραφέας δεν συμφωνεί με τη θεωρία των χαμένων ευκαιριών, όπως την διατυπώνουν οι υποστηριχτές της και έχει σαφή άποψη για την αντιπαράθεση που παρατηρήθηκε για χρόνια ανάμεσα στον Μακάριο και την Αθήνα. Τέλος, ο Φούσκας καταλογίζει για την τραγική κατάληξη του Κυπριακού βαριές ευθύνες στο Καραμανλή και τον Αβέρωφ. Ας δούμε όμως πιο αναλυτικά τι γράφει.
Η πολιτική της διχοτόμησης
Στις σελίδες 46-47 του βιβλίου του Φούσκα διαβάζουμε τα ακόλουθα: «Αποχαρακτηρισμένα έγγραφα των αμερικανικών και βρετανικών αρχείων της δεκαετίας του 1950 δείχνουν την προτίμηση των Αμερικανών για λύση του κυπριακού μέσω μυστικών συνδιασκέψεων Βρετανίας, Τουρκίας και Ελλάδας στη βάση της ικανοποίησης τουλάχιστον του ελάχιστου στόχου της Τουρκίας στην Κύπρο, που ήταν η πολιτική του «τακσίμ» (διχοτόμηση / διαμελισμός). Με τον στόχο αυτό συμφωνούσε η Βρετανία , η οποία εξάλλου ήταν ο βασικός συνδημιουργός του μαζί με την Τουρκία. Η ελληνική κυβέρνηση, ως υπάκουο μέλος του ΝΑΤΟ, έπρεπε να προσυπογράψει αυτή την θέση.
»Πράγματι η κυβέρνηση Καραμανλή – Αβέρωφ αποδέχτηκε τόσο τη συμφωνία επί της αρχής για διαμελισμό της Κύπρου, όσο και τη διαδικασία των μυστικών συνομιλιών στην οποία μυήθηκε από πολύ νωρίς. Στην απόρρητη έκθεση του Νιχάτ Ερίμ προς τον Τούρκο πρωθυπουργό Αντνάν Μεντέρες στα τέλη του 1956, ο Ερίμ αναφέρει ότι «η ιδέα της διχοτομήσεως έχει συζητηθεί και μελετήθηκε σε ορισμένες μυστικές, επίσημες και ανεπίσημες διαπραγματεύσεις μεταξύ της Τουρκίας, της Ελλάδας, της Αγγλίας και της Αμερικής».
Μάλιστα, «η Ελλάδα δέχτηκε παραχώρηση ενός στενού διαδρόμου στο βόρειο μέρος του νησιού». Έτσι, τη στιγμή που οι Ελληνοκύπριοι αγωνιστές της ΕΟΚΑ απαγχονιζόταν για τον αγώνα τους για αυτοδιάθεση και ένωση με την Ελλάδα, η νέα κυβέρνηση Καραμανλή- Αβέρωφ στην Ελλάδα συζητούσε τη Νατοϊκή λύση της διχοτόμησης μαζί με την Τουρκία, τη Βρετανία και τις ΗΠΑ».
Στη σελίδα 32, ο συγγραφέας αναφέρει πως η λύση στην Κύπρο έπρεπε να ήταν «Νατοϊκή λύση εξυπηρετώντας όλες τις ενδιαφερόμενες δυνάμεις του ΝΑΤΟ, ανεξαρτήτως αν η μεγάλη πλειονότητα του λαού της αγωνίζεται για αυτοδιάθεση και ένωση με την Ελλάδα».
Συνεχίζοντας ο Φούσκας τολμά και αναφέρει (σελ. 32 -33) πως η διχοτόμηση ήταν η πολιτική της Ελλάδας στο Κυπριακό. Γράφει συγκεκριμένα: «Η μελέτη μας καταλήγει στη θέση ότι ούτε η χούντα του Παπαδόπουλου ούτε αυτή του Ιωαννίδη είχαν δική τους πολιτική για το Κυπριακό.
Στην ουσία διαχειρίστηκαν με τον πιο βλακώδη τρόπο τη Νατοϊκή πολιτική της διχοτόμησης/τριχοτόμησης στην οποία συμφώνησαν Καραμανλής – Αβέρωφ από τη δεκαετία του 1950.
Στην περίπτωση του Ιωαννίδη υπάρχει κα μια μεγάλη δόση ωμής προδοσίας. Η διχοτόμηση – τριχοτόμηση, αν συμπεριληφθούν οι κυρίαρχες βρετανικές βάσεις – δηλαδή η πολιτική της Τουρκίας, ήταν η πολιτική του ελληνικού κράτους για την Κύπρο. Αποχρώσεις διαχείρισης αυτής της πολιτικής διχοτόμησης και ως ένα βαθμό εξαίρεση αποτελεί η περίοδος του Γεωργίου Παπανδρέου».
Το σεμινάριο της Ρώμης
Από τις 19 μέχρι της 23 του Νοέμβρη του 1973 έγινε στη Ρώμη, ύστερα από αμερικανική πρωτοβουλία, ένα σεμινάριο για το Κυπριακό για το οποίο έγραψε σχετικό βιβλίο ο Κύπριος δημοσιογράφος Μιχάλης Ιγνατίου. Γράφει γι’ αυτό ο Φούσκας (σελ. 76-77):
«Συνολικά παραβρέθηκαν 20 άτομα, μεταξύ των οποίων ο Σάιρους Βανς, πρώην υπουργός Εξωτερικών των Η.Π.Α, ο Φιλιπς Τάλμποτ, πρώην πρέσβης των Η.Π.Α στην Αθήνα και ο Χένρι Μακχέρνιν, σύμβουλος γραφείου τουρκικών υποθέσεων στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Από την Κύπρο ήταν ο Κληρίδης με τον Ντενκτάς. Η σημασία του σεμιναρίου, σύμφωνα με την εμπεριστατωμένη ανάλυση του Μιχάλη Ιγνατίου που πρώτος το έφερε στη επιφάνεια, έγκειται σε δύο γεγονότα.
Πρώτον, στη συμμετοχή του Αβέρωφ και του Δημήτρη Μπίτσιου, και στην τοποθέτηση που έκανε ο Αβέρωφ, ο οποίος αμέσως μετά πήγε στο Παρίσι για συνάντηση με τον Καραμανλή.
Επίσης, ο Αβέρωφ ενημερώνει και τη χούντα στην Αθήνα για το τι ειπώθηκε στο σεμινάριο. Δεύτερον, μια από τις μαγνητοφωνημένες κασέτες του συνεδρίου περιείχε τη «συμβουλή απειλή» του Βάνς ότι πρέπει άμεσα να βρεθεί πολιτική λύση στο Κυπριακό, ειδάλλως θα υπάρξει στρατιωτική λύση. Τι έλεγε όμως ο Αβέρωφ στην τοποθέτηση του;
Από βάσιμες μαρτυρίες που παραθέτει ο Ιγνατίου, ο Αβέρωφ τοποθετήθηκε στο πλαίσιο ενός ομοσπονδιακού συντάγματος συνιστώντας οι διάφορες Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων να επιδοθούν σε μια επιδιαιτητική «ομάδα τριών σοφών».
Είναι σαφές, λέει ο Ιγνατίου, ότι ο στόχος του Αβέρωφ ήταν να αντιμετωπιστεί το κυπριακό ως νατοϊκό πρόβλημα και να επιλυθεί μέσα στα πλαίσια της Συμμαχίας, με τρόπο που να διασφαλίζονται τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Μεσόγειο».
Από όσα αναφέραμε για το σεμινάριο της Ρώμης πρέπει να τονιστούν ιδιαίτερα τα πιο κάτω:
- Η παρουσία στο σεμινάριο επιφανών Αμερικανών που είχαν ασχοληθεί αρκετά με το κυπριακό.
- Η ενημέρωση που έκαμε ο Αβέρωφ και στον Καραμανλή και στη χούντα για τα λεχθέντα στο σεμινάριο.
- Η απειλή του Βανς πως αν δεν βρισκόταν πολιτική λύση στο κυπριακό, θα ακολουθούσε στρατιωτική λύση.
- Σε μια περίοδο που γίνονταν οι ενισχυμένες ενδοκυπριακές συνομιλίες υπό την αιγίδα του Ο.Η.Ε, ο Αβέρωφ ζητούσε το κυπριακό να αντιμετωπιστεί και να επιλυθεί ως νατοϊκό πρόβλημα. Έτσι, πράγματι αντιμετωπίστηκε λίγο αργότερα με το πραξικόπημα και τη τουρκική εισβολή.
- Ενώ ο διάλογος που γινόταν ανάμεσα στους Κληρίδη, Ντενκτάς, Δεκλερή και Αλντικαστί είχε ως βάση τη λύση του ενιαίου κράτους, ο Αβέρωφ ζητεί τερματισμό αυτών των συζητήσεων και εισηγείται το κυπριακό να λυθεί στη βάση της ομοσπονδίας. Κι αυτό έγινε μετά την τουρκική εισβολή.
Ο Φούσκας όπως έχουμε αναφέρει, δεν συμφωνεί με τη θέση πως η κυβέρνηση Καραμανλή δεν μπορούσε να βοηθήσει την Κύπρο πριν και κατά τον δεύτερο γύρο της εισβολής.
Μάλιστα, για να ενισχύσει τη θέση του αναφέρεται (σελ. 34) σε απόσπασμα του Γλαύκου Κληρίδη (Η κατάθεση μου τόμος 4, σελ. 92) που τονίζει τα ακόλουθα:
«Ήταν πράγματι, δυνατή, η αεροπορική μεταφορά στρατευμάτων από την Ελλάδα; Η απάντηση είναι ναι. Μπορούσε να γίνει και, άλλωστε, αυτό έγινε όταν πέταξε στην Κύπρο, στη διάρκεια της νύχτας, μια δύναμη καταδρομέων με δεκατέσσερα αεροπλάνα. Το δεύτερο ερώτημα είναι αφού ήταν γνωστές όλες οι δυσχέρειες ενίσχυσης της Κύπρου, γιατί οι ίδιοι στρατιωτικοί ετοίμασαν σχέδιο «Κ», που προνοούσε για την αποστολή τριών ελληνικών υποβρυχίων, για να δράσουν στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και ενός σμήνους αεροπλάνων «Φάντασμα», για επιχειρησιακή δραστηριότητα με ορμητήριο την Κρήτη;».
Άλλα ήθελε η Αθήνα και άλλα η Λευκωσία
Καραμανλής και Αβέρωφ, υποστηρίζει ο Φούσκας, ήθελαν επίλυση τουΚυπριακού μέσα στο ΝΑΤΟ, ενώ Μακάριος και Κληρίδης είχαν αντιληφθεί τους κινδύνους αυτής της πολιτικής. Γράφει συγκεκριμένα για τους δυο Ελλαδίτες πολιτικούς (σελ. 36-37):
« Οι σκέψεις τους, ειδικά του Αβέρωφ, ήταν άκρως ενδοτικές και Νατοϊκές και επειδή μέσα στο ΝΑΤΟ η Τουρκία είχε μεγαλύτερη γεωστρατηγική βαρύτητα από την Ελλάδα ήταν η Τουρκία που επρόκειτο να βγει κερδισμένη από την όποια επίλυση του ζητήματος μέσα στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Αυτό το είχε διαγνώσει ο Μακάριος και οι συνεργάτες του, συμπεριλαμβανομένου του Κληρίδη, από πολύ νωρίς. Άρα Καραμανλής – Αβέρωφ εκχωρούσαν ζωτικά συμφέροντα της Ελλάδας και του ελληνισμού της Ανατολικής Μεσογείου στην Τουρκία για χάρη του ΝΑΤΟ και της συνοχής του έναντι στην όποια σοβιετική απειλή».
Ο συγγραφέας αναφέρεται στα αρχεία του Αβέρωφ (σελ. 38) στα οποία φαίνεται η θέση πως «από στρατιωτική άποψη η Κύπρος είναι υποθηκευμένη στην Τουρκία» και η Ελλάδα «ελπίζει μόνο στη διπλωματία». Ο Φούσκας προσθέτει πως «ο Μακάριος δεν ενστερνιζόταν αυτή την προοπτική» και στα σχέδια της διχοτόμησης και της «διπλής ένωσης» «αντέτασσε ότι μόνο η αυθεντική ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα χωρίς ανταλλάγματα δικαιολογεί την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας».
Στη συνέχεια ο Φούσκας αναφέρεται σε δήλωση του Καραμανλή (σελ. 53-54) στις 29 του Νοέμβρη του 1967 ότι «τα κοινά συμφέροντα Ελλάδας και Τουρκίας είναι ισχυρότερα από τις διαφορές που τις χωρίζουν» και προσθέτει πως «αυτό σήμαινε ότι οι σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας είναι πολύ πιο σημαντικές από τις σχέσεις Ελλάδας και Κυπριακής Δημοκρατίας». Και φυσικά, αυτή η θέση καθόλου δεν ικανοποιούσε την κυπριακή ηγεσία.
Άλλη διαφορά ανάμεσα στην Αθήνα και τη Λευκωσία που παρατηρεί ο συγγραφέας είναι το ότι ο Καραμανλής και Αβέρωφ «προσυπέγραψαν» τον «μονόδρομο της Νατοϊκής διχοτόμησης» (σελ. 160), ενώ για τον Μακάριο μιλά για την «εμπνευσμένη πολιτική του» (σελ. 160) που απέβλεπε «σε μια ενωμένη, αδέσμευτη και ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία» (σελ. 153). Για την θεωρία των «χαμένων ευκαιριών ο Φούσκας γράφει (σελ. 161): «Όσο για την Αβερωφική θεώρηση του Κυπριακού ως «Ιστορία χαμένων ευκαιριών», αυτή δεν είναι παρά η τουρκική θέση.
Η ελληνική θέση είναι θέση του Μακάριου η οποία στηρίχτηκε σε μια πολιτική στρατηγικής των ορίων» (Η πολιτική αυτή αναλύεται στις σελ. 149-154). Στην σελίδα 160 ο συγγραφέας παρουσιάζει μια άλλη θέση για το ποιες είναι πράγματι οι χαμένες ευκαιρίες γράφοντας: «Οι πραγματικές χαμένες ευκαιρίες στην ιστορία του Κυπριακού ζητήματος αφορούν την υπονόμευση της εμπνευσμένης πολιτικής του Μακαρίου, την οποία καμία ελληνική κυβέρνηση δεν άφησε ν’ ανθίσει ακόμα ούτε και αυτή του Γεωργίου Παπανδρέου, αν και αποτελεί μερική εξαίρεση».
Συνεχίζοντας ο συγγραφέας καταγράφει δυο χαμένες ευκαιρίες με τα πιο κάτω λόγια: «Τον Μάρτιο του 1964, ο Μακάριος είχε πάρει την απόφαση 186 του Σ.Α. του ΟΗΕ που τον καθιστούσε αποκλειστικό κυρίαρχο στην Κύπρο, και τον επόμενο χρόνο την πολύ ευνοϊκή έκθεση του μεσολαβητή του Ο.Η.Ε, Γκάζο Πλάζα, ο οποίος παρεμπιπτόντως, τον θεωρούσε τον καλύτερο Έλληνα πολιτικό. Αυτές ήταν οι πραγματικές χαμένες ευκαιρίες στις οποίες η ελληνική πολιτική έπρεπε να οικοδομήσει και να προεκτείνει με διπλωματικά διεθνοποιημένα μέσα».
Μηδενική η αντίδραση στον Αττίλα 2
Στις 13 του Αυγούστου, παραμονή του Αττίλα 2, γινόταν στην Αθήνα πολεμικό συμβούλιο. Ο Φούσκας γράφει γι’ αυτό ( σελ. 124): «Ο Καραμανλής ζήτησε ενημέρωση από τους Αρχηγούς των τριών όπλων και τον αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων , Γρηγόρη Μπονάνο, για πιθανή αποστολή στρατιωτικής βοήθειας στην Κύπρο.
Οι αρχηγοί ωστόσο, … με μπροστάρη τον Υπουργό Άμυνας , Ευάγγελο Αβέρωφ, αντιστάθηκαν σ ‘αυτή τη λογική με σαθρά επιχειρήματα τα οποία δεν έστεκαν ούτε πολιτικά ούτε επιχειρησιακά. Προείχε ωστόσο, ο μη πόλεμος μεταξύ δύο Νατοϊκών δυνάμεων και αυτό ήταν ακριβώς το «πνεύμα» των αρχηγών οι οποίοι πρόταξαν παιδικές δικαιολογίες προκειμένου ν’ αποφευχθεί κάθε ουσιαστική αποστολή βοήθειας στην Κύπρο και πιθανή στρατιωτική εμπλοκή της Ελλάδας».
Στη σελίδα 127 ο συγγραφέας μιλά για το Νατοϊκό δόγμα του «μη πολέμου ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία και στην επόμενη σελίδα τονίζει πως το «συμπέρασμα είναι ότι μια σταθερή στάση της Ελλάδας συνδράμοντας εμπράκτως στην άμυνα της Κύπρου βάσει των υπαρκτών σχεδίων θα απέτρεπε τον Αττίλα , κυρίως λόγω της ακαριαίας επέμβασης των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ……
Συνεπώς, ο φόβος των ΗΠΑ ότι αν η Ελλάδα έμπαινε σε πόλεμο με την Τουρκία θα έσπαγε όλη η αλυσίδα αμυντικής ασφάλειας της Μεσογείου, θα ανάγκαζε ακαριαία τόσο την Τουρκία όσο κα την Ελλάδα να σταματήσουν τις εχθροπραξίες για να βρεθεί μια ειρηνική λύση στην Κύπρο».
Στη σελίδα129-130 Ο Φούσκας αναφέρεται σε έγγραφο του Άρθουρ Χάρτμαν, βοηθού του Κίσινγκερ στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, στις 22 του Ιούλη του 1974 που μιλά για την ετοιμότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να σταματήσουν έναν πιθανό ελληνοτουρκικό πόλεμο. Ο Χάρτμαν γράφει πως «παύση ενός ελληνοτουρκικού πολέμου είναι ένας φυσιολογικός στόχος του ΝΑΤΟ» κι ο Φούσκας προσθέτει τα πιο κάτω: «Γίνεται εδώ ξεκάθαρο ότι οι ΗΠΑ όχι μόνο δεν επιθυμούσαν πόλεμο Ελλάδας- Τουρκίας αλλά και ότι ετοιμάζονταν γι’ αυτό το ενδεχόμενο και πως να τον σταματήσουν ακαριαία ακόμα και με αερομεταφορά μιας ολόκληρης μεραρχίας από το Fort Bragg της Καλιφόρνιας».
Στη σελίδα 140 ο Φούσκας μιλά για το διάγγελμα του Καραμανλή στις 15 του Αυγούστου του 1974 στο οποίο αποκαλύπτει δημόσια πως «η Ελλάδα δεν πρόκειται να εμπλακεί στρατιωτικά στην Κύπρο» «πριν καν ο εχθρός ανακοινώσει τη δική του πρόθεση για τερματισμό των εχθροπραξιών». Κι αυτό το θεωρεί λάθος. Πάντως, η ουσία είναι πως η μηδενική αντίδραση της Ελλάδας απέναντι στον Αττίλα είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη του 36,3% της Κύπρου από την Τουρκία.
Η περίοδος της εκεχειρίας και η πτώση της χούντας
Ο Καραμανλής ορκίστηκε πρωθυπουργός στις 24 του Ιούλη του 1974 και αφού προηγήθηκε η κατάρρευση της χούντας, η κατάληψη της Κερύνειας από τους Τούρκους και η συμφωνία για εκεχειρία.
Από τις 24 του Ιούλη μέχρι της 14 του Αυγούστου που άρχισε ο δεύτερος γύρος της εισβολής, όπως γράφει ο Ανδρέας Παπανδρέου σε επιστολή του στον Καραμανλή, στην οποία αναφέρεται ο Φούσκας (σελ. 33-34), οι Τούρκοι εισβολείς κατάφεραν να «(α) διπλασιάσουν την έκταση που κατείχαν (β) οκταπλασιάσουν τις δυνάμεις τους με συνεχιζόμενες και ανεμπόδιστες αποβάσεις βαρέων όπλων επίθεσης και όχι άμυνας (γ) εκδιώξουν απ’ την περιοχή που κατέλαβαν τις ειρηνευτικές δυνάμεις του Ο.Η.Ε.».
Για τη στάση της κυβέρνησης Καραμανλή με υπουργό Άμυνας τον Αβέρωφ ο Φούσκας γράφει (σελ. 109): « Γιατί η κυβέρνηση Καραμανλή – Αβέρωφ κράτησε τέτοια παθητική στάση κατά την εκεχειρία; Δεν υπήρχαν σχέδια αποτροπής της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο; Η απάντηση είναι ότι, ναι, υπήρχαν. Τότε γιατί δεν εφαρμόστηκαν; Κατανοούμε τη μη εφαρμογή τους από την παραπαίουσα χούντα του Ιωαννίδη, με την έννοια ότι υπήρξε ως ένα μεγάλο βαθμό θέμα προσυμφωνημένης προδοσίας και ως έναν άλλο βαθμό θέμα βλακείας, από τον σχεδιασμό και την ανατροπή του Μακαρίου μέχρι τις 22 Ιουλίου όπου θα μπορούσε να είχε εφαρμοστεί το λεγόμενο σχέδιο «Κ» για την άμυνα της Κύπρου. Αλλά από μια κυβέρνηση Καραμανλή – Αβέρωφ ως προς τι η αδράνεια;».
Συνεχίζοντας ο Φούσκας γράφει (σελ. 117): «Τι μαρτυρούν τα γεγονότα την περίοδο της ψευδοεκεχειρίας; Μαρτυρούν πλήρη σύμπνοια της χουντικής πολιτικής μ ‘αυτή των Καραμανλή – Αβέρωφ, δηλαδή της άρνησης ουσιαστικής ελληνικής στρατιωτικής βοήθειας στους Κύπριους εθνοφρουρούς και στην ΕΛΔΥΚ και μάλιστα από τη στιγμή που η Ελλάδα είχε τη δυνατότητα να το κάνει αυτό με μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας μέσω μιας προγραμματισμένης αποστολής των Φάντομ αλλά και των υποβρυχίων τα οποία ήταν έτοιμα για απόπλου στην περιοχή της Ρόδου (τα είχε στείλει και τα είχε σταματήσει η χούντα Ιωαννίδη – Αραπάκη δύο φορές). Επίσης, κατά την εκεχειρία ενισχύθηκαν τόσο πολύ οι τουρκικές δυνάμεις στην Κύπρο που κάθε περαιτέρω στρατιωτική επιχείρηση θα ήταν πια ένας περίπατος. Η εκεχειρία και η αδράνεια που επέδειξε το ελληνικό κράτος κατά τη διάρκειά της, έκριναν το αποτέλεσμα της μάχης της Κύπρου».
Για την ίδια περίοδο ο Φούσκας γράφει (σελ 120-121): « Οι διαταγές των Αθηνών προς το ΓΕΕΦ ήταν σεβασμός της εκεχειρίας και /ή αμαχητί παραχώρηση εδάφους ώστε να μην προκληθεί η Τουρκία και εγκαταλείψει τις διαπραγματεύσεις της Γενεύης». Στη συνέχεια αναφέρεται στη διαταγή του Αρχηγείου Ένοπλων Δυνάμεων στις 6 του Αυγούστου Φ212/121/06200-8-74 ΑΕΔ που ζητούσε διεισδύσεις καταδρομέων στις περιοχές Λαπήθου – Καραβά και ενίσχυση της Αμμοχώστου, αλλά αυτή η διαταγή ακυρώνεται την 062200-8-74 ύστερα από τηλεφωνική επαφή του Διοικητή των καταδρομών με το Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων. Τέλος, ο συγγραφέας μιλά για διαταγή (σελ. 121) του στρατιωτικού αρχηγείου ης Αθήνας δια «δέσμευση του πυροβολικού κατά την εκεχειρία” και τονίζει πως η «σταθερή γραμμή του Αβέρωφ προς το ΓΕΕΦ ήταν ο απόλυτος σεβασμός της εκεχειρίας ώστε να μην προκληθεί ο αντίπαλος».