Μια από τις πιο εμπρηστικές εβδομάδες στον σκιώδη πόλεμο δεκαετιών μεταξύ του Ιράν και του Ισραήλ έληξε προς ανακούφιση όλων την Παρασκευή, αφού η Τεχεράνη δήλωσε ότι είχε αντιμετωπίσει επιτυχώς μια μικρή επίθεση στο έδαφός της από ισραηλινά μη επανδρωμένα αεροσκάφη.
Αλλά ενώ το χτύπημα, το οποίο το Ισραήλ δεν διεκδίκησε επισήμως, απέφυγε προς το παρόν να προκαλέσει νέα κλιμάκωση, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι εγκαινίασε μια νέα εποχή όπου οι δύο αντίπαλοι φαίνονται πιο πρόθυμοι να πολεμήσουν ο ένας τον άλλον απευθείας και όχι μέσω αντιπροσώπων. Και αυτό, όπως φοβούνται κυβερνητικοί αξιωματούχοι και εμπειρογνώμονες, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανοιχτό πόλεμο.
«Η προηγούμενη εβδομάδα ήταν ένα παιχνίδι που άλλαξε τα δεδομένα, ένα “game changer”», δήλωσε η Σούζαν Μαλόνεϊ, πρώην αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ που τώρα είναι αντιπρόεδρος στο Ινστιτούτο Brookings. Η μαζική πυραυλική επίθεση του Ιράν στο Ισραήλ πριν από έξι ημέρες «άλλαξε τη φύση αυτής της σύγκρουσης και δεν βλέπω να αλλάζει ξανά, παρόλο που οι Ισραηλινοί ήταν πολύ, πολύ μετρημένοι στην απάντησή τους», είπε. «Η βασική γραμμή για κλιμάκωση είναι τώρα πολύ υψηλότερη».
Οι τιμές του πετρελαίου υποχώρησαν την Παρασκευή και οι αγορές εμφανίστηκαν σχετικά αμετάβλητες αφού κατέστη σαφές ότι το χτύπημα στο Ιράν ήταν πολύ πιο περιορισμένο από ό,τι αρχικά φοβόταν η παγκόσμια κοινότητα. Δημοσίως, οι σύμμαχοι του Ισραήλ εξέφρασαν την ικανοποιήση τους που τα πλήγματα της Παρασκευής ήταν τόσο μικρά, ακόμη και αν ο πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου είχε απορρίψει τις εκκλήσεις τους να μην προβεί καθόλου σε αντίποινα, αφού κατάφερε να εξουδετερώσει σχεδόν εξ ολοκλήρου τις πρωτοφανείς πυραυλικές επιθέσεις του Ιράν το περασμένο Σαββατοκύριακο.
Ωστόσο, αυτή η ηρεμία υποκρύπτει μια βαθύτερη ανησυχία μεταξύ Αμερικανών και ξένων αξιωματούχων. Ένας ανώτερος Ευρωπαίος αξιωματούχος προειδοποίησε ότι η κατάσταση παραμένει πολύ τεταμένη, χωρίς να υπάρχει καμία βεβαιότητα ότι μια νέα ανάφλεξη μπορεί να περιοριστεί εάν η σύγκρουση αναζωπυρωθεί και πάλι μεταξύ του Ιράν και του Ισραήλ τις επόμενες ημέρες.
Οι ανησυχίες των επιχειρήσεων για την κατάσταση αυξήθηκαν στα υψηλότερα επίπεδα αυτή την εβδομάδα από τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου, σύμφωνα με έρευνα της Oxford Economics.
«Εάν υπάρξει μια σοβαρή κλιμάκωση – που σημαίνει μια πολύ ευρύτερη περιφερειακή κλιμάκωση από αυτή που έχουμε δει μέχρι στιγμής – τότε ναι, θα μπορούσαμε να έχουμε ένα σοβαρό πετρελαϊκό σοκ», δήλωσε η Γκίτα Γκόπιναθ, πρώτη αναπληρώτρια διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, στην τηλεόραση του Bloomberg. «Αλλά δεν έχουμε φτάσει ακόμη εκεί».
Στις ετήσιες συνεδριάσεις του Ταμείου στην Ουάσινγκτον αυτή την εβδομάδα, ορισμένοι αξιωματούχοι ανησυχούσαν ότι οι συνάδελφοί τους αρνούνταν τους κινδύνους που θα μπορούσε η σύγκρουση να επεκταθεί ευρύτερα. Ωστόσο, δεν ήθελαν να κατονομαστούν αμφισβητώντας τη δημόσια γραμμή.
Ένα από τα μεγάλα ερωτήματα τώρα είναι αν η κυβέρνηση Νετανιάχου θα αισθανθεί υποχρεωμένη να συνεχίσει να πλήττει το Ιράν και ιρανικούς στόχους αλλού. Η τελευταία ανάφλεξη ακολούθησε μια πυραυλική επίθεση την 1η Απριλίου που σκότωσε Ιρανούς στρατιωτικούς διοικητές σε διπλωματικό συγκρότημα στη Δαμασκό. Η Τεχεράνη κατηγόρησε γι’ αυτό το γεγονός το Ισραήλ, το οποίο δεν έχει επιβεβαιώσει ότι ήταν υπεύθυνο.
Το Ιράν κατέστησε σαφές ότι ήταν έτοιμο να κάνει κάτι που δεν είχε τολμήσει ποτέ στο παρελθόν: να εκτοξεύσει εκατοντάδες πυραύλους και μη επανδρωμένα αεροσκάφη κατά του Ισραήλ από το έδαφός του. Αν και πολλά από τα πλήγματα απέτυχαν, χρειάστηκε ωστόσο η βοήθεια των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου για να εξουδετερώσει το Ισραήλ την επίθεση. Αυτό έστειλε το δυσοίωνο μήνυμα ότι το Ισραήλ δεν θα ήταν σε θέση να αποκρούσει μια εισβολή μόνο του.
Οι ΗΠΑ είχαν εργαστεί μανιωδώς για να πείσουν τον Νετανιάχου να «πάρει τη νίκη» και να αντισταθεί στην αντίδραση. Και δεδομένης της περιορισμένης φύσης της επίθεσης το βράδυ της Πέμπτης, μπορεί να τον άκουσε, τουλάχιστον προς το παρόν. Ωστόσο, ο Νετανιάχου έχει επίσης δείξει μια συνήθεια να αγνοεί τις ΗΠΑ στο παρελθόν.
Αυτό ήταν πιο ξεκάθαρο στον συνεχιζόμενο πόλεμο στη Λωρίδα της Γάζας, τον οποίο το Ισραήλ ξεκίνησε μετά την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου που στοίχισε τη ζωή σε περίπου 1.200 ανθρώπους. Τα αντίποινα των ισραηλινών δυνάμεων έχουν σκοτώσει περισσότερους από 30.000 ανθρώπους, σύμφωνα με τη Χαμάς, και υπέβαλαν το Ισραήλ σε έντονη κριτική από τον υπόλοιπο κόσμο.
Η πυραυλική επίθεση του Ιράν είχε εκτρέψει κάποιες από αυτές τις ανησυχίες, αλλά μια επικείμενη επίθεση στη Ράφα, την επόμενη πόλη της Γάζας στη λίστα στόχων του Ισραήλ, θα μπορούσε να τις αναζωπυρώσει. Οι συνομιλίες για κατάπαυση του πυρός, εν τω μεταξύ, έχουν κολλήσει. Ακόμα και ο μακροχρόνιος διαμεσολαβητής Κατάρ δήλωσε αυτή την εβδομάδα ότι επανεκτιμά το ρόλο του.
Οι εκκλήσεις για αυτοσυγκράτηση δεν περιορίστηκαν στους συμμάχους του Ισραήλ. Η Ρωσία χαιρέτισε την περιορισμένη αντιπαράθεση αυτής της εβδομάδας ως απόδειξη ότι καμία πλευρά δεν επιθυμεί κλιμάκωση. Αλλά ακόμη και αν οι επιθέσεις προκάλεσαν σχετικά μικρή ζημιά, έστειλαν δυσοίωνα μηνύματα.
«Είναι μια νέα Μέση Ανατολή, μια Μέση Ανατολή στην οποία το Ισραήλ πρέπει καθημερινά να αναρωτιέται αν κάποια ενέργεια μπορεί να προκαλέσει μια ιρανική πυραυλική επίθεση ή μια επίθεση με μη επανδρωμένο αεροσκάφος στο έδαφος του Ισραήλ άμεσα», δήλωσε ο Νόρμαν Ρουλ, πρώην ανώτερος αξιωματούχος των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, στην τηλεόραση του Bloomberg.
Μεταξύ των σημείων που έθεσαν οι διπλωμάτες στο Τελ Αβίβ για να αποκλιμακώσουν την αναμενόμενη αντίδραση του Ισραήλ στο χτύπημα του Ιράν την περασμένη εβδομάδα ήταν το ενδεχόμενο μιας πλήρους κλιμάκωσης των εχθροπραξιών στα σύνορα με τον Λίβανο, όπου δραστηριοποιείται η Χεζμπολάχ, βασικό σύμμαχο της Τεχεράνης, σύμφωνα με ανώτερο δυτικό αξιωματούχο.
Ο Αντόνιο Ταγιάνι, υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας, η οποία ασκεί φέτος την προεδρία της G-7, ανέφερε επίσης δημοσίως τον Λίβανο αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της συνόδου κορυφής των υπουργών Εξωτερικών στο Κάπρι ως σημείο-κλειδί για την εκτόνωση των ανταγωνισμών. «Το Ισραήλ θα πρέπει να αρχίσει να μας ακούει και να λάβει υπόψη του την έκκληση της G-7» δήλωσε αυτή την εβδομάδα.
«Με το Ιράν και το Ισραήλ να εμπλέκονται σε άμεσες αμοιβαίες επιθέσεις, ο κίνδυνος ενός ευρύτερου πολέμου έχει αυξηθεί», έγραψε στο μεταξύ σε σημείωμά του ο οικονομολόγος του Bloomberg Ζίαντ Νταούντ. «Αυτό θα μπορούσε να συμβεί εκ προμελέτης -μέσω μιας σταδιακής κλιμάκωσης του κύκλου της βίας- ή ως αποτέλεσμα λανθασμένων υπολογισμών. Όποια και αν είναι η αιτία, οι επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία θα είναι τεράστιες».