Σε επανασχεδιασμό της αμυντικής της στρατηγικής προχωρά η Αθήνα, προσαρμοζόμενη τόσο στις τεχνολογικές απαιτήσεις του σύγχρονου πολέμου όσο και στα «σφιχτά» οικονομικά δεδομένα, που δεν επιτρέπουν εκτροχιασμό από τη συνετή δημοσιονομική πολιτική.
Ως γνωστόν, μετά την κρίση του 2020 στο Αιγαίο, όταν Ελλάδα και Τουρκία έφτασαν στα πρόθυρα μιας πολεμικής σύρραξης, αναδείχθηκε περισσότερο από ποτέ η ανάγκη εκσυγχονισμού του -υπέργηρου, με πλοία άνω των 40 ετών- στόλου του Πολεμικού Ναυτικού. Σε αυτό το πλαίσιο, η χώρα μας προχώρησε στις συμφωνίες με τη Γαλλία για την αγορά 18+6 μαχητικών αεροσκαφών τύπου Rafale, αλλά και τριών+μίας φρεγατών Belh@rra. Παράλληλα, το Πολεμικό Ναυτικό εισηγήθηκε την προμήθεια τριών κορβετών.
Τα δεδομένα, ωστόσο, επί του στίβου μάχης, όπως αναδείχθηκαν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, έφεραν στο προσκήνιο ορισμένα πολύ πιο αποτελεσματικά, σύγχρονα και, κυρίως, φθηνότερα οπλικά συστήματα, από τα «παραδοσιακά». Ένα από αυτά, το σημαντικότερο ίσως, είναι τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drones), αλλά και τα συστήματα αντι-drones, στην προμήθεια των οποίων πρόκειται να δώσει προτεραιότητα, το αμέσως επόμενο διάστημα, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Στο πλαίσιο ενός ενιαίου αμυντικού δόγματος, δε, ο κ. Δένδιας ανέδειξε χθες στη Βουλή ότι η χώρα μας διαθέτει 35 διαφορετικού τύπου drones -κάτι που θα πρέπει ν’ αλλάξει και τα τρία Σώματα των Ενόπλων Δυνάμεων να προχωρήσουν στη χρήση ενός συγκεκριμένου τύπου, «ψαλιδίζοντας» κατά πολύ το σχετικό κόστος.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, υπό το ίδιο πρίσμα, ότι ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, Νίκος Δένδιας, βρέθηκε το προηγούμενο διάστημα στο Λονδίνο, όπου συναντήθηκε τόσο με τον Βρετανό ομόλογό του όσο και με τον προκάτοχό του. Εκεί, σε εμπιστευτικές ενημερώσεις στη βρετανική πρωτεύουσα, ο κ. Δένδιας ενημερώθηκε από «πρώτο χέρι» για τα νέα δεδομένα στο πεδίο του σύγχρονου πολέμου.
Κατά τη χθεσινή του ομιλία στη Βουλή, στο πλαίσιο της συζήτησης για τον προϋπολογισμό, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας περιέγραψε τις σχεδιαζόμενες αλλαγές στην Πολιτική Εθνικής Ασφάλειας. «Η κυβέρνηση Μητσοτάκη» είπε, «αντιλαμβάνεται την Άμυνα ως συνθήκη εθνικής επιβίωσης. Περιλαμβάνει σύστημα μάχης, αλλά περιλαμβάνει και σύστημα υποστήριξης, το οποίο να μπορεί να υπερασπίσει την εδαφική μας ακεραιότητα. Να υπερασπίσει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Επίσης, όμως, να επιτελέσει κοινωνικό έργο και πέραν αυτού, να λειτουργήσει επιτέλους ως μοχλός καινοτομίας και οικονομικής ανάπτυξης».
Και συνέχισε: «Η διαφαινόμενη κατανόηση με την Ευρωπαϊκή Ένωση για το θέμα των αμυντικών δαπανών είναι εν μέρει μια θετική εξέλιξη, αλλά, ξαναλέω, πρέπει να επαναξιολογήσουμε και να προτεραιοποιήσουμε απολύτως τα εξοπλιστικά μας προγράμματα. Γιατί όλοι ξέρουμε ότι η θωράκιση με σύγχρονα μέσα κοστίζει και αυτό το κόστος καταβάλλεται από το υστέρημα των συμπολιτών μας. Και είναι καθήκον μου να διασφαλίσω ότι κάθε ευρώ του Έλληνα φορολογούμενου θα δαπανάται μόνον εφόσον είναι αναγκαίο και μόνον εφόσον εντάσσεται σε μια εθνική στρατηγική. Και αυτή η εθνική στρατηγική πρέπει να είναι προϊόν εθνικής συναίνεσης».
«Κατά την άποψή μου» είπε, «η πολιτική αυτή διαμορφώνεται σε τέσσερις άξονες. Ο πρώτος άξονας είναι η επικαιροποίηση και η διεύρυνση της πολιτικής εθνικής ασφάλειας. Έχουμε και πρέπει να έχουμε ανοιχτούς ορίζοντες. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έφερε μπροστά μας νέες προκλήσεις. Πολλά από τα μέσα, από τις μεθόδους που ακολουθούνται, εμφανίζονται και χρησιμοποιούνται για πρώτη φορά. Παρατηρείται ευρεία χρήση νέων συστημάτων διοίκησης, ελέγχου, νέων οπλικών συστημάτων μικρού κόστους μέγιστου αποτελέσματος. Αυτά πρέπει να τα μελετήσουμε, να αντλήσουμε διδάγματα, να τα προσαρμόσουμε στα δικά μας δεδομένα. Κι έχουμε ήδη εκκινήσει διαδικασίες για την κατάρτιση 12ετούς, μακροπρόθεσμου δηλαδή, προγράμματος. Και η ολοκλήρωση της κατάρτισης αυτού του προγράμματος δεν αποτελεί απλώς διευθέτηση εκκρεμότητας από το 2010 που μπήκαμε στην κρίση. Είναι ουσιαστική ενέργεια στρατηγικής προτεραιοποίησης».
Το ζήτημα του επανασχεδιασμού των εξοπλιστικών προτεραιοτήτων της χώρας ανέδειξαν με πρωτοσέλιδο δημοσίευμά τους «Τα Νέα Σαββατοκύριακο», επισημαίνοντας ότι επαξιολογείται η αγορά των κορβετών και δεν προχωρά ούτε η προμήθεια της τέταρτης γαλλικής φρεγάτας FDi Belh@rra.