Τους λόγους που, τις τελευταίες μέρες, έχει «ανοίξει» η συζήτηση μεταξύ Ελλάδας και Βρετανίας για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα που εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο στην χώρα μας παρουσιάζει σήμερα σε εκτενές άρθρο της η βρετανική εφημερίδα Guardian.
«Οι ισχυρισμοί του λόρδου Έλγιν ότι τα γλυπτά αποκτήθηκαν νόμιμα παραμένουν έντονα αμφισβητούμενοι πολύ μετά τον θάνατό του και, ακόμη και το 1816, αντιμετωπίστηκε τόσο με υποστήριξη όσο και με κριτική. Αργότερα πούλησε τα γλυπτά στο Βρετανικό μουσείο, όπου παραμένουν και σήμερα παρά την αυξανόμενη διαφωνία, μεταξύ άλλων και από την Ελλάδα», ξεκινά το άρθρο της δημοσιογράφου Νίμο Όμερ.
Στη συνέχεια γίνεται αναφορά σε δηλώσεις που έκανε ο Βρετανός ηθοποιός και συγγραφέας, ο Στίβεν Φράι αυτή την εβδομάδα, καθώς φαίνεται πως η συζήτηση έχει αρχίσει να γίνεται πιο εποικοδομητική μεταξύ των δύο χωρών, ο οποίος είπε ότι η πράξη του Έλγιν είναι σαν «αφαίρεση του Πύργου του Άιφελ από το Παρίσι ή του Στόουνχεντζ από το Σάλσμπερι».
Αν και τα μάρμαρα του Παρθενώνα δεν είναι όπως τα χάλκινα του Μπενίν – τεχνουργήματα που λεηλατήθηκαν αναμφισβήτητα σε μια βίαιη επίθεση εναντίον μιας χώρας – η συζήτηση γύρω από τα γλυπτά, που κρατά εδώ και…δύο αιώνες, φέρνει στο προσκήνιο ζητήματα ιδιοκτησίας, νομιμότητας και διατήρησης, αναφέρει το άρθρο.
«Για πολλά χρόνια η συζήτηση αυτή βρισκόταν σε αδιέξοδο – η Ελλάδα αρνούνταν να αναγνωρίσει την κυριότητα της Βρετανίας, ενώ η Βρετανία δεν φαινόταν να ενδιαφέρεται για το ζήτημα και κρατούσε σταθερή θέση. Όμως ένας αναπάντεχος πρωταγωνιστής αναζωπύρωσε τη συζήτηση: ο Τζορτζ Όσμπορν.
Ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας, ο οποίος από το 2021 έχει ρόλο ως πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου, άρχισε συνομιλίες με τον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη για την πιθανή επιστροφή των γλυπτών. Ωστόσο, η υπουργός Πολιτισμού Μισέλ Ντόνελαν δεν συμφωνεί, ωστόσο, λέγοντας ότι η επιστροφή των μαρμάρων θα ήταν ένας «επικίνδυνος» και «ολισθηρός» δρόμος – επειδή άλλοι μπορεί να αποφασίσουν ότι θέλουν κι αυτοί τα πράγματά τους πίσω.
Σύμφωνα με τη υπεύθυνη του πολιτιστικού ρεπορτάζ της εφημερίδας, Σαρλότ Χίγκινς, υπάρχουν τρεις βασικοί λόγοι για τους οποίους τα πράγματα αλλάζουν: η διάθεση του κοινού, η στάση του Βρετανικού Μουσείου και ο ρόλος των μουσείων στην κοινωνία.
«Η όλη συζήτηση σχετικά με την πολιτιστική αποκατάσταση έχει γίνει γενικότερα πιο καυτή και νομίζω ότι το ευρύτερο κοινό, εκτός των πυλών του μουσείου, έχει αρχίσει να σκέφτεται αρκετά διαφορετικά γι’ αυτό», αναφέρει η Χίγκινς.
Σε δημοσκόπηση της YouGov που ανατέθηκε από το Parthenon Project, μια ομάδα που κάνει εκστρατεία για την επιστροφή τους, το 53% υποστηρίζει την επιστροφή και το 21% ήταν αντίθετο.
Πλέον, τίθεται και το ερώτημα: τι είναι ένα μουσείο στο σύγχρονο κόσμο; Δεν αποτελούν πλέον ιδιαίτερους χώρους αλλά θεσμούς με ρίζες στο ιμπεριαλισμό και φέρουν ευθύνη να γίνουν τόποι «συμφιλίωσης και εξιλέωσης», λέει η Χίγκινες.
Για πολλά χρόνια, η Βρετανία έβαζε μπροστά την νομοθεσία που δεν της επέτρεπε να κάνει καμία κίνηση για την επιστροφή των Γλυπτών. Η βρετανική κυβέρνηση έριχνε το βάρος στο διοικητικό συμβούλιο του μουσείου ως νόμιμους ιδιοκτήτες των μαρμάρων! Αυτό το αδιέξοδο λειτούργησε βολικά για χρόνια. Ωστόσο, διαπιστώθηκε ότι αυτός ο τρόπος κατανόησης της ιδιοκτησίας είναι εξαιρετικά περιοριστικός.
Ωστόσο, σύμφωνα με την εφημερίδα, το σίριαλ με την επιστροφή των Γλυπτών δεν πρόκειται να τελειώσει σύντομα.
Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η Βρετανία σχεδιάζει –ή ακόμη και μπορεί– να εκχωρήσει οριστικά την ιδιοκτησία των μαρμάρων του Παρθενώνα. Ωστόσο, ο Όζμπορν φέρεται να έχει συντάξει μια συμφωνία που διευκολύνει κάποιου είδους μακροπρόθεσμη «πολιτιστική ανταλλαγή». Δεν θα είναι δάνειο γιατί αυτό θα απαιτούσε από την Ελλάδα να αναγνωρίσει ότι η Βρετανία είναι η ιδιοκτήτρια των τεχνουργημάτων 2.500 ετών.
«Στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, ο άδειος χώρος στο μουσείο της Ακρόπολης για τα υπόλοιπα τμήματα των γλυπτών μπορεί τελικά να γεμίσει» καταλήγει η αρθρογράφος. Όπως θα γεμίσει και ο άδειος – από τα Γλυπτά- χώρος του Βρετανικού Μουσείου με άλλα αξιοθέατα…
Καλύτερα στην Βρετανία τα Γλυπτά!
Την στιγμή που το ζήτημα της δίκαιης επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην πατρίδα τους απασχολεί την Ελλάδα εδώ και δύο αιώνες, «λάδι» στη φωτιά βάζει το σημερινό δημοσίευμα του βρετανικού περιοδικού «The Spectator» το οποίο έχει τίτλο «The Elgin marbles and the rot of ‘decolonisation’» (Τα Ελγίνεια Μάρμαρα και η σαπίλα της αποαποικιοποίησης).
Σε αυτό ο ιστορικός Ζαρίρ Μασάνι αναφέρει πως την εποχή που ο λόρδος Έλγιν πήρε τα Γλυπτά, το 1802, ο Παρθενώνας ήταν ένα ξεχασμένο ερείπιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας!
Ο Έλγιν πήρε επίσημη άδεια από την τότε οθωμανική κυβέρνηση για να πάρει τα μάρμαρα, τα μετέφερε με μεγάλο προσωπικό κόστος στην Βρετανία όπου τα πούλησε στην βρετανική κυβέρνηση.
«Το νέο ελληνικό κράτος, το οποίο δημιουργήθηκε με βρετανική βοήθεια, είχε απαίτηση για τα μάρμαρα μισό αιώνα μετά!», αναφέρει το δημοσίευμα.
Στη συνέχεια, ο Μασανί σημειώνει πως δεν υπάρχει απόδειξη ότι οι σύγχρονοι Έλληνες κατάγονται από τους Αθηναίους που ζήτησαν να κατασκευαστεί ο Παρθενώνας, ούτε από τους σκλάβους που τον έφτιαξαν καθώς υπήρξε μεγάλη μετακίνηση και μίξη πληθυσμών στο διάβα του χρόνου!
«Οι άνθρωποι σαν το Λόρδο Έλγιν ανακάλυψαν ξανά και διέσωσαν τα κλασικά ερείπια από την καταστροφή», σύμφωνα με τον Μασανί.
Το «εμπρηστικό» άρθρο καταλήγει τονίζοντας πως η θέση των Γλυπτών είναι στο Βρετανικό Μουσείο όπου θα τα θαυμάζουν περισσότεροι από 6 εκατομμύρια επισκέπτες το χρόνο και όχι στο Μουσείο της Ακρόπολης όπου έρχονται κάθε χρόνο λιγότερο από το ένα τρίτο των παραπάνω επισκεπτών.