Σαν σήμερα στις 19/5/1919, ο Μουσταφά Κεμάλ -μετέπειτα Ατατούρκ- επιβιβαζόταν στην Κερασούντα, θέτοντας σ’ εφαρμογή τη δεύτερη και σκληρότερη φάση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, που είχαν ξεκινήσει μετά το 1914 οι Νεότουρκοι, ακολουθώντας το ίδιο σχέδιο εξόντωσης που είχαν ήδη υλοποιήσει με επιτυχία κατά των Αρμενίων.
Σήμερα ο απανταχού Ελληνισμός, τιμάει τη μνήμη των 353.000 θυμάτων της Γενοκτονίας των Ελλήνων του μικρασιατικού Πόντου, διεκδικώντας την καθολική αναγνώρισης του εγκλήματος.
Ας πράξουμε ότι οι Αρμένιοι…
Η πρόσφατη ιστορική αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αναπτέρωσε τις ελπίδες φορέων του Ποντιακού Ελληνισμού για διεθνοποίηση των τουρκικών εγκλημάτων στον μικρασιατικό Πόντο, στις αρχές του 20ου αιώνα, που οδήγησε 353.000 Έλληνες Πόντιους στον αφανισμό.
Το 2019 τόσο η Βουλή των Αντιπροσώπων όσο και η Γερουσία στις ΗΠΑ, είχαν αναγνωρίσει επίσημα τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, που ο τότε πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δεν έλαβε υπόψη. Ωστόσο πρόσφατα ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, επικύρωσε τις αντίστοιχες αποφάσεις που αφορούσαν την αναγνώριση της αρμενικής Γενοκτονίας.
Η απόφαση Μπάιντεν, αποτελεί την καλύτερη απόδειξη πως όταν σ’ έναν λαό υπάρχει πάθος, πίστη, πατριωτισμός και πείσμα, τότε είναι δυνατή η δικαίωση -έστω και με συμβολικές κινήσεις- άσχετα εάν πέρασαν 106 χρόνια από το μεγάλο εκείνο έγκλημα της Γενοκτονίας των Αρμενίων.
Θα πρέπει να σημειωθεί πως οι διαφορές ανάμεσα στην Αρμενία και στην Ελλάδα, στο θέμα της διεθνοποίησης των τουρκικών εγκλημάτων στην πρώην Οθωμανική Αυτοκρατορία, διαφέρουν ουσιαστικά και σε κεντρικό κρατικό επίπεδο, αλλά και ανάμεσα στους συλλογικούς φορείς εντός και εκτός συνόρων.
Το θέμα αναγνώρισης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου π.χ., ουδέποτε τέθηκε επισήμως από την ελληνική πλευρά προς την Άγκυρα, την ώρα που Άγκυρα θέτει συνεχώς προκλητικά και αβάσιμα ζητήματα, για να στριμώξει τη χώρα μας.
Όμως και στον ίδιο τον ποντιακό χώρο, τα προβλήματα είναι πολλά και σίγουρα δεν επικρατεί πνεύμα ομόνοιας και σύμπνοιας προς επίτευξη του κοινού στόχου. Οι ξεχωριστές επετειακές εκδηλώσεις είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, που μαρτυρά το λόγο που το θέμα της αναγνώρισης της Ποντιακής Γενοκτονίας στο εξωτερικό, έχει βαλτώσει.
Θύματα της τουρκικής θηριωδίας τόσο οι Μικρασιάτες όσο και οι Θρακιώτες, που με εκδηλώσεις οι απόγονοί τους τιμούν τους νεκρούς τους. Ωστόσο, ίσως ήρθε η ώρα, Πόντιοι, Μικρασιάτες και Θρακιώτες να ενώσουν δυνάμεις και να διεκδικήσουν εντός και εκτός συνόρων την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που ξεπερνούν το 1 εκ. συνολικά. Όσο οι απόγονοι των «γενοκτονημένων» είναι μοιρασμένοι, διχασμένοι και -ενίοτε- και τσακωμένοι, τότε η διεθνής αναγνώριση του εγκλήματος είναι ακόμη μακριά.
Το έγκλημα…
Η Γενοκτονία χωρίζεται σε δύο φάσεις. Ξεκίνησε ουσιαστικά μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912 – 1913 από τους Νεότουρκους, εντάθηκε κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και κορυφώθηκε -πολύ πιο άγρια και απάνθρωπα- την περίοδο 1919 – 1923 υπό την καθοδήγηση του Μούσταφα Κεμάλ όταν τον Μάιο του 1919 αποβιβαζόταν στην Κερασούντα.
Ένα μήνα αργότερα σε σύσκεψη στην Αμάσεια του Πόντου, ο Κεμάλ Μουσταφά και οι συνεργάτες του έθεσαν ως στόχο την οργάνωση ενός κινήματος με σκοπό όχι τη διατήρηση της πολυεθνικής Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που αποτελούσε πια παρελθόν. Ο ίδιος ο Μουσταφά Κεμάλ όρισε αντιπρόσωπό του στην περιοχή του Πόντου, τον αιμοσταγή Τοπάλ Οσμάν, ο οποίος είχε απεριόριστο δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στον ελληνικό πληθυσμό. Ο Τοπάλ Οσμάν, θεωρείται ο μεγαλύτερος δήμιος των Ελλήνων του Πόντου με φρικτά εγκλήματα στο ενεργητικό του. Ο ίδιος φέρεται να είχε δηλώσει στον Μουσταφα Κεμάλ: «Mην ανησυχείτε καθόλου στρατηγέ μου. Όλους αυτούς τους Πόντιους Ρωμιούς θα τους περιποιηθώ έτσι, που θα πνιγούν όλοι τους μέσα στις σπηλιές, σαν τις γαϊδουρινές μέλισσες».
Με αναφορά του(28/11/1921) προς τον πρωθυπουργό της Γαλλίας Αριστίντ Μπριάν, ο Γάλλος Ύπατος Αρμοστής στην Κωνσταντινούπολη Πελλέ, αναφέρεται και στα εγκλήματα του Τοπάλ Οσμάν και των ανδρών του. «Οι Τούρκοι άρχισαν να καταπιέζουν τους χριστιανούς της Σαμψούντας και ιδίως τα ελληνικά χωριά της περιφέρειας. Οι αντάρτες και οι Τούρκοι χωρικοί, όλοι εξοπλισμένοι μέχρι τα δόντια, όργανα της κυβέρνησης από πολύ καιρό, άρχισαν αν λεηλατούν και να καταπιέζουν τους χριστιανούς της Σαμψούντας και ιδίως αυτούς των χωριών. Οι πιο πολλοί από τους χωρικούς σφάχτηκαν άγρια. Η κατάσταση γινόταν όλο και πιο σκοτεινή. Οι ένοπλοι αντάρτες του Τοπάλ Οσμάν, διέπρατταν μέρα με τη μέρα δολοφονίες δυστυχισμένων χωρικών, όχι για τίποτε άλλο πάρα μόνο για να ικανοποιήσουν τα ζωώδη ένστικτά τους (…) Ωθούμενοι από τα άγρια ένστικτά τους οδηγούσαν τις Ελληνίδες γυναίκες και δεσποινίδες και τις βίαζαν».
Το κλίμα τρομοκρατίας, τα εργατικά τάγματα, οι εξορίες, οι πυρπολήσεις χωριών, οι δολοφονίες, οι βιασμοί κατά του ελληνικού στοιχείου του Πόντου, οδήγησαν γρήγορα στα περιβόητα «έκτακτα δικαστήρια ανεξαρτησίας» που αφάνισαν στις κρεμάλες της Αμάσειας, όλη την ηγεσία του ποντιακού ελληνισμού, σημάνοντας την αρχή του τέλους και την εκρίζωση χιλιάδων γηγενών Ελλήνων από τις πατρογονικές τους εστίες.
Οι διωγμοί και τα εγκλήματα των Τούρκων οδήγησαν τους Έλληνες του Πόντου να πάρουν τα βουνά, οργανώνοντας ένοπλα αντάρτικα σώματα κατά του οργανωμένου εχθρού. Σήμερα θεωρείται βέβαιο, πως εάν δεν υπήρχε η ένοπλη αντίσταση -κυρίως στον Δυτικό Πόντο- ο αριθμός των θυμάτων θα ήταν ακόμη μεγαλύτερος.
Τις παραμονές του Α΄ Π.Π. οι Έλληνες στον Πόντο ανέρχονταν σε 700.000 άτομα. Έως το 1923, και την ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, υπολογίζονται σε 353.000 τα θύματα εκείνου του εγκλήματος που θεωρείται η δεύτερη μεγάλη γενοκτονία του 20ου αιώνα, μετά από αυτή των Αρμενίων, την περίοδο του Α’ Π.Π, πάλι από στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με 1.5 εκ. νεκρούς.
Το 1923, στο πλαίσιο της Συνθήκης της Λωζάνης, πραγματοποιήθηκε ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, στην οποία περιλαμβάνονταν και οι χριστιανοί (ελληνόφωνοι ή μη) κάτοικοι του Πόντου, όπως και αυτοί της υπόλοιπης Μικράς Ασίας.
Η πλειονότητα των Ποντίων προσφύγων που ήρθαν τότε στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης, ενώ πολλοί κατέφυγαν στην πρώην Σοβιετική Ένωση. Ωστόσο μερίδα του ποντιακού πληθυσμού, που προηγουμένως είχε αλλαξοπιστήσει και προσχωρήσει στο Ισλάμ -αναμεσά τους και οι λεγόμενοι «Κρυπτοχριστιανοί», εξαιρέθηκαν της ανταλλαγής και παρέμειναν στους τόπους τους ως Τούρκοι.
Αγώνας για δικαίωση
Με αρκετή, ομολογουμένως, καθυστέρηση, η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα στις 24 Φεβρουαρίου 1994 την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.
Από τότε ξεκίνησε και η παγκόσμια εκστρατεία ποντιακών φορέων για τη διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Σήμερα το έγκλημα της περιόδου 1914 – 1921, αναγνωρίζεται ως Γενοκτονία από την Κύπρο (1994), την Σουηδία (2010), την Αρμενία (2015), την Ολλανδία (2015). Τις πολιτείες των ΗΠΑ : Νέα Υόρκη, Νιου Τζέρσεϊ, Κολούμπια (2002), Νότια Καρολίνα, Τζόρτζια, Πενσιλβάνια (2003) Φλόριντα, Κλίβελαντ (2005), Ρόουντ Άιλαντ (2008), Ιντιάνα (2014), Νότια Ντακότα (2015), Δυτική Βιρτζίνια (2016). Τις πολιτείες της Νότιας Αυστραλίας (2009) και της Νέας Νότιας Ουαλίας στην Αυστραλία. Επίσης το Τορόντο, μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη του Καναδά και πρωτεύουσα της επαρχίας του Οντάριο (2015) καθώς και άλλες πόλεις της χώρας,
Ψηφίσματα της Γερουσίας των ΗΠΑ κάνουν αναφορά γενικά για γενοκτονία κατά Ελλήνων (2015, 2019). Επίσης, η Διεθνής Ένωση Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών (IAGS, International Association of Genocide Scholars) με βαρυσήμαντο ψήφισμά της το 2007 αναγνώρισε τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, όπως και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2006.
Η Τουρκία αρνείται πεισματικά ν’ αποδεχτεί την ιστορική πραγματικότητα και τα εγκλήματα που έλαβαν μέρος την περίοδο 1914-1923 στο έδαφός της. Απορρίπτει -όπως και στην περίπτωση των Αρμενίων- πως υπήρξε Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, αποδίδοντας τους χιλιάδες θανάτους σε απώλειες πολέμου που προκάλεσε η Ελλάδα, εισβάλλοντας στην Ανατολία, σε λοιμό και σε ασθένειες και χαρακτηρίζει. Παράλληλα, κατηγορεί την Ελλάδα και τους Ποντιακούς Φορείς για διαστρέβλωση των γεγονότων για πολιτικά κίνητρα και εσωτερική κατανάλωση.