Ο εφιάλτης του φετινού καλοκαιριού φαίνεται ότι έχει τη μορφή της μοβ μέδουσας, του πιο επικίνδυνου για τον άνθρωπο είδους τσούχτρας απ’ όσα απαντώνται στη Μεσόγειο. Ο ίδιος εφιάλτης γίνεται ακόμη πιο τρομακτικός, καθώς η παρουσία του αποτυπώνεται γεωγραφικώς σχεδόν παντού στη λεκάνη της Μεσογείου, από το απώτερο νοτιοανατολικό άκρο της έως την ακτογραμμή της Πορτογαλίας.
Και στην Ελλάδα, από τα νησιά του Ιονίου, το Αιγαίο έως τον Σαρωνικό και μερικές από τις πολυσύχναστες παραλίες της πρωτεύουσας (Βουλιαγμένη, Καβούρι, Λαγονήσι, Νέα Μάκρη, Πόρτο Ράφτη κ.α.) Στον χάρτη της βάσης δεδομένων και της αντίστοιχης εφαρμογής iNaturalist, η Ελλάδα είναι κατακόκκινη, εφόσον με ένα κόκκινο στίγμα σημειώνεται κάθε εμφάνιση μοβ μεδουσών. Ταυτόχρονα, οι ειδικοί επιστήμονες εκφράζουν εξαιρετικά δυσοίωνες προγνώσεις. Κάνουν λόγο για μια πολιορκία από τις μοβ μέδουσες η οποία δεν πρόκειται να λυθεί προτού παρέλθουν τουλάχιστον 2-3 χρόνια.
Οι κινδυνοι
Ωστόσο, είναι άραγε στ’ αλήθεια τόσο απελπιστική η κατάσταση με τις μοβ τσούχτρες στην Ελλάδα φέτος; Η απάντηση είναι ότι όχι, τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα. Διότι, όπως επισημαίνει η κυρία Γιολάντα Κουλούρη, θαλάσσιος βιολόγος, κύρια ερευνήτρια του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Βιολογίας, Βιοτεχνολογίας και Υδατοκαλλιεργειών στις Γούρνες του Ηρακλείου Κρήτης, «από τη μία πλευρά, δεν πρέπει να περιμένουμε ότι οι μοβ μέδουσες θα εξαφανιστούν από τις θάλασσες της Ελλάδας μέσα σε μερικούς μήνες. Για κάποιο χρονικό διάστημα, έως ότου ολοκληρωθεί ο κύκλος της ζωής τους στη χώρα μας, θα πρέπει κατά κάποιον τρόπο να συνυπάρξουμε με τις μέδουσες. Και αυτό μπορεί να γίνει όταν παρακολουθούμε τακτικά τις μετακινήσεις τους, περίπου όπως συμβουλευόμαστε το δελτίο καιρού.
Επίσης, θα πρέπει να αξιολογούμε σωστά και κριτικά τη σχετική πληροφόρηση». Η κυρία Κουλούρη εξηγεί περαιτέρω ότι «η εφαρμογή iNaturalist είναι οπωσδήποτε αξιόπιστη και χρήσιμη, όμως αν κάποιος δεν κοιτάξει προσεκτικά καθεμία από τις αναφορές για τις μοβ τσούχτρες, μπορεί να καταλήξει σε λάθος συμπέρασμα και να αποφύγει να κολυμπήσει σε κάποια παραλία από φόβο, ο οποίος ενδέχεται να είναι υπερβολικός και επί της ουσίας αβάσιμος. Το πρόβλημα είναι όταν συγκεντρώνεται μεγάλος αριθμός μεδουσών στην ίδια θαλάσσια περιοχή, κάτι που συνήθως γίνεται εύκολα αντιληπτό, δεν χρειάζεται να κολυμπήσει κάποιος για να καταλάβει ότι υπάρχει αυξημένη συγκέντρωση. Για εμάς, τους επιστήμονες και ερευνητές του θαλάσσιου περιβάλλοντος, η εμφάνιση 100-1.000 μεδουσών, π.χ., σε έναν κόλπο, λογίζεται ως μέτρια συγκέντρωση.
Επιπλέον, θα πρέπει πάντα ο λουόμενος να ελέγχει πότε ακριβώς έγινε η καταγραφή στις εκάστοτε online βάσεις δεδομένων. Σε πολλές περιπτώσεις είναι εύκολο να παρασυρθεί κάποιος από τα κόκκινα στίγματα που βλέπει στον χάρτη, αν, π.χ., διαφύγει την προσοχή του ότι οι σχετικές φωτογραφίες δεν έχουν ληφθεί μερικές ημέρες πριν, αλλά ενδεχομένως την προηγούμενη χρονιά ή και ακόμη παλαιότερα. Εξάλλου, οι μοβ μέδουσες δεν εμφανίστηκαν για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 2022!». Συνεπώς, δεν αρκεί ένας μικρός αριθμός από τσούχτρες για να καταστεί η εκάστοτε παραλία επικίνδυνη. Επικίνδυνες για τους λουόμενους είναι οι παραθαλάσσιες ζώνες όπου η συγκέντρωση μεδουσών είναι πραγματικά αυξημένη και, ως εκ τούτου, ορατή διά γυμνού οφθαλμού από τη στεριά.
Ενδημεί στη Μεσόγειο
Με τη βοήθεια του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Βιολογίας, Βιοτεχνολογίας και Υδατοκαλλιεργειών, η μοβ μέδουσα ως θαλάσσιος οργανισμός μόνο παρείσακτη και ξένη δεν είναι στη Μεσόγειο. Αντιθέτως, αποτελεί μέρος του θαλάσσιου οικοσυστήματος της περιοχής. Είναι δε θεμελιώδες το να γνωρίζει κάποιος τις στοιχειώδεις ιδιότητες αυτού του παράξενου, κάπως μυστηριώδους είδους θαλάσσιας ζωής, ώστε να αντιμετωπίζει λελογισμένα και στις πραγματικές διαστάσεις την όποια επικινδυνότητά του. Καταρχάς, η μοβ μέδουσα (ή Pelagia Noctiluca, όπως είναι η επιστημονική ονομασία του είδους) είναι οργανισμός στο δεύτερο στάδιο εξέλιξής του. Αρχικά δημιουργείται ως πολύποδας, ο οποίος προσκολλάται σε στερεά στοιχεία του βυθού και αναλόγως των συνθηκών εξελίσσεται σε μέδουσα.
Πρόκειται για ένα παθητικό ον, δηλαδή δεν κινείται αυτοβούλως αναζητώντας, π.χ., πεδία όπου η τροφή του θα μπορούσε να είναι διαθέσιμη σε μεγαλύτερη ποσότητα, πιο εύκολα προσβάσιμη κ.ο.κ. Οι μέδουσες άγονται και φέρονται από τα θαλάσσια ρεύματα, άρα δεν τίθεται ζήτημα μόνιμης εγκατάστασής τους στον ελλαδικό χώρο. Συναφές προς αυτό το χαρακτηριστικό τους είναι ότι τείνουν να συγκεντρώνονται σε μεγαλύτερα θαλάσσια βάθη, γι’ αυτό όταν το ρεύμα του ανέμου και ο κυματισμός έχει αντίθετη διεύθυνση προς την ξηρά οι μοβ μέδουσες απομακρύνονται από τις παραλίες.
Τυπικά, οι μοβ μέδουσες θεωρούνται πελαγικό είδος, απαντώνται περισσότερο σε τροπικά νερά και σε βάθη από μερικά εκατοστά έως και 1.600 μέτρα. Είναι ημιδιαφανείς, σε μοβ απόχρωση και το σχήμα τους αναλύεται στο κεφάλι, ήτοι το άνω τμήμα που θυμίζει κάπως καμπάνα με μέγιστη διάμετρο περίπου τα 12 εκ., από το οποίο εκφύεται ένας αριθμός πλοκαμιών. Τα 4 εξ αυτών χρησιμεύουν για τη συλλογή της τροφής, ενώ υπάρχουν άλλα 8 περιμετρικά της καμπάνας. Αυτά είναι πάρα πολύ λεπτά και σχεδόν αόρατα, εξ ου και ονομάζονται νηματοκύστες, με μήκος που κατά κανόνα δεν υπερβαίνει τα 2 μ., μολονότι έχουν καταγραφεί μοβ μέδουσες με πλοκάμια μήκους έως και 10 μ.
Οι νηματοκύστες και τα κνιδοκύτταρα από τα οποία συντίθενται περιέχουν νευροτοξικές ουσίες, αυτές ακριβώς που μπορούν να προκαλέσουν βλάβη στον ανθρώπινο οργανισμό στην περίπτωση επαφής με την επιδερμίδα. Τα συμπτώματα που μπορεί να εκδηλωθούν μετά το τσίμπημα της μοβ μέδουσας ποικίλλουν, από το κοκκίνισμα του δέρματος, τον κνησμό έως και την αίσθηση του εγκαύματος. Σπανιότερα παρατηρούνται έντονο άλγος τοπικά, πτώση της αρτηριακής πίεσης και ταχυκαρδία, ναυτία, πονοκέφαλος, τάση προς έμετο και διάρροια, δύσπνοια ή ακόμη και βρογχικός σπασμός.
Παρότι τα βαριά περιστατικά εξαιτίας των παρενεργειών του τσιμπήματος από μοβ μέδουσα είναι απειροελάχιστα, οι γιατροί προειδοποιούν ότι αν παρατηρηθούν υπόταση, βραχνάδα στη φωνή, συριγμός κατά την εισπνοή, γενικευμένο αγγειοοίδημα, εκτεταμένο κνιδωτικό εξάνθημα, διαταραχές επιπέδου επικοινωνίας/συνείδησης, επιβάλλεται η κατεπείγουσα διακομιδή του ασθενούς σε νοσοκομείο. Εξυπακούεται ότι άτομα με διαγνωσμένη ευαισθησία, αλλεργίες κ.λπ. θα πρέπει να αποφεύγουν την κολύμβηση σε νερά όπου έχει αναφερθεί παρουσία μεδουσών. Κατά κανόνα, πάντως, το τσίμπημα της μοβ μέδουσας αντιμετωπίζεται επαρκώς με κάποιο κοινό αντιισταμινικό σκεύασμα (αλοιφή, τζελ κ.λπ.). Η τροφική αλυσίδα
Ενα πολύ συνηθισμένο σφάλμα που διαπράττεται κατά κόρον λόγω άγνοιας είναι η εξαγωγή των μοβ μεδουσών από το νερό και η εναπόθεσή τους ή και η πρόχειρη κατάχωσή τους στην άμμο. Η ενέργεια αυτή όχι μόνο στερείται νοήματος ως προς την «εκκαθάριση» της εκάστοτε παραλίας από τις μέδουσες, αλλά πολλαπλασιάζει τον κίνδυνο ατυχήματος. Οι νηματοκύστες είναι πολύ ευαίσθητες και κόβονται εύκολα, διαχέοντας τα τοξικά κνιδοκύτταρά τους. Καθώς τα πλοκάμια της μέδουσας είναι σχεδόν αθέατα, το τσίμπημα μπορεί να επέλθει μόλις το γυμνό πόδι κάποιου ανύποπτου λουόμενου πατήσει κομμάτια τους, τα οποία έχουν παραμείνει στην επιφάνεια της άμμου. Ωστόσο, η καταναγκαστική συμβίωσή μας με τις μοβ μέδουσες συν τω χρόνω θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη γνώση γύρω από το πώς πρέπει να αντιμετωπίζεται ο συγκεκριμένος θαλάσσιος οργανισμός.
Εξάλλου, η εντονότερη του συνήθους παρουσία τους στην Ελλάδα ίσως να μην υπήρχε ποτέ χωρίς την ανθρωπογενή κλιματική αλλαγή. Η υπερθέρμανση του πλανήτη γενικώς, αλλά και οι μεταβολές στη θερμοκρασία των υδάτων στη Μεσόγειο, μαζί με τις έντονες βροχοπτώσεις ιδιαίτερα την άνοιξη, έχουν διαταράξει το θαλάσσιο οικοσύστημα. Μια επιπλέον απόδειξη αυτής της αρνητικής εξέλιξης είναι η φετινή επέλαση των μοβ μεδουσών. Για τις οποίες οι ιδανικές αναπαραγωγικές συνθήκες είναι θερμοκρασίες από 16 έως 27 βαθμούς Κελσίου, δηλαδή περίπου στη ζώνη διακύμανσης των ελληνικών θαλασσών. Γι’ αυτό και οι επιστήμονες που παρακολουθούν συστηματικά τις μετακινήσεις τους επισημαίνουν ότι η φετινή πληθυσμιακή έξαρση στον ελλαδικό χώρο στην πραγματικότητα έχει ξεκινήσει από τον Οκτώβριο του 2020. Τα προηγούμενα χρόνια παρόμοιες εξάρσεις σημειώνονταν ανά 10-12 χρόνια, με τις μέδουσες να παρεπιδημούν στη χώρα μας για 2-3 έτη, όπως συνέβη την περίοδο 2015-2018 στον Κορινθιακό κόλπο κ.α.
Παρ’ όλα αυτά, όπως τονίζει στο «ΘΕΜΑ» η κυρία Κουλούρη, «καμία πρόβλεψη για τη διάρκεια του φαινομένου δεν μπορεί να γίνει επί του παρόντος. Εμείς ως ειδικοί επιστήμονες παρατηρούμε συστηματικά την εξέλιξη της πληθυσμιακής έξαρσης των μοβ μεδουσών, ώστε να συγκεντρώσουμε δεδομένα προς μελέτη και επεξεργασία. Είναι σαφές όμως ότι η έξαρση σχετίζεται με την κλιματική αλλαγή και την υπεραλίευση. Οι μοβ μέδουσες αποτελούν έναν κρίκο της τροφικής αλυσίδας, καθώς τρέφονται με πλαγκτόν και αποτελούν οι ίδιες τροφή για άλλα είδη, όπως η ρέγγα, ο τόνος, το φεγγαρόψαρο, οι θαλάσσιες χελώνες κ.ά.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η λειτουργία της τροφικής αλυσίδας έχει διαταραχτεί σοβαρά τις τελευταίες δεκαετίες, γεγονός που προκαλεί παρενέργειες όπως η αυξημένη εμφάνιση των μοβ μεδουσών. Και επειδή κάποιος πιθανώς να αναρωτηθεί, π.χ., “γιατί δεν ρίχνουμε στη θάλασσα μερικούς τόνους φεγγαρόψαρων για να εξολοθρεύσουν τις μέδουσες”, η απάντηση είναι ότι κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε, κατ’ αρχάς, την ύπαρξη τόσο μεγάλων πληθυσμών ψαριών, καθώς και μια τεράστια επιχείρηση αλίευσης και μεταφοράς τους. Οπως και να έχει, αν υπάρξει ανάγκη κάποιας παρέμβασης ώστε να αποκατασταθεί η ισορροπία του θαλάσσιου οικοσυστήματος, εμείς ως επιστήμονες θα μελετήσουμε τις παραμέτρους του ζητήματος και θα προτείνουμε τις ενδεχόμενες λύσεις. Προς το παρόν, όμως, κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο. Θα πρέπει να κάνουμε υπομονή με τις μοβ μέδουσες και χωρίς υπερβολές, με ψυχραιμία και ορθολογισμό να συνεχίσουμε τη ζωή μας».