Γράφει η Μαίρη Μπενέα-ieidiseis.gr
Ούτε μιά λέξη δεν βρήκε να πει η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων, για τα θύματα στη φονική πυρκαγιά στο Μάτι και για τους συγγενείς τους, που ένοιωσαν να «καίγονται» για δεύτερη φορά, από την απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, με τις ποινές – χάδι, για το Μάτι.
Σε ανακοίνωση της η ΕνΔΕ, σχετικά με τις αντιδράσεις που προκάλεσε η δικαστική απόφαση για το Μάτι, επιτίθεται στους συγγενείς των θυμάτων, κάνοντας λόγο για «μηδενική ανοχή στον λαϊκισμό ως προς τη Δικαιοσύνη».
Ενώ επισημαίνει ότι, «η μετάβαση από τον “Νόμο του Λυντς” στον Νομικό Πολιτισμό πραγματοποιήθηκε με θυσίες για Ελευθερία και Ανθρώπινα Δικαιώματα». Παράλληλα, προαναγγέλλει προσφυγή στην Ευρωπαϊκή Ένωση Δικαστών «καταγγέλλοντας τα όσα συμβαίνουν στη χώρα μας σε βάρος του Θεσμού της Δικαιοσύνης και της Ανεξαρτησίας της» και παράλληλα αφήνει αιχμές για τις δηλώσεις πολιτικών για την απόφαση.
Διαβάστε την ανακοίνωση της ΕνΔΕ
«Σχετικά με την απόφαση σε πρώτο βαθμό για το Μάτι.
Μηδενική ανοχή στον λαϊκισμό ως προς τη Δικαιοσύνη. Η μετάβαση από τον «Νόμο του Λυντς» στον Νομικό Πολιτισμό πραγματοποιήθηκε με θυσίες για Ελευθερία και Ανθρώπινα Δικαιώματα.
Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων εκφράζει την έντονη ανησυχία της για τα λαϊκά δικαστήρια, που έχουν στηθεί στη χώρα εδώ και καιρό, υπό την ανοχή της Πολιτείας και τα οποία συνοδεύονται, πλέον, με προπηλακισμούς σε βάρος των Λειτουργών της Δικαιοσύνης και με δηλώσεις πολιτικών προσώπων, οι οποίες αφενός μεν πυροδοτούν έναν άκρατο λαϊκισμό και αφετέρου συνιστούν παρέμβαση στο έργο της Δικαιοσύνης, όπως (στη δεύτερη περίπτωση) οι χθεσινές δηλώσεις του Υφυπουργού Δικαιοσύνης, με τις οποίες προαναγγέλλει την άσκηση έφεσης από τον Εισαγγελέα κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Η άσκηση των ενδίκων μέσων από τον Εισαγγελέα επαφίεται αποκλειστικά στην ανεξάρτητη δικαιοδοτική του κρίση και στη σύμφωνη με αυτή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και όχι στις επιθυμίες και διαθέσεις της εκτελεστικής εξουσίας. Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων θα προσφύγει άμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση Δικαστών καταγγέλλοντας τα όσα συμβαίνουν στη χώρα μας σε βάρος του Θεσμού της Δικαιοσύνης και της Ανεξαρτησίας της.
Καλούμε όλους τους Δικαστικούς και Εισαγγελικούς Λειτουργούς να συνεχίσουν να απονέμουν Δίκαιο με βάση τη φωνή της συνείδησής τους, τα στοιχεία της δικογραφίας, το Σύνταγμα, τους νόμους, που ψηφίζει η Βουλή και με σεβασμό, πάντοτε, της προσωπικότητας και των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, όπως επιτάσσουν τα Διεθνή Κείμενα. Σε ένα Κράτος Δικαίου η Δικαιοσύνη δεν απονέμεται ούτε με όρους λαϊκισμού ούτε με όρους οχλαγωγίας.
Η νομοθεσία της Ελληνικής Πολιτείας περιλαμβάνει ένα σύστημα κανόνων ποινικού δικαίου, όπως ισχύει σε κάθε ευνομούμενη Πολιτεία, που προβλέπει τη διαβάθμιση των ποινικών αδικημάτων σε κακουργήματα και πλημμελήματα, τις ποινές που καθορίζονται για το καθένα, τους κανόνες της συρροής, τις ελαφρυντικές περιστάσεις, τις προϋποθέσεις της αναστολής μιας ποινής ή της μετατροπής αυτής, καθώς και τη θεμελιώδη αρχή της εφαρμογής της επιεικέστερης ποινικής διάταξης για τον κατηγορούμενο, που περιλαμβάνεται ως αρχή σε όλα τα διεθνή κείμενα για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Αυτός ο Νομικός Πολιτισμός, που ισχύει σήμερα σε κάθε δημοκρατική και ευνομούμενη Πολιτεία, που διέπεται από Σύνταγμα, κατακτήθηκε μέσα από αγώνες και θυσίες για την Ελευθερία και για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ
Μαργαρίτα Στενιώτη, Πρόεδρος Εφετών, Πρόεδρος ΕνΔΕ
Ευστάθιος Βεργώνης, Εισαγγελέας Εφετών, αν. Γενικός Γραμματέας ΕνΔΕ
Κωνσταντίνος Βουλγαρίδης, Εφέτης, Εκπρόσωπος Τύπου ΕνΔΕ».
Στην αντεπίθεση και η μειοψηφία της ΕνΔΕ
Στην αντεπίθεση πέρασε και η μειοψηφία της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, γιά τις επικρίσεις για την απόφαση για το Μάτι, μόνο που εν αντιθέσει με τη διοίκηση της ΕνΔΕ, η οποία επιτέθηκε στους συγγενείς των θυμάτων, τα μέλη της μειοψηφίας Σεβαστίδη έστρεψαν τα πυρά σε δύο υπουργούς της Κυβέρνησης, αλλά και εναντίον κυβερνητικών αξιωματούχων, που επέκριναν δημόσια την απόφαση και τις ποινές.
Οπως αναφέρουν σε ανακοίνωση τους, με την οποία στρέφονται κατά του Υπουργού Επικρατείας Μάκη Βορίδη και κατά του υφυπουργού Δικαιοσύνης Γιάννη Μπούγα, «πρέπει να υπενθυμίσουμε στην εκτελεστική εξουσία, αλλά και να ενημερώσουμε τους πολίτες ότι, όπως έχει προσφάτως κρίνει η ΟλΑΠ 2/2024 (σ.σ Ολομέλεια Αρείου Πάγου – Διοικητική), τo φαινόμενο να γίνεται δημόσια επίκριση ή επιτιμητικός σχολιασμός συγκεκριμένων δικαστικών αποφάσεων από κυβερνητικούς παράγοντες είναι ασυμβίβαστο προς την αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών, γιατί έτσι κλονίζεται η πεποίθηση των πολιτών στην ανεξαρτησία των δικαστών, αφού ο μέσος πολίτης δεν γνωρίζει πώς σκέφθηκε το δικαστήριο και εύλογα μπορεί να εκλάβει κάθε τέτοια εκδήλωση ως απόπειρα επηρεασμού και επέμβασης στην προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών».
Διαβάστε την ανακοίνωση:
«Μια δίκαιη απάντηση στην άδικη κριτική για την απόφαση της δίκης για το «Μάτι
Χριστόφορος Σεβαστίδης , ΔΝ Εφέτης,
Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης,
Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης
Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών
Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών
Χρήστος Φαρσαλιώτης, Πρωτοδίκης
Ακριβή Ερμίδου, Ειρηνοδίκης
Ζάχος Παλιούρας, Ειρηνοδίκης,
Αθήνα, 30-4-2024
Αποτελεί υποχρέωση μιας Δικαστικής Ένωσης να παρεμβαίνει ουσιαστικά, κάθε φορά που με αφορμή δικαστικές αποφάσεις μη αρεστές σε κυβερνήσεις, δημοσιογράφους και πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, καλείται προς εργαλειοποίηση σε βάρος των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών το λεγόμενο «κοινό περί δικαίου» αίσθημα. Γιατί, η ενδεχόμενη επικράτησή του απειλεί καίρια την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, καθώς την καλεί να συντονίζει τις ενέργειές της με την εικαζόμενη βούληση μίας θολής πλειοψηφίας (βλ. σχετικά Βασίλειος Σκουρής, Η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης 30 χρόνια μετά, σε δικτυακό τόπο www.constituionalism.gr).
Στο πλαίσιο αυτό, μετά τις πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Επικρατείας κ. Βορίδη και του υφυπουργού Δικαιοσύνης κ. Μπούγα, αλλά και άλλων κυβερνητικών αξιωματούχων, που επέκριναν δημόσια την απόφαση και τις ποινές, προαναγγέλλοντας ταυτόχρονα την άσκηση εφέσεων, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε στην εκτελεστική εξουσία, αλλά και να ενημερώσουμε τους πολίτες ότι όπως έχει προσφάτως κρίνει η ΟλΑΠ 2/2024 (Διοικητική), τo φαινόμενο να γίνεται δημόσια επίκριση ή επιτιμητικός σχολιασμός συγκεκριμένων δικαστικών αποφάσεων από κυβερνητικούς παράγοντες είναι ασυμβίβαστο προς την αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών, γιατί έτσι κλονίζεται η πεποίθηση των πολιτών στην ανεξαρτησία των δικαστών, αφού ο μέσος πολίτης δεν γνωρίζει πώς σκέφθηκε το δικαστήριο και εύλογα μπορεί να εκλάβει κάθε τέτοια εκδήλωση ως απόπειρα επηρεασμού και επέμβασης στην προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών.
Επιπλέον αναγκαίες είναι και κάποιες νομικές διευκρινήσεις που σκοπίμως δεν βρίσκουν βήμα στις καθημερινές τηλεδίκες του κοινωνικού αυτοματισμού. Σύμφωνα με τα άρθρα 18 και 302 του Ποινικού Κώδικα, το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, είχε και έχει το χαρακτήρα πλημμελήματος, ήτοι εγκλήματος που απειλείται με ποινή φυλάκισης με ανώτατο όριο τα 5 έτη. Σύμφωνα με το άρθρο 94 ΠΚ, ως ίσχυσε κατά το χρόνο τέλεσης των πράξεων που εκδικάσθηκαν, οι οποίες έλαβαν χώρα το έτος 2018, σε περιπτώσεις αληθινής κατ΄ ιδέαν συρροής εγκλημάτων ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ήτοι όταν με μία εγκληματική πράξη επέρχονται περισσότεροι θάνατοι, το δικαστήριο μπορούσε κατ΄ εξαίρεση να επαυξήσει τη βαρύτερη των ποινών φυλάκισης που επέβαλε, πέραν του ανώτατου ορίου του είδους της ποινής, έως τα δέκα (10) έτη. Ακολούθως, η πρόβλεψη αυτή, τροποποιήθηκε στον νέο Ποινικό Κώδικα του ν. 4619/2019 και έκτοτε στις περιπτώσεις αυτές, το δικαστήριο μπορούσε να επαυξήσει της βαρύτερη ποινή που επέβαλε, όχι όμως περισσότερο από το ανώτατο όριο του είδους της ποινής (έως 5 έτη).
Εν συνεχεία, η διάταξη τροποποιήθηκε πάλι δυνάμει του άρθρου 8 ν.4855/2021 (ΦΕΚ Α` 215/12.11.2021) και έκτοτε, μέχρι σήμερα, στην περίπτωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή, το δικαστήριο σε εξαιρετικές περιπτώσεις δύναται να επιβάλει συνολική ποινή σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 94 ΠΚ, ήτοι να ανέλθει έως τα οκτώ (8) έτη. Τέλος, από 01.05.2024 (έναρξη ισχύος ν. 5090/2024), το ως άνω κατ΄ εξαίρεση όριο θα ανέρχεται για τις πράξεις που θα τελεστούν στο μέλλον, έως τα δέκα (10) έτη. Ενόψει, όμως του άρθρου 2 του ΠΚ, που απαγορεύει την εφαρμογή δυσμενέστερου νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της, οι νεότερες και δυσμενέστερες για τους κατηγορούμενους διατάξεις δεν μπορούν να εφαρμοστούν, ως εκ τούτου η ανώτερη εφαρμοστέα ποινή, με βάση όλα τα παραπάνω, είναι αυτή των 5 ετών φυλάκισης.
Ως προς δε τη δυνατότητα μετατροπής της ποινής φυλάκισης σε χρηματική, αξίζει να σημειωθεί ότι ο συγκεκριμένος θεσμός αποτελεί παλαιότερη επιλογή του νομοθέτη, που περιγράφεται στο άρθρο 82 ΠΚ, ως ίσχυε μέχρι την 01.07.2019, ο οποίος ακολούθως καταργήθηκε με το νόμο 4619/2020, αλλά ήδη επανέρχεται σε ισχύ από 01.05.2024 δυνάμει του άρθρου 80Α του ν. 5090/2024. Σύμφωνα δε με τη ρύθμιση του παλαιότερου άρθρου 82 ΠΚ, που συνιστά ευμενέστερο για τους κατηγορούμενους δίκαιο, από εκείνο που ίσχυσε μετά την 01.07.2019 και θα τύγχανε εφαρμοστέο υπό την ισχύ οποιουδήποτε από τα ως άνω ισχύσαντα ως προς το ύψος της ποινής δίκαια, ποινή φυλάκισης που είναι μεγαλύτερη από δύο έτη μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, εκτός αν το δικαστήριο με απόφασή του ειδικά αιτιολογημένη κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων.
Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς ότι ως προς το ύψος της στερητικής της ελευθερίας ποινής, το Δικαστήριο επέβαλε τη βαρύτερη κατά νόμο, εφαρμοστέα ποινή. Τα παραπάνω κρίνονται αναγκαίο να διευκρινιστούν, προκειμένου να γνωρίζουν οι πολίτες, ότι οι Δικαστές και Εισαγγελείς, οφείλουν να εφαρμόζουν τους νόμους που ψηφίζουν οι ίδιοι άνθρωποι που εκ των υστέρων και χωρίς δικαίωμα κάνουν δημόσια επιτιμητικά σχόλια σε βάρος των δικαστικών αποφάσεων. Το οφείλουμε, πρωτίστως, στους συναδέλφους που εκτέλεσαν επί μήνες σε αντίξοες συνθήκες τα καθήκοντά τους, εξασφαλίζοντας με κόπο μια δίκαιη δίκη για όλους τους παράγοντές της. Το οφείλουμε όμως και στο Κράτος Δικαίου, την προστασία του οποίου οφείλουμε όλοι να υπερασπιζόμαστε, κάθε φορά που με τόσο πρόδηλο τρόπο προσβάλλεται».