Της Ματίνας Χαρκοφτάκη
Αντιμέτωπες με νέες δυσκολίες που έχουν δημιουργηθεί από την τέταρτη δέσμη κυρώσεων που επέβαλε η Ευρωπαϊκή Ένωση στην Ρωσία βρίσκονται οι ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις οι οποίες έχουν έκθεση στη ρωσική αγορά. Το νέο πακέτο, το οποίο προστέθηκε στις κυρώσεις που ήδη ίσχυαν, επηρεάζει κυρίως τα είδη πολυτελείας, καθώς η ευρωπαϊκή οδηγία απαγορεύει τις εξαγωγές προϊόντων των οποίων η αξία ανά τεμάχιο ξεπερνά τα 300 ευρώ. Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις για τις άμεσες επιπτώσεις στο διμερές εμπόριο Ελλάδας-Ρωσίας που δημοσίευσε πρόσφατα το γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στη Μόσχα, τα ελληνικά προϊόντα που επηρεάζονται σε σημαντικό βαθμό από τις συγκεκριμένες κυρώσεις είναι τα ενδύματα και αξεσουάρ από γουνόδερμα, καθώς και τα ενδύματα και είδη από δέρμα.
Τα προϊόντα που επλήγησαν από τις κυρώσεις
Να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η αξία των εξαγωγών της συγκεκριμένης κατηγορίας προς τη Ρωσία για το σύνολο του 2021 είχε ανέλθει στα 14,41 εκατ. ευρώ και σε ποσότητα τα 28.147 κιλά, αντιπροσωπεύοντας ποσοστό της τάξεως του 7% επί των συνολικών εξαγωγών προς τη συγκεκριμένη χώρα. Αυτό σημαίνει ότι η ρωσική αγορά έχει σβηστεί από τον χάρτη για τις ελληνικές επιχειρήσεις γούνας, οι οποίες εντοπίζονται κυρίως στη Δυτική Μακεδονία. Σε μια προσπάθεια να αναπληρώσουν το κενό, οι 2.000 επιχειρήσεις γούνας της συγκεκριμένης περιοχής έχουν αναζητήσει εναλλακτικούς προορισμούς, με τις μεγαλύτερες πιθανότητες να συγκεντρώνουν οι αγορές της Κίνας και της Νότιας Κορέας, μια διαδικασία, ωστόσο, που απαιτεί χρόνο και στοχευμένες ενέργειες. Στις κατηγορίες που φαίνεται να επηρεάζονται είναι τα σκάφη αναψυχής, οι εξαγωγές των οποίων προς τη Ρωσία την περσινή χρονιά άγγιξαν τα 3,476 εκατ. ευρώ, τα υποδήματα (με αξία τα 3,467 εκατ. ευρώ), προϊόντα ομορφιάς (2,830 εκατ. ευρώ), οίνοι, αποστάγματα και οινοπνευματώδη (1,422 εκατ. ευρώ), καθώς και ενδύματα και είδη ύφανσης (1,579 εκατ. ευρώ).
Τα εξαγόμενα αγαθά από την Ελλάδα προς τη Ρωσία που ενδεχομένως θα μπορούσαν να εμπίπτουν στο καθεστώς κυρώσεων καλύπτουν περίπου το 13% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών προς τη Ρωσία, ήτοι 26,827 εκατ. ευρώ σε σύνολο 206,616 εκατ. ευρώ που ανήλθαν το 2021. Από την άλλη πλευρά, οι Έλληνες εισαγωγείς θα πρέπει να αναζητήσουν προμηθευτές από άλλες χώρες για προϊόντα σιδήρου και χάλυβα αξίας 4,324 εκατ. ευρώ, οι οποίες αντιπροσωπεύουν ποσοστό 0,10% επί των συνολικών ελληνικών εισαγωγών από τη Ρωσία, οι οποίες θυμίζουμε ότι το 2021 ανήλθαν σε 4,297 δισ. ευρώ.
Δραματική πτώση των εξαγωγών
Ο αντίκτυπος των ευρωπαϊκών κυρώσεων αποτυπώνεται στις επιδόσεις των ελληνικών εξαγωγών προς τη ρωσική επικράτεια κατά τους πρώτους τρεις μήνες της τρέχουσας χρονιάς. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι εξαγωγές της χώρας μας διαμορφώθηκαν στα 34,4 εκατ. ευρώ, έναντι 40,64 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο τρίμηνο του 2021, καταγράφοντας πτώση της τάξεως του 15,77%. Είναι ενδεικτικό ότι τον Μάρτιο του 2022, τον πρώτο ουσιαστικά μήνα με εμφανείς τις συνέπειες από την κρίση στην Ουκρανία, οι ελληνικές εξαγωγές προς τη ρωσική αγορά έχασαν πάνω από το μισό της αξίας τους, καθώς υποχώρησαν κατά 66%, αγγίζοντας μόλις τα 5,42 εκατ. ευρώ, έναντι 15,96 εκατ. ευρώ τον Μάρτιο του 2021. Η δραματική αυτή μείωση υπήρξε αναμενόμενη στην αγορά κυρίως καταναλωτικών προϊόντων, εξαιτίας των συνθηκών αβεβαιότητας στις τραπεζικές συναλλαγές και των έντονων προβλημάτων στις μεταφορές. Οι ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις είχαν έντονη ανησυχία για το κατά πόσο οι παραγγελίες θα έφταναν με ασφάλεια στον τελικό προορισμό, καθώς και για το εάν υπήρχε δυνατότητα ομαλής αποπληρωμής τους μέσω εμβασμάτων από τη Ρωσία. Μάλιστα, τον πρώτο καιρό μετά την επιβολή των ευρωπαϊκών κυρώσεων, έλαβαν χώρα περιστατικά όπου οι ελληνικές τράπεζες επέστρεφαν εμβάσματα από Ρωσία τα οποία προορίζονταν για την πληρωμή ελληνικών επιχειρήσεων, θεωρώντας ότι όλες οι χρηματικές ροές που προέρχονταν από τη Ρωσία είναι παράνομες, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν ισχύει. Σε όλα αυτά θα πρέπει να συνυπολογιστεί το ενδεχόμενο υψηλό κόστος που μπορεί πλέον να εμφανίζουν τα ελληνικά προϊόντα λόγω και της σημαντικής υποτίμησης του ρωσικού νομίσματος, καθιστώντας τα ιδιαίτερα ακριβά για τον μέσο Ρώσο καταναλωτή. Να σημειωθεί ότι οι κυρίες ελληνικές εξαγωγές προς τη Ρωσία, το πρώτο τρίμηνο της φετινής χρονιάς, αφορούσαν ακατέργαστα καπνά́ (8,6%), γλυκά́ κουταλιού́, μαρμελάδες (5,5%), μεταλλεύματα πολύτιμων μετάλλων (5,1%), πλάκες-φύλλα από πλαστικές ύλες (4,8%), ελιές (4,7%), εμπιστευτικά́ προϊόντα (4,3%), σωλήνες από́ χαλκό́ (4,2%), μηχανές και συσκευές για την ανύψωση, φόρτωση (3,9%), ορυκτέλαια κατεργασμένα (3,6%), ηλεκτρικούς συσσωρευτές (3,2%).
Κατακόρυφη άνοδος των εισαγωγών
Από την άλλη, τελείως διαφορετική εικόνα παρουσίασαν οι εισαγωγές από τη Ρωσία στο πρώτο τρίμηνο, οι οποίες εκτινάχθηκαν στα 1,69 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 130,55% σε σύγκριση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στη δραματική αύξηση των τιμών στα ενεργειακά προϊόντα, στα οποία η χώρα μας εμφανίζει τη μεγαλύτερη εξάρτηση σε σχέση με τα υπόλοιπα προϊόντα που εισάγει από τη Ρωσία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το φυσικό αέριο, το οποίο η Ελλάδα προμηθεύτηκε στην τιμή των 1.164,41 ευρώ ο τόνος, όταν το αντίστοιχο περσινό τρίμηνο η τιμή ήταν στα 246,82 ευρώ ο τόνος. Αντίστοιχα, η τιμή των κατεργασμένων ορυκτελαίων έφτασε στα 647,32 ευρώ ο τόνος, όταν πέρυσι βρισκόταν στα 379,16 ευρώ ο τόνος, την ίδια στιγμή που τα κατεργασμένα ορυκτέλαια έφτασαν στα 525,57 ευρώ ο τόνος, έναντι 374,97 ευρώ, και ο λιθάνθρακας στα 173,35 ευρώ ο τόνος, έναντι 64,07 ευρώ ο τόνος. Αυτό, λοιπόν, που κανείς μπορεί να συμπεράνει είναι ότι οι υψηλές τιμές των υδρογονανθράκων εκτόξευσαν την αξία των ελληνικών εισαγωγών το πρώτο τρίμηνο του 2022, με αποτέλεσμα τη διεύρυνση κατά σχεδόν 140% του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας μας σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο της περσινής χρονιάς.
capital.gr