Ηαναμενόμενη αποφυλάκιση του εκλεγμένου ευρωβουλευτή της Ν.Δ. Φρέντη Μπελέρη πιθανότατα εντός του επόμενου μήνα, με βάση τις προβλέψεις του αλβανικού νόμου για την έκτιση των ποινών, αναμένεται να λειτουργήσει για την Αθήνα ως το τελευταίο επεισόδιο μιας κρίσης η οποία έφερε τις ελληνοαλβανικές σχέσεις σε ναδίρ δεκαετιών. Η –όχι αναπάντεχη– επικράτηση του Βαγγέλη Τάβου, εκλεκτού του πρωθυπουργού της Αλβανίας Εντι Ράμα, στο αξίωμα του δημάρχου Χειμάρρας την περασμένη Κυριακή αντιμετωπίστηκε με αρκετό σκεπτικισμό από την Αθήνα, καθώς οι καταγγελίες για εμπόδια στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος πολλών ψηφοφόρων υιοθετήθηκαν από τους ομογενείς και, κυρίως, από την Ομόνοια. Η διάθεση της Αθήνας να μη δυναμιτίσει την κατάσταση φάνηκε από το γεγονός ότι οι καταγγελίες αυτές σχολιάστηκαν μέσω «διπλωματικών πηγών», οι οποίες κάλεσαν τα Τίρανα να απαντήσουν για παραβιάσεις που προσβάλλουν το «ευρωπαϊκό κεκτημένο». Ωστόσο για την Αθήνα, μετά την αποφυλάκιση του κ. Μπελέρη, το πραγματικό ερώτημα είναι πώς είναι δυνατόν οι σχέσεις Ελλάδας και Αλβανίας να εξομαλυνθούν επί της ουσίας, προτού, φυσικά, προχωρήσουν στη συνέχεια σε οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια επίλυσης χρονιζόντων προβλημάτων.
Μια εμπειρία που, πάντως, στην Αθήνα λαμβάνουν υπόψη πολύ σοβαρά για τη χάραξη των όποιων επόμενων βημάτων έναντι της Αλβανίας από το φθινόπωρο και έπειτα είναι το πολύ περιορισμένο ενδιαφέρον που έδειξαν τους προηγούμενους 15 μήνες για την υπόθεση Μπελέρη τόσο οι Αμερικανοί όσο και οι εταίροι της Ελλάδας στην Ε.Ε., αντιμετωπίζοντάς την ως ενός είδους τοπικό πρόβλημα που δεν θα πρέπει να εμποδίζει τη γενικότερη ευρωπαϊκή στρατηγική πάνω σε μείζονα θέματα. Oι Δυτικοί δεν αντιλαμβάνονταν για ποιο λόγο η υπόθεση Μπελέρη θα μπορούσε να αποτελέσει κώλυμα στην ευρωπαϊκή πορεία της Αλβανίας, η οποία –ούτως ή άλλως– αντιμετωπίζει πολύ πιο σοβαρά και ουσιαστικά εμπόδια προς αυτή την κατεύθυνση.
Με την Αλβανία να οδεύει σε νέες κοινοβουλευτικές εκλογές το 2025, αρκετοί διερωτώνται αν είναι πολιτικά εφικτό για τον κ. Ράμα να υποχωρήσει από την ανοιχτά ανθελληνική ρητορική.
Ενας παράγοντας που ενισχύει την αβεβαιότητα για την κατάσταση στο εγγύς μέλλον είναι, βέβαια, ο ίδιος ο πολιτικός χαρακτήρας του κ. Ράμα, ο οποίος σε περισσότερες της μιας περιπτώσεις φάνηκε να υπαναχωρεί από πιθανό συμβιβασμό με την Αθήνα. Ειδικά μετά τον περασμένο Δεκέμβριο και το ναυάγιο της προσπάθειας για συμβιβασμό (να δοθεί άδεια στον κ. Μπελέρη ώστε να ορκιστεί δήμαρχος Χειμάρρας και μετά η αλβανική Δικαιοσύνη να αποφανθεί χωρίς αυτή την εκκρεμότητα), οι επαφές μεταξύ Αθήνας και Τιράνων ατόνησαν, καθώς είχε χαθεί και το τελευταίο ίχνος εμπιστοσύνης. Εν συνεχεία, βεβαίως, η κυβέρνηση στην Αθήνα αποφάσισε τη συμπερίληψη του κ. Μπελέρη στο ευρωψηφοδέλτιο της Ν.Δ., κάτι που οδήγησε τον κ. Ράμα στην απόφαση να κάνει μια φιέστα λίγες ημέρες πριν από τις ευρωεκλογές στο Γαλάτσι, η οποία μάλιστα δεν ήταν και ιδιαίτερα επιτυχημένη, παρά την τεράστια κινητοποίηση που έγινε στα Τίρανα. Γίνεται, λοιπόν, κατανοητό ότι δίχως την καλή θέληση του κ. Ράμα οι προσπάθειες της Αθήνας για κάποιου είδους επανεκκίνηση των συζητήσεων για τα θέματα κοινού ενδιαφέροντος μπορεί να χτυπήσουν ξανά σε τοίχο.
Δεδομένου ότι κάποια στιγμή μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου του 2025 η Αλβανία οδεύει σε νέες κοινοβουλευτικές εκλογές για την ανάδειξη πρωθυπουργού και κυβέρνησης, αρκετοί διερωτώνται αν είναι πολιτικά εφικτό για τον κ. Ράμα να υποχωρήσει από αυτή την ανοιχτά ανθελληνική ρητορική που έχει υιοθετήσει τους τελευταίους μήνες και εκφράστηκε τόσο από τον ίδιο όσο και από τον πρόεδρο της χώρας Μπαϊράμ Μπεκάι, που πριν από λίγες εβδομάδες νομιμοποίησε με τη θεσμική παρουσία του μνημεία ιστορικού ψεύδους περί «γενοκτονίας» των Τσάμηδων, συνεργατών των ναζί κατά τη γερμανική κατοχή (1941-44).Mute
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΝΕΔΟΥ
ΠΗΓΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Σε επίπεδο Ε.Ε. η Αθήνα έχει ήδη εκθέσει τις απόψεις της επανειλημμένως για τους τρόπους με τους οποίους παραβίασε η Αλβανία το κράτος δικαίου, ωστόσο δεν προχωράει τελικά σε βήματα που αποκόπτουν την ενταξιακή πορεία της. Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις δόθηκε το προηγούμενο χρονικό διάστημα η δυνατότητα στην Αθήνα να προβάλει εμπόδια στην Αλβανία σε διάφορες συζητήσεις που έγιναν σε επίπεδο μόνιμων αντιπροσώπων στην Ε.Ε., ωστόσο επελέγη να μην κλιμακωθεί η κατάσταση.