Νέο ”χτύπημα” είχαμε από το συγκρότημα Μαρινάκη και συγκεκριμένα από το ”in.gr”.
Αναλυτικά:
Όπως συμβαίνει με διάφορα αγαθά και υπηρεσίες που τα θεωρούμε επικίνδυνα ή βλαπτικά, ενίοτε οι απαγορεύσεις συνυπάρχουν με την άνθηση της εμπορίας τους. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με το λογισμικό παρακολούθησης που στοχοποιεί τα κινητά τηλέφωνα. Και αυτό γιατί τέτοιου είδους λογισμικό παράγουν κυρίως ιδιωτικές επιχειρήσεις που στη συνέχεια αναζητούν κρατικές επιχειρήσεις και ιδιώτες που θα ήθελαν να το προμηθευτούν.
Ας μην ξεχνάμε ότι τέτοιες μορφές λογισμικού έχουν την ικανότητα να πηγαίνουν πολύ πέρα από τα όρια των «νόμιμων επισυνδέσεων», αφού μετατρέπουν το κινητό, που θα μολυνθεί, σε σταθμό παρακολούθησης και επιτρέπουν παράλληλα να καταγράφονται και επικοινωνίες σε πλατφόρμες ανταλλαγής μηνυμάτων όπου οι «παραδοσιακές» μορφές παρακολούθησης δεν έχουν πρόσβαση
Η έρευνα των New York Times
Με αυτό ακριβώς το θέμα ασχολείται δημοσιογραφική έρευνα που δημοσιεύτηκε στους New York Times στις 8 Δεκεμβρίου. Η έρευνα αυτή των ΝΥΤ παρακολουθεί κυρίως το τι γίνεται με τις ισραηλινές εταιρείες που παράγουν τέτοιο λογισμικό, δηλαδή εταιρείες που τις έχουν φτιάξει βετεράνοι των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων και υπηρεσιών ασφαλείας που έχουν σημαντική εμπειρία σε αυτό τον τομέα (ας μην ξεχνάμε ότι το Ισραήλ αντιμετωπίζει το σύνολο του πληθυσμού στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα ως «επιτηρούμενο πληθυσμό»). Μόνο που ταυτόχρονα δείχνει ότι η χώρα είναι στο κέντρο αυτού του εμπορίου.
Δείτε εδώ το δημοσίευμα των New York Times
Η έρευνα επισημαίνει ότι μπορεί στην «κορυφή» της σχετικής αγοράς να είναι το Pegasus της ισραηλινής NSO, το οποίο έχει τεχνολογία zero-click, δηλαδή «μολύνει» το κινητό χωρίς να χρειάζεται να πατηθεί σύνδεσμος, όμως και τα λογισμικά που απαιτούν να «κλικάρει» το σύνδεσμο, όπως το Predator, που είναι φθηνότερα, επίσης έχουν σημαντική απήχηση.
Η αποτελεσματικότητα – και οι κίνδυνοι – αυτών των λογισμικών έχει ανησυχήσει ακόμη και κυβερνήσεις όπως των ΗΠΑ, παρότι οι αμερικανικές υπηρεσίες τα έχουν κατά περίπτωση χρησιμοποιήσει.
Το σκάνδαλο NSO
Η έρευνα των NYT στέκεται ιδιαίτερα στο πρόβλημα που προέκυψε με την ισραηλινή εταιρεία NSO και το λογισμικό Pegasus, το οποίο πουλήθηκε σε πολλές χώρες – με την ισραηλινή κυβέρνηση να χρησιμοποιεί τις άδειες πώλησής του σε ξένες κυβερνήσεις όπως του Μεξικού ή της Σαουδικής Αραβίας ως τμήμα της εξωτερικής πολιτικής – και μετά διαπιστώθηκε ότι υπήρξε εκτεταμένη κατάχρησή του για να παρακολουθούνται δημοσιογράφοι και ακτιβιστές, με αποτέλεσμα στις ΗΠΑ η συγκεκριμένη εταιρεία να μπει σε «μαύρη λίστα» και να υπάρχει ολόκληρη συζήτηση για το πώς θα υπάρξουν φραγμοί στην ανεξέλεγκτη χρήση λογισμικού παρακολούθησης.
Πώς έρχεται το Predator στο προσκήνιο
Το ρεπορτάζ δείχνει ακριβώς πώς σε εκείνη τη φάση ανατέλλει το άστρο του Predator. Εδώ το πρόσωπο κλειδί είναι ο Ταλ Ντίλιαν. Πρώην ανώτερος αξιωματικός της ισραηλινής στρατιωτικής αντικατασκοπίας, που όμως θα αποστρατευτεί υπό τη σκιά κατηγοριών για κακοδιαχείριση. Αυτό θα αποφασίσει να αποκτήσει έδρα στην ΕΕ και ειδικά στην Κύπρο. Στην Κύπρο θα επιδεικνύει το περίφημο βαν παρακολούθησης που είχε, μέχρις ότου τον κατηγόρησαν οι κυπριακές αρχές για παράνομη παρακολούθηση. Θα πληρώσει μεγάλο πρόστιμο, αλλά δεν θα μπορεί να κάνει πια δουλειές στην Κύπρο.
Θα αποφασίσει να έρθει στην Αθήνα, να φτιάξει την Intellexa και να προωθεί μαζικά το λογισμικό Predator. Αυτό, σε αντίθεση με το Pegasus, απαιτούσε «κλικάρισμα» σε σύνδεσμο, εξ ου και η ανάγκη να υπάρχουν μολυσμένοι ιστότοποι που να θυμίζουν άλλους υπαρκτούς και τα χαρακτηριστικά μηνύματα που θα έπειθαν αυτόν που το έλαβε να «κλικάρει».
Η Intellexa προσπαθούσε να κερδίσει παραγγελίες εκεί όπου δεν μπορούσε να πάει η NSO, καθώς οι αμερικανικές αρχές μπλόκαραν τις κινήσεις της. Για παράδειγμα έκαναν προσφορά στην κυβέρνηση της Ουκρανίας, αλλά αυτή την απέρριψε. Ωστόσο, τα στοιχεία δείχνουν ότι το Predator χρησιμοποιήθηκε σε αρκετές χώρες.
Η ελληνική εμπλοκή
Την παρουσία της Intellexa στην Ελλάδα, τη δράση των επιχειρηματιών που συνεργάστηκαν εδώ με τον Ντίλιαν και τα ερωτήματα για τη σχέση τους με τον αποπεμφθέντα από το Μαξίμου Γρηγόρη Δημητριάδη, την έχει καταγράψει συστηματικά η δημοσιογραφική έρευνα στην Ελλάδα, όπως και το γεγονός το συγκεκριμένο λογισμικό χρησιμοποιήθηκε και σε συνεργασία με την ΕΥΠ.
Ταλ Ντίλιας
Αυτό που προσθέτει το ρεπορτάζ των NYT είναι ότι υπάρχει μια επιπλέον εμπλοκή της Ελλάδας στην όλη υπόθεση. Τον Νοέμβριο του 2021 το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών χορήγησε στην Intellexa δύο εξαγωγικές άδειες για το Predator, ώστε να εξαχθεί στη Μαδαγασκάρη, μια χώρα που θεωρείται ότι αντιμετωπίζει πολύ αυταρχικά την αντιπολίτευση.
Η είδηση αυτή έχει μια ιδιαίτερη σημασία γιατί δείχνει ότι οι ελληνικές αρχές είχαν μια γνώση για τις δραστηριότητες της εταιρείας και αντί να αποτρέψουν ένα επικίνδυνο λογισμικό να πάει και σε άλλες χώρες διευκόλυναν ουσιαστικά την παραπέρα εξάπλωσή του.
Αυτό σημαίνει ότι αυτή η εταιρεία, που προσπάθησε να καλύψει το κενό μιας άλλης εταιρείας τη δράση της οποίας περιόρισαν οι αμερικανικές αρχές, όχι μόνο βρήκε περιθώριο να δραστηριοποιηθεί στην Ελλάδα, παρότι είχε εκδιωχθεί ουσιαστικά από την Κύπρο, αλλά μπόρεσε να πουλήσει το λογισμικό στη χώρα και να το βάλει σε λειτουργία, αλλά και συμβάλει στο να ενισχυθούν οι πωλήσεις αυτού του παράνομου λογισμικού και στο εξωτερικό.
Γρηγόρης Δημητριάδης
Το ζήτημα ξεπερνά τα εθνικά όρια
Όλα αυτά σημαίνουν ότι η χώρα μας, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, έχει μέρος ενός διεθνούς προβλήματος. Γιατί, όπως φαίνεται και από τις έρευνες που κάνει το Ευρωκοινοβούλιο αλλά και τις αμερικανικές επιφυλάξεις, υπάρχει διεθνώς μεγάλη ανησυχία και ανάγκη να μπει φραγμός στην ανεξέλεγκτη πώληση τέτοιου λογισμικού ανά τον κόσμο σε κυβερνήσεις και ιδιώτες που θέλουν να καταργήσουν κάθε έννοια απορρήτου της επικοινωνίας.
Σε αυτό το διεθνές πρόβλημα, αντί η χώρα μας, μέσω των αρμόδιων αρχών, να πρωτοστατεί στην υπεράσπιση της δημοκρατίας έναντι των παράνομων λογισμικών παρακολούθησης, έκανε το ακριβώς αντίθετο: έκανε συναλλαγές με την εταιρεία που το παράγει και διευκόλυνε την επιχείρηση να το πουλήσει και στο εξωτερικό.
Αυτό είναι ένα στίγμα για μια χώρα που συχνά οι εκπρόσωποί της υπενθυμίζουν ότι «γέννησε τη δημοκρατία». Και αυτό δίνει και μια άλλη διάσταση και στα ζητήματα πολιτικής ευθύνης.
Γιατί όταν ένα μέρος του μηχανισμού της ΕΥΠ, σε συνεργασία με τους ιδιώτες που εμπορευόταν το λογισμικό παρακολούθησης Predator (του οποίου η προμήθεια έγινε μέσω ΕΥΠ), είχε στήσει ένα μηχανισμό που με «νομότυπες» επισυνδέσεις και παράνομο λογισμικό παρακολουθούσε στελέχη της κυβέρνησης, του επιχειρηματικού κόσμου, των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας και στο κέντρο του είχε τον άνθρωπο που ήταν για πολλά χρόνια το δεξί χέρι του πρωθυπουργού, τότε υπάρχει πραγματικό πολιτικό πρόβλημα. Και το πρόβλημα γίνεται ακόμη χειρότερο, όταν όχι μόνο η εταιρεία που εμπορευόταν αυτό το λογισμικό βρήκε πρόσφορο έδαφος να δραστηριοποιηθεί στη χώρα μας, αλλά είχε και διευκολύνσεις για την πώληση αυτού του λογισμικού στο εξωτερικό για να χρησιμοποιηθεί για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Γι’ αυτό το λόγο και φαίνεται ακόμη πιο αμήχανη στην πραγματικότητα η άρνηση του πρωθυπουργού να τοποθετηθεί πραγματικά και να δώσει απαντήσεις στη Βουλή, παρά το δικαιολογημένο σφυροκόπημα που δέχτηκε από την αντιπολίτευση. Γιατί όταν διαρκώς έρχονται νέα στοιχεία στο προσκήνιο, στοιχεία που πέραν των άλλων εκθέτουν τη χώρα και διεθνώς, δεν αποτελεί επαρκή απάντηση το να χαρακτηρίζονται συλλήβδην οι αποκαλύψεις μυθεύματα και συκοφαντίες.
Η ανάληψη ευθύνης
Για όλα αυτά χρειάζεται να πέσει άπλετο φως και να υπάρξει πραγματική ευθύνη.
Όχι μόνο γιατί πρέπει να μάθουμε αλλά και γατί δεν μπορεί να περάσει η εντύπωση ότι η χώρα μας είναι μέρος του προβλήματος της υπονόμευσης της δημοκρατίας από τη χρήση παρανόμου λογισμικού.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός καλείται να δώσει απαντήσεις και όχι υπεκφυγές σε κρίσιμα ερωτήματα: τι ακριβώς έγινε με την προμήθεια του συγκεκριμένου λογισμικού; Ποια η σχέση αυτού του μηχανισμού με αυτό που ονομάζουμε «Μέγαρο Μαξίμου», Πώς δραστηριοποιήθηκε η Intellexa στην Ελλάδα και εάν είχε κυβερνητικές «πλάτες»; Γιατί διευκολύνθηκε η Intellexa στην εξαγωγή του λογισμικού προς άλλους προορισμούς, την ώρα που στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες φούντωνε η συζήτηση για να μπει φραγμός σε αυτό το εμπόδιο;
Γιατί αυτό που διακυβεύεται σήμερα δεν είναι το πολιτικό κόστος για τον πρωθυπουργό. Αυτό είναι δεδομένο, στα μάτια ενός μέρους της κοινής γνώμης φέρει πολιτική ευθύνη για αυτό τον μηχανισμό παρακολουθήσεων.
Αυτό που διακυβεύεται είναι εάν θα οχυρωθεί η δημοκρατία απέναντι στα κρατικά και ιδιωτικά «παράλληλα δίκτυα», εάν θα μπει φραγμός στους ιδιώτες που θέλουν να προωθήσουν λογισμικά που καταλύουν ανθρώπινα δικαιώματα, εάν η χώρα μας θα είναι τμήμα διεθνών συνεργασιών σε αυτή την κατεύθυνση και εάν διατηρηθεί τουλάχιστον ένα μέρος της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς.
Ναι, ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του έφεραν ένα νέο νόμο. Που, όμως, δεν διαμορφώνει την προστασία των ελευθεριών που χρειαζόμαστε σε μια εποχή που οι τεχνολογικές δυνατότητες είναι πραγματικά τεράστιες για την υπονόμευση θεμελιωδών δικαιωμάτων. Κυρίως, όμως, ο πρωθυπουργός δεν έδωσε τις απαντήσεις που είχε τη θεσμική –και όχι μόνο πολιτική– ευθύνη να δώσει για το τι ακριβώς γινόταν με τη δράστη της Intellexa στην Ελλάδα και τις σχέσεις της και με το ελληνικό δημόσιο.
Γιατί αυτό που κρίνεται αυτές τις εβδομάδες δεν είναι ούτε μόνο, ούτε κυρίως ο πολιτικός συσχετισμός και το πολιτικό μέλλον της κυβερνητικής παράταξης και του πρωθυπουργού. Αυτό που κρίνεται είναι εάν θα συνεχιστεί στη χώρα μας και διεθνώς η διάβρωση της δημοκρατίας από το αναπτυσσόμενο τεχνολογικό οπλοστάσιο παρακολουθήσεων και εάν θα εθιστεί ακόμη περισσότερο η κοινωνία στην αντίληψη ότι «όλοι κάνουν παρακολουθήσεις» και ότι οι συνταγματικές θεσμικές εγγυήσεις δεν έχουν πραγματική ισχύ
Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σε μια δημοκρατική χώρα πρωθυπουργοί και κυβερνήσεις τελικά κρίνονται από το εάν υπερασπίστηκαν ή όχι τη δημοκρατία.