Το ισχυρό ποσοστό που πήρε η Νέα Δημοκρατία στις εκλογές της περασμένης Κυριακής αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα να σχηματίσει ξανά κυβέρνηση μετά τις νέες εκλογές που θα γίνουν στα τέλη Ιουνίου, σημειώνει σε ανάλυσή του ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s.
Αυτό σημαίνει, προσθέτει, ότι θα υπάρχει συνέχεια στη δημοσιονομική και την οικονομική πολιτική και είναι θετικό για το αξιόχρεο της Ελλάδας (credit positive).
Όπως σημειώνει, η διατήρηση της εστίασης στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και της υγείας του τραπεζικού τομέα, μαζί με την υλοποίηση των ορόσημων και μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του εθνικού σχεδίου ανάκαμψης, θα στηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη.
«Σε συνδυασμό με τη δέσμευση για δημοσιονομική προσαρμογή και αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων, η διατήρηση της σημερινής δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής βελτιώνει τις προοπτικές για σημαντική μείωση του βάρους του δημόσιου χρέους της Ελλάδας», αναφέρει.
Με κυβέρνηση ΝΔ προβλέπει μία από τις μεγαλύτερες μειώσεις του χρέους παγκοσμίως
Ο Moody’s προβλέπει ότι η Ελλάδα θα σημειώσει μία από τις μεγαλύτερες μειώσεις χρέους παγκοσμίως, με το χρέος της γενικής κυβέρνησης να υποχωρεί κάτω από το 150% του ΑΕΠ το 2025 από 171,3% το 2022, χάρη στις προοπτικές σημαντικά υψηλότερης αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια.
Σημειώνει ακόμη ότι η ελληνική οικονομία ανέκαμψε ισχυρά μετά την πανδημία, με αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 5,9% το 2022 και 8,4% το 2021 μετά τη μείωση κατά 9% το 2020.
Αν και το ποσοστό του ελληνικού χρέους προς το ΑΕΠ θα παραμείνει πολύ υψηλό τις επόμενες δεκαετίες.
Σύμφωνα με τον Moody’s, το βάρος του ελληνικού χρέους έχει γίνει σημαντικά πιο βιώσιμο χάρη, παρά το ότι ο λόγος του προς το ΑΕΠ θα παραμείνει πολύ υψηλός τις επόμενες δεκαετίες, χάρη στους πολύ ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής των δανείων από την Ευρωζώνη και τη μεγάλη ελάφρυνση του χρέους που παρείχαν οι πιστωτές της στην Ευρωζώνη από το 2017.
Σχεδόν το 80% του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης οφείλεται σε θεσμούς της Ευρωζώνης, περιλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και άλλων κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης, σημειώνει ο οίκος.
«Το αποτέλεσμα είναι οι πληρωμές της Ελλάδας για τόκους ως ποσοστό των κρατικών εσόδων να είναι χαμηλές και να παραμείνουν χαμηλές για μία παρατεταμένη περίοδο, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη ο δημοσιονομικός αντίκτυπος της πανδημίας και η επάνοδος σε τακτικές εκδόσεις στις αγορές κεφαλαίων».
Με το ποσοστό αυτό στο 5,5% – 6%, η ικανότητα της Ελλάδας να αποπληρώνει το χρέος της θα παραμείνει ισχυρότερη από της Ιταλίας, σημειώνει ο οίκος.