Από το «βάλε βγάλε» της γραβάτας του κ. Τσίπρα το καλοκαίρι του 2018 έως τις στομφώδεις δηλώσεις του κ. Μητσοτάκη μέσω διαγγέλματος τον Αύγουστο του 2022 διαφαίνεται ότι και οι δύο τελευταίοι πρωθυπουργοί της Ελλάδας επιχείρησαν να αξιοποιήσουν πολιτικά την έξοδο της χώρας από τα Μνημόνια και τη μεταμνημονιακή εποπτεία, αντίστοιχα. Ωστόσο, για τη συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας, η οποία επιπλέον τον τελευταίο χρόνο μαστίζεται από την ακρίβεια, η πικρή αλήθεια είναι ότι οι μνημονιακοί νόμοι «ζουν και βασιλεύουν», δηλαδή συνεχίζουν να κρατούν καθηλωμένους μισθούς και συντάξεις, με καταστροφικές συνέπειες.
Σύμφωνα με την καταγραφή που έκανε η ΕΝΥΠΕΚΚ, από την είσοδο της χώρας στα Μνημόνια επί πρωθυπουργίας Γιώργου Παπανδρέου, τον Μάιο του 2010, ψηφίστηκαν περίπου 1.200 νόμοι, οι οποίοι συνοδεύτηκαν από 80.000 άρθρα και 500.000 υπουργικές αποφάσεις, κοινές υπουργικές αποφάσεις και προεδρικά διατάγματα, που συνεχίζουν να καθορίζουν (και θα το κάνουν για δεκαετίες, αν δεν καταργηθούν) όλο το φάσμα της οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής, εκπαιδευτικής, οικιστικής, πολιτισμικής κ.λπ. ζωής των επομένων γενεών, με πλέον χαρακτηριστική την πρωτοφανή δέσμευση της δημόσιας περιουσίας για διάστημα 99 ετών.
Ασφαλιστικό: Περικοπές άνω των 100 δισ. σε 12 χρόνια
Το μεγαλύτερο βάρος των μνημονιακών περικοπών έπεσε στις συντάξεις, καθώς ήταν σχεδόν απόλυτη προτεραιότητα των δανειστών η μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης ως ποσοστό του ΑΕΠ. Και όσο αυτό μειωνόταν ραγδαία, τόσο η τρόικα απαιτούσε τη μία περικοπή μετά την άλλη. Το αποτέλεσμα ήταν από το 2010 έως το 2018 να γίνουν περισσότερες από 25 διαδοχικές παρεμβάσεις, που μείωσαν τις συντάξεις από 19,9% έως και πάνω από 50% σε ορισμένες περιπτώσεις, με το συνολικό ποσό των απωλειών έως σήμερα να ξεπερνά κατά πολύ τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ.
Παρά τις πολιτικές υποσχέσεις και, πολλές φορές, κόντρα σε δικαστικές αποφάσεις, σχεδόν όλες οι ρυθμίσεις παραμένουν έως σήμερα σε ισχύ. Πρώτη και κύρια η μείωση (ν. 3863/2010) και στη συνέχεια κατάργηση από το 2013 (ν. 4093) της 13ης και 14ης σύνταξης σε κύριες και επικουρικές, με συνολικό κόστος 40 δισ. ευρώ. Παρά τη μερική αποκατάσταση της 13ης σύνταξης την άνοιξη του 2019, η σχετική διάταξη καταργήθηκε οριστικά και αυτή έπειτα από έναν χρόνο, τον Φεβρουάριο του 2020.
Ωστόσο, η ρύθμιση που παραμένει σε ισχύ και εξακολουθεί να μειώνει τα εισοδήματα των συνταξιούχων έως και σήμερα είναι η λεγόμενη προσωπική διαφορά στις συντάξεις, που θεσπίστηκε το 2016 με τον νόμο Κατρούγκαλου (ν. 4387). Μπορεί μεν να μην εφαρμόστηκαν τελικά οι ψηφισμένες περικοπές του 2019, ωστόσο η διατήρηση αυτής της διάκρισης συνεχίζει να ψαλιδίζει τα εισοδήματα των συνταξιούχων.
Μετά τον νόμο 4670, που προέβλεπε αυξημένα ποσοστά αναπλήρωσης για όσους είχαν άνω των 30 ετών ασφάλιση, αποκλείστηκαν από τις αυξήσεις και τα αναδρομικά όσοι είχαν προσωπική διαφορά, με συνέπεια ο μέσος όρος των αυξήσεων να διαμορφωθεί στο εξευτελιστικό ποσό των 8 ευρώ τον μήνα.
Κάτι αντίστοιχο αναμένεται να συμβεί και με τις αυξήσεις που θα ισχύσουν από την 1η Ιανουαρίου 2023: η διατήρηση της προσωπικής διαφοράς μειώνει ακόμη και την πενιχρή αύξηση, που αναμένεται να φτάσει το 7%. Ταυτόχρονα, όμως, αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο (όπως παραδέχθηκαν ακόμη και οι κύριοι Μητσοτάκης και Χατζηδάκης) από τις αυξήσεις αποκλείονται περίπου 800.000 συνταξιούχοι.
Εργασιακά: Επικοινωνιακή φούσκα οι αυξήσεις στον κατώτατο
Οι διαδοχικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού από το 2019 και έπειτα έχουν δημιουργήσει την επίπλαστη εικόνα της αποκατάστασης των εργασιακών σχέσεων στον ιδιωτικό τομέα. Πράγματι, ο μισθός του ανειδίκευτου εργάτη, μετά το βάρβαρο «τσεκούρι» του 2012, οπότε και μειώθηκε από τα 751 ευρώ στα 586 ευρώ (παράλληλα με τη θέσπιση του υποκατώτατου ύψους 510 ευρώ για τους νέους κάτω των 25 ετών), άρχισε να ανακάμπτει σταδιακά: στα 650 ευρώ τον Φεβρουάριο του 2019, στα 663 ευρώ τον Ιανουάριο του 2022 και, τέλος, στα 713 ευρώ από την 1η Μαΐου του 2022 μέχρι σήμερα. Εν όψει και των εκλογών θεωρείται δεδομένο ότι η νέα αύξηση που θα ισχύσει από την άνοιξη θα επαναφέρει το ύψος του κατώτατου μισθού τουλάχιστον στα επίπεδα του 2012, δηλαδή στα 751 ευρώ, με δέκα χρόνια καθυστέρηση.
Ομως, την ίδια στιγμή, όπως αποδεικνύεται και από πρόσφατη έρευνα, αυτές οι θετικές παρεμβάσεις έχουν πολύ μικρή θετική επίδραση για τους εργαζομένους. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 80% δηλώνει πως δεν έχει λάβει καμία αύξηση τα τελευταία χρόνια, προφανώς γιατί δεν αμείβεται με τον κατώτατο μισθό.
Η αιτία είναι η διατήρηση του σκληρού πυρήνα των μνημονιακών παρεμβάσεων κυρίως σε ό,τι αφορά τις συλλογικές συμβάσεις και τις τριετίες, δηλαδή τις προσαυξήσεις λόγω προϋπηρεσίας. Σε ό,τι αφορά το πρώτο σκέλος, από τις περίπου 150 συλλογικές συμβάσεις το 2012 -και με εξαίρεση τη διετία 2018-19, οπότε και επανήλθε μερικώς το νομικό πλαίσιο και οι συμβάσεις έφτασαν τις 25-, αυτή τη στιγμή είναι εν ισχύ περίπου 15 συμβάσεις, που προβλέπουν αυξημένες αποδοχές.
Σε ό,τι αφορά τις τριετίες, παραμένει ακέραιη η διάταξη που ψηφίστηκε το 2012 και προβλέπει ότι αυτές παραμένουν παγωμένες μέχρι να πέσει η ανεργία κάτω από 10%, ωστόσο αφορά όσες είχαν συμπληρωθεί μέχρι τον Φεβρουάριο του 2012. Επομένως, όσοι εντάχθηκαν για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας πριν από 10 χρόνια δεν δικαιούνται καμία προσαύξηση λόγω προϋπηρεσίας!Μνημονιακοί νόμοι, θηλιά διαρκείας για μισθούς – συντάξεις