Των Φαίδωνα Γ. Καραϊωσηφίδη και Ηλία Παπανικολάου-flight.com.gr
Με την επικείμενη άφιξη των πρώτων ελικοπτέρων πολλαπλών ρόλων Sikorsky/Lockheed Martin MH-60R ή περισσότερο πλέον γνωστών ως «Romeo» (R: ROMEO) κάνουμε αναδρομή στην εξέλιξη και τις καταβολές του, προκειμένου να ανασκευαστούν κάποιες παρεξηγήσεις και να διευκρινιστούν ορισμένες επιχειρησιακές πτυχές της συγκεκριμένης έκδοσης.
Το κείμενο είναι μέρος ενός μεγαλύτερου άρθρου που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην «Π&Δ» 394, το Φεβρουάριο του 2019.
Το MH-60R, γνωστό αρχικά ως «LAMPS Mark III Block II Upgrade», αποτελεί τη δεύτερη (ή και 2,5/+) γενιά ναυτικών ελικοπτέρων του Αμερικανικού Ναυτικού, το οποίο είναι βασισμένο στην οικογένεια των H-60. Εξελίχθηκε αρχικά από την IBM/Loral, που εξαγοράστηκε αργότερα από τη Lockheed Martin.
Να υπενθυμίσουμε ότι το USN έχει αξιοποιήσει εκδόσεις τής συγκεκριμένης οικογένειας που περιλαμβάνουν τα SH-60B και SH-60F (πλέον αμφότερα εκτός υπηρεσίας), ΗΗ-60H (έχει αποσυρθεί), MH-60R και MH-60S σε ρόλους οργανικού ελικοπτέρου σε πλοία διαφόρων μεγεθών, ASW, ASuW, SAR/CSAR (το σύνολο των εκδόσεων φέρει σχετικό βαρούλκο), NSW (Naval Special Warfare), VERTREP (Vertical Replenishment), MEDEVAC κ.ά.
Το αρχικό SH-60B είχε εξελιχθεί ως αναβαθμισμένος αντικαταστάτης του SH-2 Seasprite, το οποίο στις αρχές της δεκαετίας του 70 (στην έκδοση SH-2F), υπηρετούσε ως LAMPS (Light Airborne Multi-Purpose System) Mark I και ήταν εξοπλισμένο για επιχειρήσεις σε ναυτικό περιβάλλον (ASW/ASuW), με δευτερεύοντα ρόλο έρευνας-διάσωσης.
Το διάδοχο σχήμα, αν και ξεκίνησε αρχικά ως περαιτέρω εκσυγχρονισμός τού SH-2F υπό το πρόγραμμα LAMPS Mark II, σύντομα αποκαλύφθηκε ότι δεν μπορούσε να υποστηριχθεί από το Sea Sprite λόγω περιορισμών μεγέθους και βάρους. Έτσι το 1974 ξεκίνησε διαδικασία αναζήτησης νέου ελικοπτέρου και στο πλαίσιο αυτό αξιολογήθηκαν για ναυτική χρήση οι δυο υποψηφιότητες που είχαν υποβληθεί στον διαγωνισμό UTTAS (Utility Tactical Transport Aircraft System) του Αμερικανικού Στρατού, του YUH-60 της Sikorsky και του YUH-61 της Boeing-Vertol.
Παρά το γεγονός ότι η αναζήτηση του USN ήταν ανεξάρτητη του Στρατού, το 1978 (το USN) επέλεξε τον ίδιο τύπο που είχε επικρατήσει στον UTTAS, το Sikorsky S-70, το οποίο για τον ρόλο της πλατφόρμας LAMPS MkIII χαρακτηρίστηκε ως S-70B ή SH-60B Seahawk. Το τελευταίο διατηρούσε 83% κοινά στοιχεία με το UH-60A Blackhawk. Oι κύριες διαφορές αφορούσαν την προστασία από διάβρωση στο θαλάσσιο περιβάλλον που θα επιχειρούσε, τους ισχυρότερους κινητήρες, την απάλειψη της αριστερής ολισθαίνουσας θύρας της καμπίνας, τη μετακίνηση του ουραίου σκέλους 3,96 μέτρα προς τα εμπρός για τη μείωση του ίχνους πάνω στο ελικοδρόμιο, το διαφορετικό σύστημα ανάδρασης των κυρίως σκελών, την τοποθέτηση δύο σημείων ανάρτησης φορτίου/οπλισμού, τις μεγαλύτερες δεξαμενές καυσίμου, την υποδομή δίπλωσης των πτερυγίων του στροφείου και του ουραίου προβόλου κ.ά.
Σημαντικό χαρακτηριστικό, άμεσα σχετιζόμενο με τον ASW ρόλο του, ήταν η εγκατάσταση του εκτοξευτή ηχοσημαντήρων 25 σωλήνων στην αριστερή πλευρά τής πίσω ατράκτου μαζί με τον αντίστοιχο εξοπλισμό λήψης/ανάλυσης σημάτων UYS-1. Το ελικόπτερο έφερε επίσης ραντάρ έρευνας APS-124, ESM ALQ-142 και MAD (Magnetic Anomaly Detector) AQS-81.
Το πρώτο SH-60B παραγωγής πέταξε στις 11 Φεβρουαρίου 1983, ενώ ο τύπος μπήκε σε υπηρεσία το 1984 ως οργανικό ελικόπτερο φρεγατών, αντιτορπιλικών και καταδρομικών σε στενή συνεργασία και ως προέκταση του εξοπλισμού ASW επί του πλοίου. Στα τέλη της δεκαετίας του 80, στο πλαίσιο του προγράμματος εκσυγχρονισμού LAMPS III Βlock I τοποθετήθηκε FLIR AAS-44 στο ρύγχος και βελτιώθηκε το σύστημα ισχύος, με τους T700-401C να αποδίδουν πλέον 1.900 shp (έναντι των 1.700 shp του παλαιότερου μοντέλου) με ενισχυμένο κιβώτιο μετάδοσης (3.400 shp έναντι των 3.000 shp).
Στον επιχειρησιακό εξοπλισμό αναβαθμίστηκε ο δέκτης των ηχοσημαντήρων σε σύστημα 99 καναλιών, το ραντάρ απέκτησε διαμορφώσεις υποβοήθησης στόχευσης πυραύλων AGM-119 Penguin, που υποστηρίζονταν από νέους πυλώνες LHEP (Left Hand Extended Pylon) ικανούς να φορτώνουν ένα βλήμα. Η συνολική παραγγελία SH-60B για τις αμερικανικές ανάγκες ξεπέρασαν τα 180, με τα ελικόπτερα να εντάσσονται σε Μοίρες HSL (Helicopter anti–submarine Squadron, Light).
Το Ισπανικό Ναυτικό, για να υποστηρίξει έξι φρεγάτες κλάσης Santa Maria βασισμένες στις αμερικανικές Oliver Hazard Perry, στα μέσα της δεκαετίας του 80 παρήγγειλε 12 εξαγωγικά S-70B-1, στην ίδια διαμόρφωση με τα αμερικανικά SH-60B LAMPS. Αντίστοιχα το Βασιλικό Ναυτικό της Αυστραλίας (RAN) παρήγγειλε 16 S-70B-2 για τις φρεγάτες κλάσης Adelaide (Π&Δ 392, «Φρεγάτες Adelaide για το ΠΝ, Άνθρακες ή Θησαυρός;»), που είχε αποκτήσει την ίδια περίπου περίοδο.
Μια σημαντική καμπή στην εξελικτική πορεία των Seahawk ήταν η ανάπτυξη της έκδοσης SH-60F (ανεπισήμως γνωστής ως Oceanhawk), που προοριζόταν για εγγύς ανθυποβρυχιακή άμυνα και επιχειρούσε κυρίως από αεροπλανοφόρα ή άλλα μεγάλα πλοία του USN (CV Helo). Η κύρια διαφοροποίηση σε σχέση με τα SH-60Β ήταν η υιοθέτηση του ποντιζόμενου σόναρ AQS-13F, ενώ απαλείφθηκαν το ραντάρ, το MAD και το σύστημα γρύπου στο κατάστρωμα RAST (Recovery, Assist, Secure and Traversing system).
Με την ενσωμάτωση του σόναρ AQS-13F, τα SH-60F χρησιμοποιούσαν διαφορετικές τακτικές ανθυποβρυχιακής έρευνας εντός του σχηματισμού των πλοίων και πέριξ του αεροπλανοφόρου (εσώτερη ζώνη άμυνας), σε αντίθεση με τα SH-60B που ερευνούσαν απλώνοντας πεδία ηχοσημαντήρων στην εξώτερη ζώνη. Τα SH-60F διατήρησαν όμως τη δυνατότητα χρήσης sonobuoy με έξι σωλήνες άφεσης (που έριχναν τους ηχοσημαντήρες με τη βοήθεια της βαρύτητας, αντί να εκτοξεύονται με πεπιεσμένο αέρα στα LAMPS III). Τα CV Helo είχαν επίσης ρόλο SAR για άμεση επέμβαση στη διαδικασία των προσαπονηώσεων. Η εξέλιξη του SH-60F ξεκίνησε το 1985, πρωτοπέταξε τον Μάρτιο του 1987 και η παραγωγή 76 ελικοπτέρων ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 1994.
Ο τύπος μπήκε σε υπηρεσία στις 22 Ιουνίου 1989 με Μοίρες που χαρακτηρίζονταν HS (Helicopter antisubmarine Squadron). Με βάση τα SH-60F εξελίχθηκε η έκδοση HH-60H Rescue Hawk (με αντίστοιχο παράγωγο το ΗΗ-60J της Αμερικανικής Ακτοφυλακής) ως ελικόπτερο CSAR, NSW (Naval Special Warfare) και ASuW, που υπηρέτησε με δύο Μοίρες HCS (Helicopter Combat support Special Squadron) από το 2005 έως το 2016.
Τα HH-60H, που χαρακτηρίζονταν ως τα πλέον ικανά ελικόπτερα για επιβίωση σε αποστολές, χρησιμοποιήθηκαν και από Μοίρες HS (ASW) που είχαν στη σύνθεσή τους 6 SH-60F και 2-3 «Rescue Hawk». Η έκδοση ενσωμάτωνε FLIR με καταδείκτη λέιζερ AAS-44 και το «πακέτο» ASE (Aircraft Survival Equipment) που περιλάμβανε παρεμβολέα IR ALQ-144, LWR AVR-2, RWR APR-39(V)2, προειδοποιητή επερχόμενου βλήματος AAR-47 και διανομείς αναλωσίμων ΗΠ ALE-47. Το HH-60H μπορούσε να μεταφέρει τετράδα πυραύλων Hellfire AGM-114 σε εκτοξευτή M299 αναρτημένο στον πυλώνα LHEP, ενώ ο οπλισμός του περιλάμβανε πολυβόλα M60D, M240, GAU-16 και GAU-17/A. Τα περισσότερα από τα χαρακτηριστικά των HH-60H «μεταμοσχεύθηκαν» στα MH-60S, που θα δούμε παρακάτω.
Επόμενος εξαγωγικός πελάτης ήταν η Ιαπωνική Ναυτική Δύναμη Αυτοάμυνας (JMSDF) που επέλεξε το S-70B-3 για την αντικατάσταση των Mitsubishi HSS-2A/B Sea King. Κατά τη συνηθισμένη ιαπωνική τακτική, εξελίχθηκε σε μια εγχώρια έκδοση που έγινε γνωστή ως SH-60J βασισμένη στο SH-60B, αλλά και με ιαπωνικής προέλευσης ηλεκτρονικά σε συνδυασμό με τη φιλοσοφία του SH-60F (ποντιζόμενο σόναρ αντί ηχοσημαντήρων). Με κινητήρες GE/IHI T700-IHI-701C κατασκευασμένους κατόπιν αδείας από την Ishikawajima-Harima Heavy Industries, διέθεταν ραντάρ έρευνας επιφανείας HPS-104, ποντιζόμενο σόναρ HQS-103 και ESM HLR-108.
Παράχθηκαν 101 ελικόπτερα από το 1990 έως και το 2007, ενώ το UH-60J είναι μια έκδοση SAR για τις JASDF και JMSDF (το Ιαπωνικό Ναυτικό). Τα 40 UH-60J άρχισαν να αντικαθίστανται με 40 νεότερα UH-60J+ από το 2010. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ξεκίνησε η κατασκευή της αναβαθμισμένης έκδοσης SH-60K με ελαφρώς μεγαλύτερη καμπίνα, νέο στροφείο, ισχυρότερους κινητήρες T700-IHI-401C2 και νέα ηλεκτρονικά. Συνολικά κατασκευάστηκαν 50 με παραδόσεις από το 2005.
Αν και το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό πιστώνεται πολλές φορές την ανάπτυξη του S-70B-6 ως την ικανότερη έκδοση του Seahawk μέχρι και την έλευση των MH-60R, στην πραγματικότητα αυτό είναι εν μέρει αλήθεια. Με την ελληνική παραγγελία να υλοποιείται το 1991, ακόμη και αν δεν ληφθεί υπόψη το S-70B-3/SH-60J της JMSDF, υπάρχει το S-70C(M)-1/2 Thunderhawk του Ναυτικού της Δημοκρατίας της Κίνας (Ταϊβάν) που προηγείται της ελληνικής προμήθειας.
Τυπικά ο χαρακτηρισμός S-70C αναφέρεται στην εμπορική έκδοση του τύπου και υιοθετήθηκε για την περίπτωση της Ταϊβάν, προκειμένου να τηρηθούν από την Ουάσιγκτον τα προσχήματα πώλησης πολεμικού υλικού στην Ταϊπέι δεδομένων των αντιδράσεων του Πεκίνου. Τα Thunderhawk με ραντάρ έρευνας επιφανείας AN/APS-143(V)3, ποντιζόμενο σόναρ AN/AQS-18(V)3 και ESM AN/ALR-606(V)2 έχουν τη σύνθεση των Aegeanhawk, των οποίων όμως προηγούνται χρονικά.
Επιπροσθέτως, φέρουν και έναν ή δύο δέκτες σημάτων ηχοσημαντήρων ARR-84 (οι οποίοι αφήνονται από διανομείς μέσω βαρύτητας όπως και στα SH-60F), εξοπλισμός που αναφερόταν κάποτε από τη Sikorsky στα ελληνικά S-70B-6, αλλά δεν φαίνεται να υιοθετήθηκε ποτέ. Η διαφοροποίηση ανάμεσα στα S-70C(M)-1 και S-70C(M)-2 των δυο διαφορετικών παρτίδων (των 10 ελικοπτέρων η καθεμιά) αφορά σε διαφορετικούς κινητήρες: CT7-2D-1 στα πρώτα και T700-GE-401C στα δεύτερα. Το πρώτο S-70C(M)-1 παραδόθηκε στο ROCN των ΗΠΑ τον Ιούλιο του 1990 και η 701η Μοίρα που τα αξιοποίησε πέτυχε καθεστώς IOC τον Μάρτιο του 1994. Η ελληνική παραγγελία χρονολογείται νωρίς το 1991 (βλέπε σχετικό πλαίσιο), αν και πιθανότατα οι διαπραγματεύσεις με τη Sikorsky είχαν ξεκινήσει σημαντικά νωρίτερα και ίσως συνέπεσαν χρονικά περίπου με αυτές της Ταϊβάν.
Στην πραγματικότητα το ΠΝ υιοθέτησε την έκδοση του Seahawk που προωθούσε η αμερικανική εταιρεία εκείνη την εποχή στη διεθνή αγορά με μια τριάδα χαρακτηριστικών: ποντιζόμενο σόναρ, ραντάρ έρευνας επιφανείας και ESM. To ναυτικό ελικόπτερο, διαφορετικής φιλοσοφίας από το σύστημα LAMPS, μπορούσε να προσελκύσει διεθνείς πελάτες, αν και οι πωλήσεις εκτός Ταϊβάν και Ελλάδας περιορίστηκαν στη συνέχεια σε έξι S-70B-7 για το Βασιλικό Ναυτικό της Ταϊλάνδης, παρόμοια με τα S-70C(M)-2/Β-6, αν και με διαφορετικό εξοπλισμό ESM.
Το Τουρκικό Ναυτικό έγινε ο μεγαλύτερος χρήστης του τύπου με σταδιακές αγορές S-70B-28 που φτάνουν τις 31. Η μικρή σχετικά επιτυχία του S-70B πρώτης γενιάς (εκτός των χωρών που αγόρασαν την έκδοση LAMPS για λόγους συμβατότητας με αμερικανικής σχεδίασης πλοία), δεν αντανακλά σε καμία περίπτωση τις ικανότητες του ελικοπτέρου, που ξεπερνούσαν κατά πολύ τις προτάσεις του ανταγωνισμού. Η εξήγηση έγκειται στο γεγονός ότι η συγκεκριμένη περίοδος στη δεκαετία του ’90 αποτελούσε «μεσοδιάστημα» στην ανανέωση των στόλων ανθυποβρυχιακών ελικοπτέρων στη Δύση με τους δυο κύριους τύπους, τα Sea King και Lynx, να βρίσκονται ακόμη στο μέσον της καριέρας τους. Σημαντικά μεγαλύτερη διεθνή εξαγωγική επιτυχία γνώρισε η νεότερη έκδοση MH-60R, αν και οι δυνητικές πωλήσεις του επηρεάστηκαν σαφώς από τη διαθεσιμότητα του ΝΗ90 NFH, το οποίο παρά τα αρχικά του προβλήματα κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή αγορά.
Στα τέλη της δεκαετίας του 90 το Αμερικανικό Ναυτικό υιοθέτησε έναν ευρύτερο σχεδιασμό για την ανάπτυξη δύο βασικών τύπων ελικοπτέρων (και τα δύο πολλαπλών ρόλων), που θα αντικαθιστούσαν επτά υφιστάμενα μοντέλα. Επρόκειτο (με χρονολογική εμφάνιση) για το MH-60S που πρωτοπέταξε τον Ιανουάριο του 2000 και μπήκε σε υπηρεσία το 2002, και το MH-60R που πέταξε για πρώτη φορά τον Ιούλιο του 2001 και εντάχθηκε σε Μοίρα τον Δεκέμβριο του 2005.
MH-60R «Romeo»
Το MH-60R ήταν αρχικά γνωστό ως LAMPS Mark III Block II Upgrade, με πρόγραμμα που στόχευε να αναβαθμίσει και να συμπληρώσει τις δυνατότητες των LAMPS Mark ΙΙΙ Block I σε τέσσερις κύριους τομείς: την προσθήκη ποντιζόμενου σόναρ ALFS (Airborne Low Frequency dipping Sonar), την επέκταση των λειτουργιών ραντάρ με δυνατότητα ISAR (Inverse Synthetic Aperture Radar), την αύξηση της κάλυψ