Τον κώδωνα του κινδύνου κρούει η επιστημονική κοινότητα λόγω του συναγερμού για λειψυδρία που έχει σημάνει σε πολλές περιοχές της χώρας. Συνολικά 14 δήμοι της χώρας έχουν κηρυχθεί από την Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, μεταξύ αυτών είναι πέντε δήμοι της Κρήτης, η Σέριφος, η Σίφνος, η Λέρος, ο Πόρος, οι Σπέτσες, ο δήμος Σάμης στην Κεφαλονιά καθώς και περιοχές στην Κόρινθο, στην Αλεξανδρούπολη και στην Ξάνθη.
Ακόμα, την κατάσταση δυσχεραίνουν οι παρατεταμένες υψηλές θερμοκρασίες σε συνδυασμό με τις μειωμένες βροχοπτώσεις σε αρκετές περιοχές, την ίδια ώρα που η θερινή τουριστική περίοδος οδεύει προς την κορύφωσή της.
«Πράγματι, φέτος σε πολλές περιοχές στα ανατολικά της χώρας υπάρχει, για το διάστημα Οκτωβρίου 2023 με Απρίλιο 2024, μια μείωση των βροχοπτώσεων, σε σχέση με το μέσο όρο της προηγούμενης δεκαετίας, κατά 40-50%», εξήγησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η ομότιμη καθηγήτρια στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ, Μαρία Μιμίκου, και πρόσθεσε: «Στην Αττική, για παράδειγμα, είχαμε μείωση 45% ενώ μείωση είχαμε και στην Κρήτη και ειδικά στην ανατολική Κρήτη και στον Άγιο Νικόλαο, ήταν της τάξεως του 60%».
Ωστόσο, η ίδια διευκρίνισε ότι λειψυδρία μπορεί να υπάρξει και χωρίς την ξηρασία. Χαρακτηριστικά, η Μαρία Μιμίκου ανέφερε: «Η λειψυδρία στην Ελλάδα είναι ένα ενδημικό φαινόμενο θα έλεγα, είναι το έλλειμμα μεταξύ προσφοράς και ζήτησης νερού, του διαθέσιμου νερού. Επομένως, η λειψυδρία υπάρχει λόγω της ξηρασίας, αλλά υπάρχει περίπτωση να έχουμε λειψυδρία χωρίς να έχουμε ξηρασία. Πολλές ανατολικές χώρες έχουν έλλειμμα, απλά μας φαίνεται πιο πολύ, όσο συνεχίζονται τα ξηρά και άνομβρα χρόνια».
Όπως επισημαίνει η ομότιμη καθηγήτρια στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ, οι ξηρές χρονιές αλλά και η ανοικονόμητη κατανάλωση νερού προκαλούν λειψυδρία σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Για τον λόγο αυτό, επομένως, είναι ανάγκη να υπάρξουν περιορισμοί και να ληφθούν αποφάσεις, με την ίδια να τονίζει το εξής: «Υπάρχει ένα έντονο καμπανάκι στην Ελλάδα. Πρέπει σε κάθε χρήση νερού είτε είναι υδρευτική είτε αρδευτική – κυρίως στην αρδευτική – να βελτιωθούν οι μέθοδοι άντλησης, να μεγαλώσει ο λόγος παραγωγικότητας του αγροτικού νερού. Χρειάζεται να μπει σε σωστές βάσεις το θέμα της διαχείρισης των υδατικών πόρων. Θα πρέπει να υπάρχει ένας κεντρικός φορέας διαχείρισης υδατικών πόρων που θα λειτουργεί αποκεντρωμένα και κεντρικά κάτω από ένα εθνικό στρατηγικό σχέδιο εκτίμησης, αξιοποίησης και διαχείρισης των υδατικών πόρων και, από εκεί και πέρα, θα πρέπει να ακολουθήσουν τα μοντέλα διακυβέρνησης όπως υπάρχουν».
Συναγερμός για Μόρνο, φράγμα Αποσελέμης και λίμνη Πηνειού
Μεγάλη πτώση της στάθμης του νερού σε σχέση με το 2022 διαπιστώνεται σε δύο σημαντικούς ταμιευτήρες νερού στη χώρα μας, σύμφωνα με δορυφορική ανάλυση δεδομένων από την Επιχειρησιακή Μονάδα BEYOND του ΙΑΑΔΕΤ/ΕΑΑ.
Συγκεκριμένα, στην τεχνητή λίμνη Μόρνου, στη Στερεά Ελλάδα, και στο φράγμα Αποσελέμης, στην Κρήτη, έπειτα από ανάλυση που εφάρμοσε το Beyond EO Centre NOA με δορυφορικές εικόνες Sentinel-2. Όπως εξηγεί η Επιχειρησιακή Μονάδα BEYOND του ΙΑΑΔΕΤ/ ΕΑΑ, παραθέτοντας σχετικούς χάρτες, «είναι φανερό ότι και στις δύο περιπτώσεις η στάθμη του νερού έχει μειωθεί και η διαφορά πτώσης μεταξύ του 2022 και του 2024 παρουσιάζεται με διαγράμμιση, το εμβαδόν της επιφάνειας της διαφοράς τους καλύπτει περίπου 4700 στρέμματα και 600 στρέμματα αντίστοιχα στους δύο χάρτες».
Από την πλευρά της, η σελίδα Climatebook – λαμβάνοντας υπόψη τα δορυφορικά δεδομένα που επεξεργάστηκε από τον δορυφόρο Sentinel-2 – στις 2 Ιουλίου 2023 διαπίστωσε ότι η συνολική έκταση της επιφάνειας της λίμνης ήταν περίπου 16,5 τετραγωνικά χιλιόμετρα, ενώ στις 26 Ιουνίου 2024 υπολογίστηκε σε περίπου 12,8 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, η έκταση της λίμνης είναι κατά 15-20% συρρικνωμένη σε σχέση με την μέση τιμή από το 2010.
«Η έκταση της τεχνητής λίμνης του Μόρνου για την συγκεκριμένη χρονική περίοδο υπολογίζεται ως η μικρότερη από το 2010 που υπάρχουν δορυφορικές παρατηρήσεις πολύ υψηλής ανάλυσης και σημειώνεται ότι η τεχνητή Λίμνη του Μόρνου αποτελεί τον κύριο ταμιευτήρα ύδρευσης της Αθήνας», επισημαίνει το Climatebook.