Τη μεγαλύτερη εμπλοκή της Ελλάδας στο πρόγραμμα της Ευρωκορβέτας μέσω PESCO ενέκρινε το ΚΥΣΕΑ κατά την προχθεσινή του συνεδρίαση υπό τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.
Του Χρήστου Μαζανίτη
Σύμφωνα με πληροφορίες του enikos.gr, ανάμεσα στα άλλα θέματα που συζητήθηκαν κατά την διάρκεια της συνεδρίασης του Κυβερνητικού Συμβουλίου Ασφαλείας (ΚΥΣΕΑ) ήταν και αυτό της περαιτέρω συμμετοχής της χώρας μας στο πρόγραμμα της Ευρωκορβέτας.
Το ΚΥΣΕΑ έδωσε έγκριση για την εκταμίευση του ποσού που απαιτείτο (σ.σ. δεν καταφέραμε να επιβεβαιώσουμε το νούμερο, αλλά οι ανεπίσημες πληροφορίες κάνουν λόγο για ποσό της τάξης των 13 εκατ. ευρώ) για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο κοινό πρόγραμμα Ιταλίας, Ισπανίας, Γαλλίας και Πορτογαλίας.
Το πρόγραμμα της ευρωκορβέτας μέσω του μηχανισμού PESCO (Permanent Structured Cooperation – Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία) βρίσκεται στο στάδιο του σχεδιασμού του πλοίου. Μπορεί ως βάση να έχει προκριθεί το σχέδιο που βασίζεται στην κορβέτα DOHA της ιταλικής Fincantieri, όμως δεδομένου ότι αλλάζει το σύστημα μάχης αλλά και η διαμόρφωση χρειάζεται επανασχεδιασμός και δοκιμές σε πολλούς τομείς πριν το σχέδιο ωριμάσει και μπει στην γραμμή παραγωγής.
Μάλιστα, όπως τόνιζαν στο enikos.gr πηγές από το Πεντάγωνο, φαίνεται ότι το πλοίο θα αρχίσει να παράγεται μετά το 2030 κι αυτό παρά τις διαβεβαιώσεις του Enrico Bonetti, chief operating officer στην Naviris, τον Νοέμβριο του 2021 ότι η πρώτη ευρωκορβέτα θα είναι έτοιμη το 2027.
H Naviris είναι μια κοινοπραξία 50/50 που συμμετέχει η Fincantieri και η Naval Group, η οποία ξεκίνησε τη λειτουργία της επισήμως τον Ιανουάριο του 2020. Με αυτή τη συμμαχία να φέρνει νέες ευκαιρίες στην αγορά πλοίων επιφανείας, η Fincantieri και η Naval Group έχουν παγιώσει την κοινή τους επιθυμία να οικοδομήσουν ένα μέλλον αριστείας για την ναυπηγική βιομηχανία και το ναυτικό.
Του προγράμματος ηγούνται τέσσερις χώρες, Ιταλία, Γαλλία, Ελλάδα και Ισπανία. Στην αρχή ήταν οι τρεις χώρες που ηγούντο στον κατασκευαστικό τομέα αφού διέθεταν τα ναυπηγεία. Η Γαλλία με την NAVAL, η Ιταλία με την Fincantieri και η Ισπανία με την Navantia.
Όμως, μετά την είσοδο ως στρατηγικού επενδυτή της Fincantieri στα ναυπηγεία Ελευσίνας και την από κοινού πορεία με την ΟΝΕΧ, πλέον και η Ελλάδα γίνεται μέλος του κατασκευαστικού προγράμματος.
Άλλωστε, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι τα ναυπηγεία Ελευσίνας, μέσω της αμερικανο-ιταλικής σύμπραξης έχουν προκρίνει την ναυπήγηση στην Ελλάδα της κορβέτας DOHA για το Πολεμικό Ναυτικό.
Η ευρωκορβέτα θα κοστίζει περίπου 250 εκατ. το κάθε πλοίο χωρίς τον εξοπλισμό του. Θα είναι εκτοπίσματος περίπου 3.000 τόνων, βασίζεται πάνω στην κορβέτα DOHA ενώ θα παράγεται σε 2 εκδόσεις. Μία σε ρόλο περιπολικού και μία για πολεμικές επιχειρήσεις.
Η Ελλάδα έχει ζητήσει σε ό, τι αφορά τις προδιαγραφές να φέρει σόναρ τρόπιδας, για ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις.
Αν και τα συστήματα μάχης και τα ραντάρ θα τα επιλέξει ο κάθε χρήστης ξεχωριστά, γενικότερα προκρίνεται ως διαμόρφωση αυτή που φέρουν οι κορβέτες DOHA – στην πολεμική έκδοση – με 16 κάθετους εκτοξευτήρες αλλά και CAMM–ER.
Προβλέπεται να είναι μήκους 105 μέτρων και να αναπτύσσει μέγιστη ταχύτητα 26 κόμβων.
Ήδη, από την Ε.Ε. έχουν εγκριθεί κονδύλια ύψους 60 εκατ. ευρώ για την ανάπτυξη του προγράμματος, ενώ μέχρι στιγμής έχει εκδηλωθεί το ενδιαφέρον ναυπήγησης 20 πλοίων, 6 για την Γαλλία, 6 για την Ισπανία και 8 για την Ιταλία, με την Ελλάδα να προορίζεται δυνητικά για την απόκτηση 5 ή 6.
Κατά τα λοιπά, στο ΚΥΣΕΑ της Δευτέρας αποφασίστηκε η προμήθεια πυραύλων μακρού πλήγματος Rampage και των συλλογών κατευθυνόμενων βομβών, Spice, για την Πολεμική Αεροπορία.
Οι πύραυλοι RAMPAGE με εμβέλεια που υπό προϋποθέσεις φτάνουν τα 180 χλμ προορίζονται για τις «Οχιές του Αιγαίου», τα αναβαθμισμένα F-16 σε Viper της Πολεμικής Αεροπορίας, επιτυγχάνονται βαθιά πλήγματα σε επίγειους εχθρικούς στόχους. Το κόστος του προγράμματος ανέρχεται στα 50 εκατ.
Σε ό, τι αφορά τις συλλογές SPICE, πρόκειται για κιτ αναβάθμισης των παλαιών τύπου βομβών των 1.000 και 2.000 λιβρών που τις μετατρέπουν σε έξυπνες – κατευθυνόμενες εμβέλειας έως και 100 χιλιομέτρων. Το κόστος του προγράμματος ανέρχεται στα 130 εκατ. ευρώ.