Η καρδιακή ανεπάρκεια δεν κάνει διακρίσεις. Είναι μια πάθηση που μπορεί να «χτυπήσει» σε οποιαδήποτε ηλικία, προκαλώντας συμπτώματα λιγότερο ή περισσότερο γνωστά και σοβαρά. Δεν θεραπεύεται, αν όμως διαγνωστεί έγκαιρα, μπορεί να τεθεί υπό έλεγχο, διευκολύνοντας σημαντικά την καθημερινότητα των ασθενών.
Η καρδιολόγος Gosia Wamil της Mayo Clinic Healthcare του Λονδίνου αποκαλύπτει ποια είναι τα συμπτώματα που θα πρέπει να μας θορυβήσουν αρκετά, ώστε να κανονίσουμε άμεσα μια επίσκεψη στο γιατρό.
Η καρδιακή ανεπάρκεια προκαλείται όταν η καρδιά γίνεται πολύ δύσκαμπτη ή αδύναμη και αδυνατεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του σώματος για άντληση αίματος.
Οι καρδιακές παθήσεις αποτελούν την κυριότερη αιτία που μπορεί να οδηγήσει σε καρδιακή ανεπάρκεια. Ωστόσο, ο καρδιακός μυς μπορεί επίσης να γίνει δύσκαμπτος εξαιτίας διαβήτη ή υψηλής αρτηριακής πίεσης που δεν ελέγχεται σωστά. Μεταξύ των συμπτωμάτων που μαρτυρούν καρδιακή ανεπάρκεια είναι
το πρήξιμο στους αστραγάλους,
η δύσπνοια,
ο πόνος στο στήθος,
η κόπωση κατά την άσκηση και
ο γρήγορος ή ακανόνιστος καρδιακός παλμός.
Σε σπανιότερες περιπτώσεις, πίσω από την εμφάνιση της πάθησης μπορεί να κρύβονται καρδιομυοπάθειες ή μυοκαρδίτιδα. Μερικοί ακόμη παράγοντες που φαίνεται να σχετίζονται την καρδιακή ανεπάρκεια είναι η υπνική άπνοια, ορισμένες βλαβερές συνήθειες του τρόπου ζωής, αλλά και μερικά αντικαρκινικά φάρμακα.
«Η υιοθέτηση μιας υγιεινής διατροφής, η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, η αποφυγή του ενεργητικού και παθητικού καπνίσματος, καθώς και του αλκοόλ μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη της καρδιακής ανεπάρκειας», δήλωσε η δρ. Wamil.
Η ίδια τόνισε, ωστόσο, κάνοντας δηλώσεις σε δελτίο Τύπου της Mayo Clinic Healthcare πως «υπάρχουν κι άλλα συμπτώματα, που οι άνθρωποι μπορεί να μη συσχετίζουν με καρδιακή ανεπάρκεια. Μεταξύ αυτών είναι ο επίμονος βήχας, το κοιλιακό πρήξιμο, η γρήγορη αύξηση βάρους, η ναυτία και η έλλειψη όρεξης».
Σύμφωνα με την δρ. Wamil, τα άτομα που παρουσιάζουν οποιοδήποτε από αυτά τα συμπτώματα θα πρέπει να επικοινωνήσουν με τον γιατρό τους.
Η έρευνά της για την καρδιακή ανεπάρκεια περιλαμβάνει μελέτες που στοχεύουν στην κατανόηση της πάθησης, καθώς και στη χρήση νέων μεθόδων ιατρικής απεικόνισης για τον έγκαιρο εντοπισμό της. Οι θεραπείες ελέγχου των συμπτωμάτων μπορεί να διαφέρουν, ανάλογα με τα αίτια που έχουν προκαλέσει την καρδιακή ανεπάρκεια σε κάθε ασθενή.
«Μετά τη διάγνωση της καρδιακής ανεπάρκειας, οι ασθενείς θα πρέπει να διαχειρίζονται την κατάσταση για το υπόλοιπο της ζωής τους, συνήθως μέσω φροντίδας σε εξειδικευμένες κλινικές καρδιακής ανεπάρκειας», εξήγησε η δρ. Wamil. Μεταξύ των διαθέσιμων θεραπειών περιλαμβάνονται η φαρμακευτική αγωγή, οι χειρουργικά εμφυτευμένες συσκευές και, σε προχωρημένες περιπτώσεις, οι μεταμοσχεύσεις καρδιάς.
Επιπλέον, η έρευνα σχετικά με τη διαχείριση της καρδιακής ανεπάρκειας βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη, με στόχο την ανάπτυξη νέων θεραπειών.
«Τα τελευταία χρόνια, έχουμε παρατηρήσει σημαντικές προόδους, με την εισαγωγή νέων κατηγοριών φαρμάκων για τη διαχείριση της καρδιακής ανεπάρκειας», δήλωσε η δρ. Wamil. Ανάμεσα στα φάρμακα αυτά είναι και οι αναστολείς SGLT2, που αναπτύχθηκαν αρχικά για να μειώσουν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα ασθενών με διαβήτη.