Γράφει ο Σάι Γκαλ, Καθημερινή
Ένα σύμφωνο μπορεί να καταλυθεί όχι με λόγια αλλά με μονιμότητα – ένα συμφωνητικό που προοριζόταν να διασφαλίσει την ανεξαρτησία της Κύπρου έγινε, στα χέρια ενός εγγυήτριας δύναμης, το εργαλείο της ανατροπής της. Η Συνθήκη Εγγυήσεως ήταν σαφής στον σκοπό της: η Βρετανία, η Ελλάδα και η Τουρκία δεσμεύθηκαν να εγγυηθούν την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και τη συνταγματική τάξη της Κύπρου. Κάθε μία παραιτούνταν από το δικαίωμα προσάρτησης ή διαίρεσης του νησιού, και το Άρθρο IV, στο οποίο η Τουρκία επικαλείται δικαιολόγηση, επέτρεπε μονομερή δράση μόνο για την αποκατάσταση της νόμιμης τάξης. Αυτό που συνέβη το 1974 πέτυχε το αντίθετο. Το πραξικόπημα της χούντας κράτησε ημέρες, η κατοχή διαρκεί 51 χρόνια.
Η στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας δεν αποτελεί δικαίωμα αλλά παραβίαση – ένα κράτος δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα εγγυητής και καταστροφέας ενός συντάγματος. Πρόκειται πλέον για νομικό ζήτημα που η Ευρώπη οφείλει να επιβλέψει. Ο βορράς της νήσου –τα κατεχόμενα εδάφη– δείχνει τι συμβαίνει όταν το διεθνές δίκαιο αντιμετωπίζεται ως κατάλογος επιλογών και όχι ως δεσμευτικό πλαίσιο.
Τα Ψηφίσματα 541 και 550 του ΟΗΕ κήρυξαν την αποκαλούμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» – το ψευδοκράτος – νομικά άκυρα, κάλεσαν σε μη αναγνώριση και ζήτησαν απόσυρση. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στις υποθέσεις Λοϊζίδου και Κύπρου κατά Τουρκίας, έκρινε ότι η Τουρκία ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο και φέρει ευθύνη. Αυτές οι δεσμευτικές δικαστικές αποφάσεις επιβεβαιώνουν αυτό που κωδικοποιεί η Σύμβαση της Βιέννης στο Άρθρο 60: Μια ουσιώδης παραβίαση επιτρέπει αναστολή ή καταγγελία. Ex injuria jus non oritur – από αδικοπραξία δεν γεννάται δικαίωμα. Η Τουρκία δεν μπορεί να παραμείνει εγγυήτρια τάξης την οποία η ίδια κατέλυσε.
Ο ρόλος της Βρετανίας έχει σημασία. Το 1974 το Λονδίνο διέθετε το δικαίωμα, την υποχρέωση και τη δυνατότητα να ενεργήσει αλλά επέλεξε να μην το κάνει. Η απόφαση απέτρεψε μια σύγκρουση εντός ΝΑΤΟ αλλά αφαίρεσε από τη συνθήκη την αξιοπιστία της. Έκτοτε η Βρετανία διατηρεί κυρίαρχες βάσεις στο Ακρωτήρι και στη Δεκέλεια βάσει ξεχωριστής συνθήκης για στρατιωτική χρήση. Πενήντα χρόνια μετά, καθώς η Ένωση αντιμετωπίζει μια νέα πραγματικότητα ασφάλειας, το ερώτημα επανέρχεται: Μπορούν βάσεις σε έδαφος της ΕΕ να παραμένουν αποσυνδεδεμένες από το καθήκον της υπεράσπισής της;
Από το 2004 η Κύπρος είναι κράτος-μέλος της ΕΕ, και το έδαφός της –συμπεριλαμβανομένου του κατεχόμενου βορρά– είναι έδαφος της ΕΕ υπό αναστολή του κεκτημένου. Το Πρωτόκολλο αριθ. 10 και η απόφαση Apostolides vs Orams το διατυπώνουν ρητά. Τα δικαιώματα και η κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι δικαιώματα και κυριαρχία της ΕΕ. Βάσει των Άρθρων 42(7) και 222, η συνδρομή και η αλληλεγγύη αποτελούν νομικές υποχρεώσεις. Η εγγύηση έχει συνεπώς μετατοπιστεί στην Ένωση.
Ταχεία στην υπεράσπιση της Ουκρανίας, η Ευρώπη παραμένει θεατής όταν πρόκειται για την Κύπρο – απόδειξη ότι η αντίδρασή της εξαρτάται λιγότερο από την αρχή και περισσότερο από την εγγύτητα. Αν η Ένωση πιστεύει ότι η νομική της τάξη είναι αδιαίρετη, οφείλει να αντιμετωπίζει τη νεκρή ζώνη στη Λευκωσία με την ίδια σοβαρότητα που αντιμετωπίζει τα σύνορα στη Ναρίβα.
Το επιχείρημα ότι η Ευρώπη δεν υπέγραψε τις συνθήκες του 1960 καταρρέει. Η Ένωση έχει ήδη παρέμβει στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω της Κοινής Εξωτερικής και Ασφαλείας Πολιτικής, υιοθετώντας το 2019 πλαίσιο κυρώσεων κατά μη εξουσιοδοτημένων γεωτρήσεων σε κυπριακά ύδατα. Το πλαίσιο μπορεί να επεκταθεί στις υφαρπαγές περιουσιών και στα Βαρώσια. Το νομικό έδαφος υπάρχει, μόνο η πολιτική βούληση λείπει. Υπάρχουν δεκάδες προηγούμενα: Η Ρωσία παραβίασε το Μνημόνιο της Βουδαπέστης. Η κατοχή του Ανατολικού Τιμόρ από την Ινδονησία αντιμετωπίστηκε με μη αναγνώριση έως την ανεξαρτησία. Κράτη που παραβιάζουν εγγυήσεις χάνουν τη θεσμική τους θέση. Η Κύπρος αξίζει το ίδιο.
Η λύση δεν είναι άλλη μια διάσκεψη, αλλά ένας επαναπροσδιορισμός ευθύνης: Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πρέπει να διακηρύξει ότι η παραβίαση της Τουρκίας τερματίζει το καθεστώς της ως εγγυήτριας δύναμης και ότι η ΕΕ, μέσω της κυπριακής ιδιότητας του μέλους, φέρει πλέον τη νομική και πολιτική υποχρέωση να διαφυλάξει την ανεξαρτησία και ακεραιότητα της νήσου. Δεν πρόκειται για κάλεσμα σε στρατιωτική δράση, αλλά σε συνέπεια.
Στην πράξη, αυτό σημαίνει επέκταση του καθεστώτος κυρώσεων της ΕΕ ώστε να στοχοποιεί όσους επιτρέπουν τη διοίκηση των κατεχομένων· εφαρμογή κυπριακών δικαστικών αποφάσεων σε ολόκληρη την Ένωση. Ενσωμάτωση των αμυντικών αναγκών της Κύπρου στην Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας της ΕΕ και στήριξη προς τον ΟΗΕ με μέτρα στα Βαρώσια και κατά μήκος της Πράσινης Γραμμής. Αυτά τα βήματα απαιτούν συνέπεια – το νόμισμα στο οποίο η Ευρώπη διακηρύσσει ότι συναλλάσσεται.
Η ιστορία έχει πλέον αναθέσει αυτή την ευθύνη και την υπόσχεση του 1960 στην Ευρώπη. Μια εγγύηση δεν είναι κειμήλιο. Είναι μια υπόσχεση που ανανεώνεται με πράξη ή ακυρώνεται με εγκατάλειψη. Το 1960, τρεις δυνάμεις δεσμεύτηκαν να διαφυλάξουν την ανεξαρτησία της Κύπρου. Η μία έμεινε αδρανής, η άλλη πρόδωσε, και η τρίτη –μετά από μια σύντομη πτώση– ξαναπίστεψε στην υπόσχεση. Εξήντα πέντε χρόνια αργότερα, η Ευρώπη μεταφέρει αυτή την υπόσχεση στο μέλλον. Το να την τιμήσει σημαίνει να αποδείξει ότι η Ευρώπη ξέρει ακόμη να υπερασπίζεται τον εαυτό της.
