Η λεγόμενη «Ομοσπονδία των Τούρκων της Δυτικής Θράκης στην Ευρώπη» επαναφέρει το τουρκικό αφήγημα περί εθνικής και όχι θρησκευτικής μειονότητας στη Θράκη και μέμφεται τον ΟΗΕ για παραποίηση των επιστολών της
Σε μία νέα γραπτή δήλωση που υιοθετεί πλήρως τη ρητορική της Τουρκίας όσον αφορά τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης προχώρησε η αυτοαποκαλούμενη «Ομοσπονδία Τούρκων της Δυτικής Θράκης στην Ευρώπη». Μία ΜΚΟ που επιχειρεί να προωθήσει το αφήγημα της Άγκυρας περί «τουρκικής μειονότητας» στη Θράκη.
Μομφή στον ΟΗΕ
Η δήλωση της «Ομοσπονδία Τούρκων της Δυτικής Θράκης στην Ευρώπη» έχει τίτλο «Παρεμπόδιση της ελευθερίας έκφρασης των ΜΚΟ και συνεχιζόμενη παραβίαση της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι της τουρκικής κοινότητας στη Δυτική Θράκη στην Ελλάδα» και ξεκινά με μομφή προς την γραμματεία του ΟΗΕ, καθώς υποστηρίζει ότι «το περιεχόμενο των γραπτών δηλώσεων που υπέβαλε η ABTTF, η οποία εκπροσωπεί την τουρκική κοινότητα της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα, τροποποιήθηκε μετά την καταχώρισή του στο σύστημα. Μια αναδρομική εξέταση αποκάλυψε ότι όλες οι αναφορές στον όρο «Δυτική Θράκη» που χρησιμοποιήθηκαν στις γραπτές δηλώσεις που υποβλήθηκαν στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ κατά τη διάρκεια της 56ης, 57ης και 58ης συνόδου του, άλλαξαν σε «Θράκη»».
Η επιστολή υποστηρίζει ότι «όλες οι δηλώσεις που υποβλήθηκαν στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών ορίζουν ότι η γραπτή δήλωση που διανεμήθηκε σύμφωνα με την απόφαση 1996/31 του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου παραλήφθηκε από τον Γενικό Γραμματέα και δημοσιεύθηκε μόνο στη γλώσσα στην οποία υποβλήθηκε. Ωστόσο, η αντικατάσταση του όρου «Δυτική Θράκη», που είναι η ιστορική γεωγραφική ονομασία της περιοχής όπου κατοικεί η τουρκική κοινότητα της Δυτικής Θράκης, με τον όρο «Θράκη» στις γραπτές δηλώσεις που υπέβαλε η ABTTF συνιστά παρέμβαση στο περιεχόμενο μιας γραπτής δήλωσης που υπέβαλε μια ΜΚΟ και παραβίαση του ψηφίσματος 1996/31».
Και προσθέτει πως «στις 1 Απριλίου 2025, υποβάλαμε γραπτή καταγγελία στη Γραμματεία του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, συνοδευόμενη από αποδεικτικά στοιχεία. Καθώς δεν λάβαμε απάντηση, η ABTTF έστειλε επιπλέον ένα ηλεκτρονικό μήνυμα στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, Jürg Lauber, στις 29 Απριλίου 2025, κοινοποιώντας την αλληλογραφία που είχε υποβληθεί στη Γραμματεία την 1η Απριλίου 2025. Ζητήσαμε από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ να λάβει άμεσα μέτρα και να παράσχει εξηγήσεις στην ABTTF, δεδομένης της σκανδαλώδους φύσης της προαναφερθείσας κατάστασης. Δυστυχώς, μέχρι σήμερα δεν έχουμε λάβει καμία απάντηση. Ως εκ τούτου, δηλώνουμε με την παρούσα ότι αναμένουμε ικανοποιητική εξήγηση από τον Πρόεδρο και τη Γραμματεία του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ σχετικά με το θέμα αυτό».
Όπως ισχυρίζεται η ΜΚΟ «σε αυτό το σημείο, θα θέλαμε να τονίσουμε ότι η αντικατάσταση του όρου «Δυτική Θράκη» με τον όρο «Θράκη» στις γραπτές δηλώσεις που υπέβαλε η ABTTF αποτελεί παραβίαση της ελευθερίας έκφρασης της τουρκικής κοινότητας της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα, την οποία εκπροσωπούμε, και μια προσπάθεια χειραγώγησης της φωνής των εθνικών μειονοτήτων ενώπιον του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ».
Επαναλαμβάνεται το αφήγημα περί «τουρκικής μειονότητας»
Την ίδια στιγμή κάνει λόγο κατά το τουρκικό αφήγμα για «τουρκική κοινότητα στη Δυτική Θράκη της Ελλάδας», η οποία «ζει στην περιοχή αυτή εδώ και αιώνες και αριθμεί περίπου 150.000 άτομα. Η τουρκική κοινότητα στη Δυτική Θράκη της Ελλάδας αποτελεί το 52% του πληθυσμού του νομού Ροδόπη και σχεδόν το ήμισυ του πληθυσμού του νομού Ξάνθης. Θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε ότι η Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 παραχώρησε στην τουρκική κοινότητα της Δυτικής Θράκης της Ελλάδας το καθεστώς της «μειονότητας», εγγυώμενη την εκπαιδευτική και θρησκευτική της αυτονομία και τα δικαιώματά της. Σύμφωνα με το καθεστώς που έχει παραχωρηθεί στη μειονότητά μας, οι Τούρκοι της Δυτικής Θράκης έχουν ίσα δικαιώματα να ιδρύουν, να διαχειρίζονται και να ελέγχουν οποιαδήποτε φιλανθρωπική οργάνωση, θρησκευτικό και κοινωνικό ίδρυμα, σχολείο και άλλα εκπαιδευτικά και διδακτικά ιδρύματα με δικά τους έξοδα, καθώς και το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τη δική τους γλώσσα και να ασκούν ελεύθερα τη θρησκεία τους».
Υποστηρίζει δε ότι «η κοινότητά μας έχει αναγνωριστεί από το κράτος ως η τουρκική μειονότητα στη Δυτική Θράκη της Ελλάδας. Το 1923, τα σχολεία μας ήταν γνωστά ως τουρκικά σχολεία και οι πινακίδες τους ήταν πάντα δίγλωσσες, στα τουρκικά και στα ελληνικά. Αυτή η αυτόνομη κατάσταση ίσχυε στην Ελλάδα μέχρι το 1967, αλλά με την πάροδο των ετών, αυτή η αυτόνομη δομή στους τομείς της εκπαίδευσης και της θρησκείας καταργήθηκε».
Στην επιστολή υποστηρίζεται επίσης ότι «αν και οι ενώσεις με τη λέξη «τουρκική» στο όνομά τους λειτουργούσαν χωρίς εμπόδια για σχεδόν μισό αιώνα, το 1983, μετά από πολιτικά ζητήματα μεταξύ της Ελλάδας και της αδελφικής μας χώρας, της Τουρκίας, τρεις ενώσεις με τη λέξη «τουρκική» στο όνομά τους, η Τουρκική Ένωση Ξάνθης (ιδρύθηκε το 1927), η Τουρκική Ένωση Κομοτηνής (ιδρύθηκε το 1928) και η Ένωση Τουρκικών Εκπαιδευτικών της Δυτικής Θράκης (ιδρύθηκε το 1936) διαλύθηκαν».
Η ΜΚΟ αναφέει μεταξύ άλλων ότι «στις τρεις υποθέσεις που είναι γνωστές ως Bekir-Ousta και άλλοι κατά Ελλάδας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) αποφάνθηκε το 2007 και το 2008 ότι η Ελλάδα είχε παραβιάσει το άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, το οποίο εγγυάται την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι. Παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει περισσότερα από 17 χρόνια από τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ, τα τοπικά δικαστήρια δεν έχουν επανεξετάσει τις τοπικές υποθέσεις υπό το πρίσμα των αποφάσεων και της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης συνεχίζει να εξετάζει αυτή την ομάδα υποθέσεων, αλλά η χώρα μας δεν έχει σημειώσει καμία ουσιαστική πρόοδο σε αυτή την ομάδα υποθέσεων, πέραν της λήψης μέτρων για την παράταση της διαδικασίας».
Συνεχίζοντας η επιστολή αναφέρει ότι «μετά τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ για αυτή την ομάδα υποθέσεων, η αίτηση για την εγγραφή του Πολιτιστικού Συλλόγου Τούρκων Γυναικών του Νομού Ξάνθης, ο οποίος επρόκειτο να ιδρυθεί στη Ξάνθη, απορρίφθηκε, και ο σύλλογος αυτός προσέφυγε επίσης στο ΕΔΑΔ το 2018.
Επιπλέον, ο «Πολιτιστικός και Αθλητικός Σύλλογος Φενερμπαχτσέ Δυτικής Θράκης», που ιδρύθηκε από οπαδούς ενός αθλητικού συλλόγου της περιοχής μας, καταχωρήθηκε επίσημα το 2022. Ωστόσο, στις 28 Μαΐου 2024, ο σύλλογος διαλύθηκε από δικαστήριο με την αιτιολογία ότι η φράση «Δυτική Θράκη» στο όνομά του ήταν αντίθετη προς το νόμο και τη δημόσια τάξη».
Ζητά εφαρμογή των αποφάσεων του ΕΔΑΔ
Η αποκαλούμενη «Ομοσπονδία Τούρκων της Δυτικής Θράκης στην Ευρώπη ισχυρίζεται ακόμα πως «προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχιση της ύπαρξης και της ταυτότητας της τουρκικής κοινότητας στη Δυτική Θράκη της Ελλάδας, η Ελλάδα πρέπει να εκτελέσει άμεσα και αποτελεσματικά τις προαναφερθείσες αποφάσεις του ΕΔΑΔ στην ομάδα υποθέσεων Bekir-Ousta και άλλοι, χωρίς καμία δικαιολογία.
Η τουρκική κοινότητα στη Δυτική Θράκη της Ελλάδας αγωνίζεται εδώ και πολλά χρόνια κατά της συστηματικής διάκρισης στην Ελλάδα. Όποτε το κράτος θέλει να αυξήσει την πίεση στην κοινότητά μας, καταφεύγει σε οικονομικές και δικαστικές έρευνες και διώκει τους ηγέτες μας για διάφορους λόγους. Σε σχέση με τρεις υποθέσεις που αφορούν την παραβίαση της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι, έχει ασκηθεί δίωξη κατά του Οζάν Αχμετόγλου, πρώην προέδρου της παλαιότερης ένωσης της τουρκικής κοινότητας στη Δυτική Θράκη, της Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης, η οποία διαλύθηκε λόγω της λέξης «Τουρκική» στο όνομά της.
Ο λόγος που αναφέρθηκε είναι ότι ο Οζάν Αχμέτογλου κατηγορήθηκε για υποκίνηση του λαού κατά τη διάρκεια ομιλίας που έδωσε σε διαδήλωση διαμαρτυρίας τον Ιούλιο του 2021 σχετικά με τη μη εκτέλεση των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ). Το ειρωνικό είναι ότι η υπόθεση κατά του Αχμέτογλου κατατέθηκε επτά μήνες μετά τη διαδήλωση διαμαρτυρίας και ότι η δίκη πραγματοποιήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 2025. Ομοίως, τον Μάρτιο του 2024, ξανανοίχθηκε έρευνα εναντίον του Ibrahim Şerif, του μουφτή της Κομοτηνής που εκλέχθηκε από την τουρκική κοινότητα της Δυτικής Θράκης, στην Ελλάδα, με την κατηγορία της «υφαρπαγής αξιώματος», και ο Şerif κλήθηκε να καταθέσει στην αστυνομία.
Πολλές εκθέσεις εκφράζουν ανησυχία για τις εκστρατείες δυσφήμισης και το εχθρικό περιβάλλον που στοχεύουν τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τους εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών στην Ελλάδα. Το 2023, η Dunja Mijatović1, τότε Επίτροπος για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Συμβουλίου της Ευρώπης, επισήμανε ότι οι εκστρατείες δυσφήμισης που στοχεύουν τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και οι αυστηρές διαδικασίες εγγραφής των ΜΚΟ παρεμποδίζουν την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και περιορίζουν τον χώρο της κοινωνίας των πολιτών στη χώρα.
Τον Μάρτιο του 2024, το Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων για το Δίκαιο των ΜΚΟ, το οποίο είναι συνδεδεμένο με τη Διάσκεψη των ΔΙΜΚ (CINGO) του Συμβουλίου της Ευρώπης, υπογράμμισε σε μια μελέτη2 σχετικά με τον στιγματισμό των ΜΚΟ στα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης ότι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εργαζόμενοι στον τομέα της ανθρωπιστικής βοήθειας και ακτιβιστές έχουν κατηγορηθεί ότι είναι μέλη εγκληματικών δικτύων και ακόμη και για κατασκοπεία.
Τον Ιούλιο του 2024, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέφερε στην Έκθεσή της για το κράτος δικαίου3 ότι εξακολουθούν να υφίστανται ανησυχίες σχετικά με τον τομέα της κοινωνίας των πολιτών. Επιπλέον, η Human Rights Watch σημείωσε στην έκθεσή της για την Ελλάδα του 20254 ότι υπάρχουν ζητήματα κράτους δικαίου που απορρέουν από κρατικές ενέργειες που αποδυναμώνουν τους δημοκρατικούς θεσμούς και βλάπτουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου ενός εχθρικού περιβάλλοντος για τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η χώρα μας, η Ελλάδα, πρέπει να αναπτύξει αποτελεσματικές πολιτικές κατά της διαρθρωτικής διάκρισης και της ανισότητας σε βάρος της τουρκικής κοινότητας στη Δυτική Θράκη. Η δυσφήμιση, ο στιγματισμός και η ρητορική μίσους κατά των υπερασπιστών των δικαιωμάτων της κοινότητάς μας πρέπει να καταδικάζονται και να τιμωρούνται σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας και πολιτικής ζωής».
Και καταλήγει σημειώνοντας ότι «ο Ειδικός Εισηγητής του ΟΗΕ για θέματα μειονοτήτων και ο Ειδικός Εισηγητής του ΟΗΕ για την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι θα πρέπει να επισκεφθούν τη χώρα μας, την Ελλάδα, προκειμένου να διερευνήσουν τους περιορισμούς και την αυξανόμενη πίεση που ασκείται σε ΜΚΟ και υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε ολόκληρη τη χώρα, συμπεριλαμβανομένων των ζητημάτων μειονοτήτων που επηρεάζουν την τουρκική κοινότητα στη Δυτική Θράκη της Ελλάδας».
Αναμένεται απάντηση από τη Γραμματεία του ΟΗΕ
Όπως ανέφεραν διπλωματικές πηγές στο in η εν λόγω επιστολή θα πρέπει κατ΄αρχήν να τύχει απάντησης από τη Γραμματεία του ΟΗΕ, όσον αφορά τις κατηγορίες περί παραποίησης των επιστολών, ενώ αναμένεται ότι απάντηση θα υπάρξει και από την Αθήνα, όσον αφορά το αφήγημα περί μειονότητας των «τούρκων της Δυτικής Θράκης» στο οποίο επιμένει να αναφέρεται η συγκεκριμένη ΜΚΟ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε απάντηση της Αθήνας σε προηγούμενη απάντηση της αναφορικά με την εν λόγω ΜΚΟ, με δεδομένο ότι αυτή δεν έχει έδρα στην Ελλάδα, απευθυνόταν με διπλωματική νότα ημερομηνίας 16ης Οκτωβρίου 2024 στο Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών στη Γενεύη προς το Γραφείο του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
Η προηγούμενη απάντηση της Αθήνας
Σε αυτή τη διπλωματική νότα η Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ελλάδας στον ΟΗΕ, επαναλάμβανε ότι:
«Η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης είναι θρησκευτική μειονότητα σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923, η οποία καθόρισε το καθεστώς της στην Ελλάδα και δεν έκανε καμία αναφορά στην εθνοτική καταγωγή των μελών της (Τούρκοι, Πομάκοι και Ρομά). Η μειονότητα αριθμεί περισσότερα από 120.000 μέλη και αποτελεί περίπου το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού της περιοχής της Θράκης. Τα μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας, ως Έλληνες πολίτες, απολαμβάνουν χωρίς καμία διάκριση όλες τις ελευθερίες και τα δικαιώματα που εγγυάται το ελληνικό Σύνταγμα, καθώς και όλα τα οφέλη που απορρέουν από την ευρωπαϊκή ιθαγένειά τους.
Τα εκπαιδευτικά και θρησκευτικά τους δικαιώματα και ελευθερίες προστατεύονται επίσης από τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923, η οποία παραχώρησε ειδικά δικαιώματα μειονοτήτων στα μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη. Σε σχέση με τα δικαιώματα αυτά, το ελληνικό κράτος χρηματοδοτεί 88 σχολεία της μειονότητας και 2 κορανικά σχολεία (Μαντράσες) στη Θράκη. Ο αριθμός των σχολείων της μειονότητας είναι επαρκής για να καλύψει όλες τις αιτήσεις εγγραφής. Ο αριθμός των λειτουργικών τζαμιών στη Θράκη, ο οποίος υπερβαίνει τα 240, μαρτυρά με τον πιο εύγλωττο τρόπο τον σεβασμό του ελληνικού κράτους προς το δικαίωμα των μελών της μειονότητας να ασκούν τη θρησκεία τους. Πρόκειται για την υψηλότερη αναλογία τζαμιών ανά πολίτη ισλαμικής θρησκείας στην Ευρώπη. Οι ιμάμηδες των τζαμιών αυτών αμείβονται από τα τρία μουφτιάτα που λειτουργούν, τα οποία είναι ιδρύματα του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Επιπλέον, το ελληνικό κράτος έχει υιοθετήσει συστηματικά και με συνέπεια διάφορα ευνοϊκά μέτρα προς όφελος των μελών της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης, προκειμένου να προωθήσει και να διευκολύνει τη συμμετοχή τους στην οικονομική ζωή και στην αγορά εργασίας. Για να αναφέρουμε μερικά, έχει θεσπιστεί προνομιακή ποσόστωση 0,5 % στο σύστημα κρατικών εξετάσεων για τη δημόσια διοίκηση υπέρ των ατόμων που ανήκουν στη μουσουλμανική μειονότητα, προκειμένου να ενθαρρυνθούν να ενταχθούν στον δημόσιο τομέα, ενώ από καιρό έχει θεσπιστεί ποσόστωση 0,5 % υπέρ τους για την εισαγωγή τους στα πανεπιστήμια.
Η ελευθερία, η ανεξαρτησία και ο πλουραλισμός των μέσων ενημέρωσης διασφαλίζονται από την ελληνική νομοθεσία. Όπως κάθε Έλληνας πολίτης, τα μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης έχουν το δικαίωμα να λειτουργούν όλα τα είδη μέσων ενημέρωσης, σύμφωνα με το σχετικό νομικό πλαίσιο. Επί του παρόντος, στη Θράκη, τα μέλη της μειονότητας διαχειρίζονται 5 ραδιοφωνικούς σταθμούς, 6 ημερήσιες εφημερίδες, 5 ιστοσελίδες ειδήσεων και ένα περιοδικό, τα οποία παρέχουν υπηρεσίες ενημέρωσης χωρίς καμία παρέμβαση εκ μέρους των ελληνικών αρχών όσον αφορά το περιεχόμενο των ειδήσεών τους. Επιπλέον, οι ελληνικές αρχές λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την καταπολέμηση απειλών ή επιθέσεων κατά Ελλήνων δημοσιογράφων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που προέρχονται από τη μειονότητα. Οι σπάνιες δικαστικές υποθέσεις που αφορούν μέσα ενημέρωσης της μειονότητας δεν έχουν κινηθεί από τις ελληνικές αρχές, αλλά από ιδιώτες, οι οποίοι συχνά είναι και οι ίδιοι μέλη της μειονότητας.
Ως κράτος που σέβεται το κράτος δικαίου, η Ελλάδα σέβεται και προστατεύει τη θεμελιώδη ελευθερία της έκφρασης, η οποία περιλαμβάνει την ελευθερία της γνώμης και το δικαίωμα λήψης ή διάδοσης πληροφοριών ή ιδεών χωρίς την παρέμβαση δημόσιας αρχής. Ταυτόχρονα, τα άτομα και οι ομάδες ατόμων που αυτοπροσδιορίζονται με βάση τη θρησκεία προστατεύονται από την ελληνική νομοθεσία (αριθ. 4491/2017) έναντι οποιουδήποτε προσώπου που υποκινεί, προκαλεί ή υποδαυλίζει δημοσίως, είτε προφορικά είτε μέσω του Τύπου, του Διαδικτύου ή οποιουδήποτε άλλου μέσου, πράξεις βίας ή μίσους κατά τρόπο που θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη και εκθέτει τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα και την ελευθερία τους σε κίνδυνο».
Το ίδιο σκεπτικό εκτιμάται ότι θα διατυπωθεί και στην εκ νέου απάντηση της Αθήνας – όταν αποφασιστεί να σταλεί – στο αφήγημα που επιχειρεί να υποστηρίξει με αφορμή τη μομφή στη Γραμματεία του ΟΗΕ, περί «εθνικής τουρκικής μειονότητας», η οποία και πάλι δεν θα απευθύνεται στην «Ομοσπονδία».
ΠΗΓΗ: in.gr
