Εξομολόγηση Φότο Στρακόσια: “Κομμάτι της ζωής μου η Πλατεία”! Ο παλαίμαχος άσος μιλάει αποκλειστικά στο Sportdog.gr για την καριέρα του, το ταξιτζή που του… έκλεισε την πρώτη μεταγραφή στον ΠΑΣ, τον Ολυμπιακό, τον Πανιώνιο, την παραλίγο μετακίνηση στην ΑΕΚ, την Ελλάδα και την Εθνική Αλβανίας. Τί λέει για τον Θωμά και τη Λάτσιο. Πώς συμβουλέει τους νέους ποδοσφαιριστές.
Ήταν από τους τερματοφύλακες που άφησαν το αποτύπωμά τους στην Α’ Εθνική και έγραψε τη δικιά του ιστορία με χρυσά γράμματα. Εκτός από παίκτης μεγάλης κλάσης είχε τρομερό χαρακτήρα. Ευχαριστιόταν το ποδόσφαιρο. Το αγαπούσε. Έπαιζε με χαρά. Έμπαινε μέσα στο γήπεδο με πάντα ζωγραφισμένο ένα χαμόγελο. Αυτό ήταν και η μεγάλη ασπίδα του στις δυσκολίες και στις τεράστιες προκλήσεις.
Ο Φότο Στρακόσια μετρά 275 ματς σε εγχώριες και ευρωπαϊκές διοργανώσεις και διατηρεί ένα φοβερό ρεκόρ. Από το 1991 έως το 2005, 14 χρόνια καριέρας στην Ελλάδα δηλαδή, έπιασε 14 πέναλτι, αφήνοντας πίσω τους Γιώργο Δαύκο με 13 πέναλτι, Νίκο Σαργκάνη – Κώστα Χαλκιά με 11 και Γιώργο Αμπαδιωτάκη με 10. Ήταν τόσο καλός στα πέναλτι που τα διδάγματά έχουν αφομοιωθεί από τον γιο του.
Τον Οκτώβριο του 2017 έπιασε πέναλτι του Πάουλο Ντιμπάλα στον αγώνα της Λάτσιο με τη Γιουβέντους στο Τορίνο και στην Ιταλία το μυστικό του Θωμά έγινε θέμα συζήτησης. «Ο πατέρας μου έχει πει να περιμένω να φύγει η μπάλα από τα πόδια του εκτελεστή και μετά να πέσω», είχε δηλώσει ο υιός Στρακόσια. «Η αλήθεια είναι, ότι όσο καλό δάσκαλο και να έχεις στη ζωή, αν δεν είναι και ο μαθητής καλός, δηλαδή δεν παίρνει τα γράμματα ή δεν θέλει να μάθει, όσο και καλός δάσκαλος και να είσαι δεν γίνεται δουλειά. Αυτά τα δύο πάνε αλυσίδα», λέει από τη Ρώμη στο Sportdog ο Φότο Στρακόσια, με την υπερηφάνεια να μην κρύβεται στα μάτια του για το παιδί του.
«Κάνουμε ένα επάγγελμα που θέλεις δεν θέλεις είναι πιο λαϊκό. Κρίνεται εύκολα. Πέντε πάνω πέντε κάτω, υπάρχουν κάποιες αξίες που είναι πολύ μεγαλύτερες ή μικρότερες από εμάς. Απλά το θέμα είναι να παραμείνεις άνθρωπος», αναφέρει στη συζήτηση που είχαμε μέσω κλήσης Viber, αφού οι συγκυρίες δεν ευνόησαν, ώστε η συνάντηση να γίνει στη βάση του, όπως την αποκαλεί, την αγαπημένη του Νέα Σμύρνη. Εκεί που βίωσε καταξίωση, δέχτηκε απέραντη αγάπη και σεβασμό, δημιούργησε ακλόνητες, ανθρώπινες φιλίες και αποτελεί οικογενειακή Ιθάκη.
Τεπελένι, Ντιναμό Τιράνων, ΠΑΣ Γιάννινα, Εθνικός, Ολυμπιακός, Ιωνικός, Καλλιθέα, Εθνικός Αστέρας, Προοδευτική ήταν οι σταθμοί της καριέρας του εκτός από τον Πανιώνιο, τον οποίο θεωρεί κομμάτι της ζωής του. Ο παλαίμαχος γκολκίπερ μίλησε στο Sportdog σε μία αυτοβιογραφική συνέντευξη, τα βήματα της οποίας ξεκινούν από την Αλβανία.
Ο Στρακόσια ξετύλιξε το κουβάρι της ιστορίας. Διηγήθηκε τις δυσκολίες που αντιμετώπισε. Πώς ήρθε στην Ελλάδα; Τί συνέβη και πήγε στα Γιάννινα; Πώς κατέληξε στον Πειραιά; Γιατί δεν πήρε μεταγραφή στην ΑΕΚ και πήγε στον Ολυμπιακό, απ’τον οποίο έφυγε έχοντας έγνοια ότι δεν πρόσεφερε αυτά που μπορούσε να δώσει; Παράλληλα περιέγραψε με πολλή αγάπη το κεφάλαιο Πανιώνιος, αλλά και το τέλος της καριέρας του. Θυμάται τις ατάκες του Αχιλλέα Μπέου που ήταν μία δικαίωση της αξίας του, περιγράφει αυτήν την εξίσωση της σταδιοδρομίας του με την Εθνική Αλβανίας και στο τέλος αφού απάντησε σε ερωτήσεις που αφορούν το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα, έστειλε μήνυμα σε όσους ασχολούνται και αγαπούν το άθλημα.
Διαβάστε τη συνέντευξη που παραχώρησε στο Sportdog.
Να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω! Πώς ξεκινήσατε το ποδόσφαιρο; Και πώς αποφασίσατε να γίνετε τερματοφύλακας;
«Είναι ωραίο συναίσθημα το να γυρνάς πίσω το νου. Στην ηλικία που έχουμε φτάσει, αυτό μας έχει μείνει, το να θυμόμαστε τα παλιά τα χρόνια. Θυμάμαι, ότι τα παιδικά μας χρόνια είχαν πολλή ενέργεια. Ήμασταν πολύ δραστήριοι. Παίζαμε πάρα πολύ. Ίσως οι υποχρεώσεις τώρα να είναι περισσότερες και ο φόβος (εν μέσω πανδημίας κορωνοϊού) να κρατά τους ανθρώπους κλεισμένους. Εμείς ήμασταν περισσότερο της αλάνας και των παιχνιδιών. Μου άρεσε από μικρός το ποδόσφαιρο. Όσον αφορά τη θέση του τερματοφύλακα, δεν μπορώ να το αποδώσω σε κάποια συγκεκριμένη αιτία. Έτσι μου βγήκε. Ήταν μία θέση που μου άρεσε από μικρός. Άκουγα και έβλεπα κάποιους τερματοφύλακες που εκτιμούσα. Και στην Αλβανία υπήρχε ένας πολύ καλός τερματοφύλακας που τον επιβράβευαν πολύ και με είχε κερδίσει. Εκτιμούσα επίσης τον Σουμάχερ, τον παλιό τερματοφύλακα της Εθνικής Γερμανίας ή τον Ντασάγιεφ και τον Πφαφ. Ήξερα πολλά ονόματα τερματοφυλάκων και κόλλησα στη θέση».
Το ύψος (είναι 1,93 μ.) έπαιξε ρόλο;
«Στην παιδική μου ηλικία, όπως βλέπω τώρα τις φωτογραφίες, δεν ήμουν και τόσο ψηλός. Μετά πήρα ανάπτυξη. Δηλαδή μετά τα 12-13. Είχα ξεκινήσει ήδη όμως να παίζω. Είχαμε σχολικά πρωταθλήματα».
Τα πρώτα ποδοσφαιρικά βήματα στην Αλβανία
Το καθεστώς στην Αλβανία ήταν ένας ακόμα λόγος που σας οδήγησε στον αθλητισμό;
«Είχε πολλά άσχημα το καθεστώς, αλλά είχε και αυτά τα καλά. Θυμάμαι και το εκτιμώ πάρα πολύ, ότι την ώρα της γυμναστικής, ήμασταν όλοι ντυμένοι ομοιόμορφα, με το μπλουζάκι και το σορτσάκι το μαύρο. Επίσης πριν ξεκινήσει η σχολική μέρα, έκανε ΟΛΟ το σχολείο γυμναστική. Ήταν πολύ πιο δραστήρια τα πράγματα. Δεν δικαιολογώ το σύστημα στην Αλβανία. Αλλά ήταν πολύ οργανωμένα, είτε με τάξεις, είτε με ομάδες, είτε με πρωταθλήματα ανάμεσα στα σχολεία. Και δεν υπήρχε μόνο οργάνωση για το ποδόσφαιρο, αλλά και για όλα τα αθλήματα. Έχω καλές αναμνήσεις από αυτόν τον τομέα. Παρά τις δυσκολίες, το θέμα “αθλητισμός” είχε λάβει τον καλύτερο βαθμό στο μυαλό μου».
Αναλύστε μας τη διαδρομή από τη Μινατόρι Τεπελένα έως τη Ντιναμό Τιράνων. Πώς ζήσατε το ποδόσφαιρο στην Αλβανία εκείνη την εποχή, μέσα με τέλη της δεκαετίας του ’80;
«Από μικρή ηλικία ενσωματώθηκα στην ανδρική ομάδα της Μινατόρι. Έπαιζε στη Β’ Εθνική τότε. Γεννήθηκα σε μία πόλη κοντά στο Τεπελένι που λέγεται Μεμαλίε. Ήταν μία πόλη που είχε ορυχεία από τα οποία εξόρρυσαν κάρβουνο».
Ανθρακωρύχος δηλαδή…
«Ναι! Και μάλιστα είχα δουλέψει εκεί για κάποιο διάστημα. Και το εκτιμώ αυτό. Γιατί ο άνθρωπος, όποια δουλειά και να κάνει, είναι κέρδος για αυτόν. Μαθαίνει και είναι έτοιμος σε δύσκολες στιγμές. Στη Μινατόρι είχε καλούς παίκτες και τερματοφύλακα. Μου δόθηκε η ευκαιρία να ανέβω στην πρώτη ομάδα. Άρχισε το όνομα μου να ακούγεται όλο και περισσότερο. Υπήρχαν και δυσκολίες, στο να μπορέσω να πάρω μεταγραφή σε άλλη ομάδα, επειδή το κράτος ήταν αυστηρό. Επίσης προερχόμουν από οικογένεια που είχε κάποια θέματα με την πολιτική. Ήταν δύσκολη η μετάβαση για κάτι καλύτερο. Αλλά δόξα τω Θεώ, θυμάμαι, ότι το ’88 πήγα στη Ντιναμό Τιράνων».
Ποιά ήταν η κατάσταση στο αλβανικό ποδόσφαιρο τότε;
«Είχε πολύ καλή οργάνωση με πάρα πολύ καλούς ποδοσφαιριστές. Το θέμα ήταν, ότι δεν μπορούσαν να συγκριθούν με την Ευρώπη, για να μπορέσουν να κάνουν το παραπάνω βήμα. Τότε ήταν πολύ δύσκολο να πας αλλού. Καταρχάς περνάγαμε από έλεγχο πριν πάμε να παίξουμε εκτός Αλβανίας. Έλεγχαν τα πάντα προκειμένου να μην… αυτομολήσει κανείς. Οπότε υπήρχαν δυσκολίες. Ο κόσμος γενικά και το θυμάμαι από την πρώτη ομάδα που έπαιξα αυτό, ζούσε για το ποδόσφαιρο! Από την Τετάρτη μέχρι την Κυριακή ζούσε για τον ερχόμενο αγώνα και από την Κυριακή μέχρι Τετάρτη για τον αγώνα που παίχτηκε. Ο ποδοσφαιριστής έκανε με χαρά την προπόνηση. Κάθε προπόνηση ήταν γεμάτη από κόσμο. Ήταν τρόπος διαφυγής για τον κόσμο, γιατί δεν είχε άλλο θέαμα, για να περάσει τον χρόνο του. Η ζωή ήταν μόνο δουλειά και σπίτι. Το ποδόσφαιρο το αγαπούσαν πολύ και γέμιζαν τα γήπεδα».
Το ταξί απ’ την Κακαβιά στα Γιάννινα και το πέναλτι του Σαραβάκου
Το 1991 έρχεστε για πρώτη φορά στην Ελλάδα! Ο ΠΑΣ ήταν η ομάδα που σας έφερε στη μητέρα πατρίδα. Κάνατε τρεις (συν δύο) συμμετοχές και πήγατε στον Εθνικό Πειραιώς. Τί θυμάστε από αυτήν τη μετάβαση και τα πρώτα σας βήματα στη χώρα μας;
«Πριν έρθω στην Ελλάδα με ήθελαν οι τρεις μεγαλύτερες ομάδες της αλβανικής πρωτεύουσας. Σημειωτέον, ότι το πρωτάθλημα Αλβανίας είχε πέντε ομάδες που ήταν πολύ καλές, όπως οι Παρτιζάν, Ντιναμό, Τίρανα, Βλάζνια, Φλαμουτάρι. Η τελευταία είχε παίξει και με τον Ολυμπιακό σε κάποια προκριματικά. Στη Ντιναμό είχα την τύχη να πάρω πρωτάθλημα και Κύπελλο, να κληθώ και να παίξω στην Εθνική Αλβανίας. Το Σεπτέμβριο του 1991, τέσσερις με πέντε ημέρες, πριν τον αγώνα με τη Γαλλία, κάναμε ένα φιλικό με μία ομάδα της Αλβανίας. Έπαθα κάταγμα στο δάχτυλο του αριστερού μου χεριού και δεν μπόρεσα να συμμετέχω στο ματς. Σε αυτό το διάστημα ξεκίνησαν ταραχές στην Αλβανία. Ήταν πάνω στην αλλαγή του συστήματος. Πολύς κόσμος μπαινοέβγαινε στις ξένες πρεσβείες, Γερμανίας, Ιταλίας, Ελλάδας. Είχε αρχίσει το μεταβατικό στάδιο. Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να φύγουν από την Αλβανία. Εγώ εκείνο το διάστημα το συζήτησα με τον αδερφό μου και με πρωτεργάτη τη μητέρα μου, Θεανώ, πήγα στην ελληνική πρεσβεία. Με πολλή δυσκολία και προσπάθεια καταφέραμε και πήραμε βίζα, για να έρθουμε στην Ελλάδα. Έτσι και έγινε, καταφέραμε και φτάσαμε στην Ελλάδα. Ο πρώτος σταθμός ήταν τα Γιάννινα. Για να είμαι ειλικρινής, δεν είχαμε ξεκινήσει, για να μείνουμε στα Γιάννινα. Η αλήθεια είναι, ότι πηγαίναμε, ναι μεν στο άγνωστο, αλλά είχαμε βάλει σκοπό με τον αδερφό μου, ότι να κάναμε ό,τι μπορούσαμε για ένα καλύτερο αύριο. Γιατί ήμουν ήδη παντρεμένος και έχτιζα την οικογένειά μου.
Η ιστορία στα Γιάννινα είναι πολύ όμορφη και ξεκινά από το ταξί που μας πήγε από την Κακαβιά (σύνορα-τελωνείο) στην πόλη. Σε έναν αξιωματικό εκεί στα σύνορα, εκτός από ευγνωμοσύνη του χρωστώ ηθικά ένα μεγάλο ευχαριστώ. Ήταν απίστευτος άνθρωπος. Μας αγκάλιασε και μας βοήθησε. Ο αδερφός μου είχε και τα δύο του παιδιά μαζί. Δεν ήταν μόνο, ότι μας πλήρωσε έξοδα, όπως τη διαδρομή του ταξί που μας μετέφερε και το ξενοδοχείο. Ήταν η συνολική στάση του. Την άλλη μέρα το πρωί, ήρθαν στο ξενοδοχείο δύο τύποι και με έψαχναν. Τα έχασα. Σκέφτηκα, πώς είναι δυνατόν να ψάχνουν έναν τύπο που έφτασε για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Ρώτησαν ποιος ήταν ο ποδοσφαιριστής Στρακόσια και μας είπαν, ότι ο πρόεδρος των Ιωαννίνων ήθελε να πιει έναν καφέ μαζί μας. Πήγα. Όπως καταλαβαίνετε, αυτήν τη δουλειά την είχε κάνει ο ταξιτζής. Μάλιστα, όταν έκανα συμμετοχή στον ΠΑΣ είχε έλθει και ζήτησε πριμ επειδή με έφερε στην ομάδα. Στη διαδρομή είχαμε κάνει συζήτηση, ότι είμαι ποδοσφαιριστής και πως παίζω στην Εθνική Αλβανίας. Είχε πάει και είχε μιλήσει με κόσμο. Μόνο αυτός επίσης ήξερε πού μας είχε αφήσει το βράδυ. Έτσι πήγαμε και υπογράψαμε στα Γιάννινα. Τότε με τα ελληνικά μου μπορούσα να συνεννοηθώ, γιατί ήταν η γλώσσα των παππούδων και των γονιών μου. Αλλά δεν είχα καθόλου οικειότητα με τη γλώσσα. Για να φταστείτε στην πρώτη μου συνέντευξη, μετά τον αγώνα με τον Παναθηναϊκό, είχα αποκαλέσει το πόδι “ποδάρ”».
Σε εκείνο το ματς πιάσατε πέναλτι του μεγάλου Δημήτρη Σαραβάκου, αλλά η εξέλιξη της φάσης ευνόησε τον εκτελεστή και πέτυχε το γκολ. Θεωρείτε, ότι αυτό το πέναλτι, ήταν κατά κάποιον τρόπο το κλειδί για να ξεκλειδώσετε την επόμενη πίστα στην καριέρα σας;
«Ο ποδοσφαιριστής δεν δίνει και μεγάλη σημασία. Σκέφτεται, ότι με δόση τύχης, με δόση αξίας, με όλα μαζί, έκανε τη δουλειά του. Αλλά με το πέρασμα του χρόνου, τότε αρχίζεις και καταλαβαίνεις πόσο σημαντικό μπορεί να είναι αυτό για την καριέρα σου. Σου δίνει ώθηση και σε βοηθά. Κακά τα ψέμματα, ο επιθετικός κρίνεται με τα γκολ που βάζει, ο τερματοφύλακας με αυτά που πιάνει. Οπότε ήταν κάτι πολύ καλό, γιατί ήταν στο ξεκίνημά μου. Τα επίσημα ματς όπως είπατε ήταν τρία. Έπιασα και δεύτερο πέναλτι (του Γκουλή) σε ματς με τον ΟΦΗ . Μετά σταμάτησα, γιατί έγινε καταγγελία. Κάποια ομάδα και με το δίκιο της, έλεγε, ότι δεν μπορούσε να είμαι ημιεπαγγελματίας από τη στιγμή που έχω παίξει με τη Ντιναμό, με την οποία είχα παίξει στο Κύπελλο Κυπελλούχων αλλά και την Εθνική Αλβανίας. Ήταν ωραία εκείνα τα χρόνια. Δύσκολα βέβαια. Γιατί έπρεπε να προσαρμοστώ και να καταλάβω το περιβάλλον».
Παραλίγο μεταγραφή στην ΑΕΚ
Στον Εθνικό πώς κύλησαν τα πράγματα;
«Η αλήθεια είναι, ότι καθυστέρησα στον Εθνικό, γιατί άργησε να βγει η απόφαση, γιατί κάποια στοιχεία που είχαν γραφτεί στο συμβόλαιο μου στα Γιάννινα δεν ίσχυαν. Είχαν γίνει κάποια λάθη και από μένα, γιατί δεν είχα κάποιον άνθρωπο να με βοηθήσει νομικά. Πήρε τρεις μήνες για να βγει η απόφαση. Δόξα τω Θεώ δικαιώθηκα και έτυχε να παίξω στον Εθνικό. Αναγνωρίζω και εκτιμώ τα πρώτα μου βήματα. Με βοήθησαν πολύ και τα Γιάννινα. Ήταν ο πρώτος μου σταθμός στην Ελλάδα. Εκτός από τις εμπειρίες και από τους ανθρώπους έχω να θυμηθώ ωραία πράγματα και συναισθήματα. Αισθάνθηκα αγάπη και σεβασμό από τον κόσμο. Ο Εθνικός ήταν ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο. Την πρώτη χρονιά που πήγα ήταν Α’ Εθνική. Είχα την τύχη να συνεργαστώ με πολλούς καλούς ποδοσφαιριστές, αλλά και προπονητές. Στη μνήμη μου με έχει σημαδέψει ο συγχωρεμένος, ο Λάκης Πετρόπουλος. Πραγματικά από θέμα ψυχολογίας μου έδωσε τρομερή εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Όταν ολοκληρώθηκε η πρώτη σεζόν είχα κάνει κάποιες συζητήσεις με τον τότε πρόεδρο της ΑΕΚ τον, αείμνηστο πλέον, Κώστα Γενεράκη. Είχαμε συναντηθεί δύο φορές με τον Ντούσαν Μπάγεβιτς. Είχα πάει μετά στο σπίτι του προέδρου και είχαμε συμφωνήσει. Ο Εθνικός όμως δεν με άφησε. Ζήτησε κάτι εξωφρενικό για τα δεδομένα τότε και τη θέση που αγωνιζόμουν. Έτσι δεν έγινε η μεταγραφή. Έπαιξα εκείνη τη χρονιά στη Β’ Εθνική και μετά πήρα μεταγραφή για τον Ολυμπιακό».
Ποιές αναμνήσεις έχετε από αυτην την εποχή;
«Στον Ολυμπιακό ξεκίνησα με προπονητή τον Λιούπκο Πέτροβιτς που είχε πάρει το Πρωταθλητριών με τον Ερυθρό Αστέρα. Συνυπήρξα και με προπονητές όπως ο αείμνηστος Αλέφαντος, ο Διαμαντόπουλος και ο Λίμπρεχτς. Είχα ένα συμβόλαιο πενταετές. Αλλά τον τέταρτο χρόνο πήγα στους ανθρώπους του Ολυμπιακού και ζήτησα να φύγω, γιατί δεν αισθανόμουν καλά και χρήσιμος για την ομάδα. Δεν θέλω να αναλύσω τους λόγους. Εγώ πάντα κοιτώ μέσα μου για να δω τι έφταιγε και δεν μπόρεσα να προσφέρω. Θυμάμαι που ζήτησα από τον κ. Λούβαρη να φύγω. Δεν το περίμενε. Με ρώτησε, γιατί θέλω να φύγω. Του είπα “δεν είμαι και μικρός πια. Θέλω να πάω κάπου και να μπορέσω να παίξω και να το γουστάρω”. Πήγα εκεί χωρίς να έχω πίσω μου καμία πρόταση από καμία ομάδα. Δεν ήμουν σίγουρος για το αύριο. Δεν είχα κάποια πρόταση, για να πω, θα φύγω και θα πάω εκεί. Και τώρα που το σκέφτομαι, απορώ το θάρρος που είχα. Πίστευα βέβαια στον εαυτό μου, αλλά είχα και λίγο απογοήτευση, ότι δεν μπόρεσα να δώσω στον Ολυμπιακό αυτό που μπορούσα. Έτσι με τη λογική εκείνης της εποχής, με άφησαν να φύγω με όρο να μην πάω σε ανταγωνιστικές ομάδες».
Με τον Μπάγεβιτς την τελευταία χρονιά στον Ολυμπιακό πώς τα πηγαίνατε;
«Είχα την εντύπωση, ότι ήταν επιφυλακτικός μαζί μου, επειδή δεν είχα έρθει στην ΑΕΚ και πήγα τελικά την ίδια χρονιά στον Ολυμπιακό. Εμένα όμως δεν με είχαν αφήσει να πάω στην ΑΕΚ. Ο ποδοσφαιριστής μερικές φορές σκέφτεται τα πάντα, προκειμένου να δικαιολογήσει κάποια πράγματα. Κουράζει τον εαυτό του έτσι, όταν μπαίνει σε αυτήν τη λογική. Κακώς έκανα αυτές τις σκέψεις. Ξεκάθαρα όμως δεν είχα και την καλύτερη σχέση».
Κομμάτι της ζωής του ο Πανιώνιος
Επόμενος σταθμός Πανιώνιος. Στην Πλατεία κάνατε δύο γεμάτες χρονιές (66 συμμετοχές) και την πρώτη σεζόν 1997-98 κατακτήσατε το Κύπελλο με τους Κυανέρυθρους στον τελικό με τον Παναθηναϊκό. Θεωρείτε, ότι αυτή ήταν η πιο καταξιωμένη περίοδος στην καριέρα σας;
«Αυτή η Πλατεία ήταν η αφορμή για να πω “ώπα, εδώ είμαστε”. Έγινε το λιμάνι μου, το σημείο που εγκατέστησα την οικογένειά μου. Αν ρωτήσετε και τα παιδιά μου, θα σας πούνε, ότι δεν αλλάζουν τη Νέα Σμύρνη με τίποτα άλλο. Ο Θωμάς με τον Δημήτρη, όταν έρχονται στην Ελλάδα, πιο πολύ μένουν εκεί, ενώ θα μπορούσαν να πάνε οπουδήποτε. Τη λατρεύουν. Προσωπικά αυτό που μου έδωσε η πόλη ήταν το κάτι άλλο. Δύσκολα να το συγκρίνεις με οτιδήποτε άλλο. Έλαβα αγάπη και σεβασμό. Πήγα στον Πανιώνιο σε δύσκολες εποχές οικονομικά. Θυμάμαι, ότι τα πρώτα μου χρήματα, ίσως να ακούγεται παράξενο, αλλά είναι αλήθεια, 2 εκατ.δραχμές τα πήρα δύο μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Πήγα τέλος Ιουνίου και βρήκα, από την πρώτη μέρα, παιδιά που έκαναν απεργία, γιατί δεν είχαν πληρωθεί. Βρήκαμε μία κατάσταση που στην αρχή δημιουργούσε προβληματισμό. Αλλά αισθανόμουν καλά. Έτσι σιγά σιγά ξεκινήσαμε την πρώτη χρονιά παλεύοντας να σωθούμε στο πρωτάθλημα. Φτάσαμε όμως στον τελικό του Κυπέλλου με τον Παναθηναϊκό. Ποδοσφαιρικά ήταν τεράστιο επίτευγμα για τον Πανιώνιο να φτάσει στον τελικό. Φανταστείτε πόσο μεγαλύτερο επίγευγμα ήταν το να το κατακτήσει. Αυτό που ζήσαμε μετά ήταν ανεπανάληπτο. Το πούλμαν μια απόσταση 100 μέτρων την έκανε σε 2 ώρες. Βλέπαμε ανθρώπους διαφόρων ηλικιών με ένα χαμόγελο ως αφτιά. Από παιδάκια μέχρι παππούδες. Το ζήσαμε σε έντονο βαθμό. Δώσαμε χαρά σε αυτούς τους ανθρώπους και στο τέλος έρχεσαι στο συμπέρασμα, ότι τελικά άξιζε τον κόπο η προσπάθεια και η υπομονή».
Ποιές φιλίες κάνατε στην ομάδα της Νέας Σμύρνης και σας ακολουθούν μέχρι σήμερα;
«Όλες οι φιλίες ποδοσφαιρικά και κοινωνικά είναι από εκεί. Τώρα η ζωή με έφερε στη Ρώμη, δίπλα στον γιο μου. Αλλά η βάση μου είναι η Νέα Σμύρνη. Οπότε υπάρχουν πολλοί παλιοί συμπαίκτες που μέχρι σήμερα είμαστε σε επαφή. Σαπουντζής, Μπουγάς, Καρασαββίδης, Βόκολος, Φύσσας. Με τον Ναλιτζή όταν έρχομαι είμαστε κάθε μέρα για καφέ».
Σας στενοχωρεί η τωρινή μεγάλη περιπέτεια της ομάδας;
«Πάρα πολύ. Μην ανοίξουμε αυτό το θέμα. Δεν θέλω να το παίξω φανατικός. Αλλά όπως και να το κάνουμε, είναι ένα κομμάτι της ζωής μου ο Πανιώνιος. Για την ιστορία του Πανιωνίου δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην πληγώνεται βλέποντας την ομάδα σε αυτήν την κατάσταση».
Από τον Πανιώνιο πώς φύγατε;
«Δεν θα έφευγα από τον Πανιώνιο. Πολλές φορές ένας παίκτης φεύγει από μία ομάδα, όταν έχει από πίσω έτοιμη λύση. Εγώ και αυτήν τη φορά δεν είχα πρόταση από άλλη ομάδα. Τότε είχα μιλήσει και είχα συμφωνήσει με τον πρόεδρο του Πανιωνίου, τον Λουκά τον Σιότροπο για άλλα τρία χρόνια. Είχαμε συμφωνήσει και στα οικονομικά και στα πάντα. Λίγο πριν τελειώσει το πρωτάθλημα πήρε την ομάδα ο Αχιλλέας Μπέος. Προς τιμήν του με κάλεσε και με ρώτησε τί συμφωνία έκανα με την προηγούμενη διοίκηση στα οικονομικά. Του είπα το νούμερο και μου είπε “μου λες ψέμματα”. Αυτό ήταν η αφορμή να του δώσω το χέρι και να φύγω. Έκλαψα που πήρα αυτήν την απόφαση. Μέσα μου πείστηκα, ότι δεν μπορώ να συνεργαστώ με έναν άνθρωπο που δεν με εμπιστεύεται. Έγινε προσπάθεια από πλευράς ομάδας, για να μείνω».
Η ιστορία συνεχίζεται στη Νίκαια και τον Ιωνικό από το 1999 μέχρι το 2002, όπου κάνατε τις πιο γεμάτες χρονιές στην καριέρας σας και μάλιστα από την πρώτη σεζόν βρεθήκατε, όπως και στον Πανιώνιο, ξανά σε τελικό Κυπέλλου Ελλάδας, απέναντι στην ΑΕΚ. Αυτή η περίοδος πώς ήταν στην καριέρα σας;
«Ο Ιωνικός εμφανίστηκε αφού πήρα τις αποφάσεις μου στον Πανιώνιο. Συμφώνησα μέσα σε 5 λεπτά με τον Νίκο Κανελλάκη. Στη Νίκαια εμπέδωσα μέσα μου πόσο σημαντικό είναι για έναν ποδοσφαιριστή να αισθάνεται καλά ψυχολογικά. Πήγα και έπαιξα αντίπαλος στη Νέα Σμύρνη και έλαβα αγάπη και χειροκρότημα από τον κόσμο του Πανιωνίου. Δεν ξέρω πόσοι και αν έχουν πάρει αυτήν την αγάπη. Ήταν μοναδική εμπειρία να πάω αντίπαλος και ένα γήπεδο να με χειροκροτά και να φωνάζει το όνομα μου. Γι’αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Μου έδωσε τρομερή χαρά. Αισθάνθηκα τόσο όμορφα. Στον Ιωνικό είχα ίδια τύχη, γιατί φτάσαμε στον τελικό με την ΑΕΚ, αλλά δεν είχα την ίδια επιτυχία, γιατί το χάσαμε».
Μπήκε ο Μπέος στα αποδυτήρια και έλεγε: «Δεν ντρέπτεστε, δείτε τον παππού»
Πριν επιστρέψετε στον Πανιώνιο του 2004 για να κλείσετε την καριέρα σας, περάσατε από Καλλιθέα, Εθνικό Αστέρα και Προοδευτική. Πώς ζήσατε το ποδόσφαιρο εκείνη την περίοδο;
«Θα σας πω ξεκάθαρα! Για να παίξω σε αυτές τις ομάδες αιτία ήταν ο προπονητής της Εθνικής Αλβανίας. Ήταν ο Γερμανός προπονητής τότε του ομοσπονδιακού συγκροτήματος, ο Χανς Πέτερ Μπρίγκελ. Ήθελα να σταματήσω. Ήμουν 38. Αλλά μου ζητούσε να μην το κάνω. Επέμενε, ότι έπρεπε να συνέχιζα και μου ζήτησε να είμαι σε δράση. Ο ποδοσφαιριστής πρέπει να έχει κρίση σωστή και να ξέρει πότε πρέπει να σταματήσει. Δεν είναι εύκολο. Δόξα τω Θεώ, θέλω να πιστεύω, ότι έκανα αξιοπρεπείς χρονιές σε αυτές τις ομάδες. Το πως έκλεισα την καριέρα μου στον Πανιώνιο είναι μεγάλη ιστορία. Κάναμε μία τιμητική συμφωνία. Πρόεδρος ήταν ο Μπέος. Πάμε προετοιμασία. Ήμουν με τον Ντρόμπνι και τον Σωτηρίου που τότε ήταν μικρός. Έδινε εξετάσεις για να μπει στη Γυμναστική Ακαδημία. Την τελευταία μέρα των μεταγραφών φέρνει έναν ακόμα τερματοφύλακα. Στο Πήλιο προπονιόμουν δυνατά και καλά, γιατί είχα τον αγώνα Αλβανία-Ελλάδα και έπρεπε να ήμουν σε καλή κατάσταση σε συνθήκες είμαι-δεν είμαι σε ομάδα. Η χρονιά συνεχίζεται. Εγώ αναγκάζομαι να πω τον Νοέμβριο στον προπονητή, ότι δεν μπορούσα άλλω, γιατί δεν έπαιζα. Έπαιξα με Αλβανία απέναντι σεε Ουκρανία, Δανία και Καζακστάν και άρχισα να σκέφτομαι για το μέλλον τι θα κάνω. Τέλη Ιανουαρίου είπα στους ανθρώπους του Πανιωνίου, ότι πρέπει να δω το αύριο. Πήγα και με την Εθνική Αλβανίας ως προπονητής τερματοφυλάκων και βοηθός του Μπρίγκελ. Τέλη Φεβρουαρίου είμαι στην Αλβανία και χτυπά το τηλέφωνο. Είναι ο Μπέος στο ακουστικό “πού είσαι;” Στην Αλβανία του λέω. Έλα γρήγορα, μου λέει, να είσαι και σήμερα στην προπόνηση. Ο Ντρόμπνι είχε κάνει μηνίσκο και ο τερματοφύλακας που είχε πάρει τον Αύγουστο, τον Ιανουάριο τον έδωσε δανεικό. Οπότε είχε μείνει ο μικρός, ο Σωτηρίου και εγώ. Πάω πίσω στον Πανιώνιο και παίζω στα έξι τελευταία ματς. Ο Πανιώνιος κινδύνευε να πέσει, αλλά δόξα τω Θεώ μείναμε στην κατηγορία. Το πρώτο μου ματς ήταν στην Κέρκυρα. Εκεί έπιασα το τελευταίο μου πέναλτι. Ήταν του Γήτα. Στο πρώτο ημίχρονο μας είχαν στριμώξει. Στο τέλος κέρδισαν αυτό το πέναλτι. Του είπα “φύγε ρε, μην πάρεις εσύ την ευθύνη. Άσε κανέναν άλλον να βαρέσει” (γελάει)… Στο τέλος, πάντα έλεγα χαριτολογώντας “εγώ είχα πέσει και η μπάλα ακόμα ερχόταν”. Φαίνεται, αγχώθηκε το παιδί και έπιασα το τελευταίο μου πέναλτι. Κερδίσαμε, αν και βρεθήκαμε πίσω στο σκορ. Τότε μπήκε στα αποδυτήρια στο ημίχρονο ο πρόεδρος. Είχε νευριάσει πάρα πολύ που χάναμε. Και λέει ο Μπέος “δεν ντρέπεστε”. Δείχνει εμένα και συμπληρώνει “δείτε τον παππού πως παίζει. Προσπαθεί και εσείς κοιμόσαστε”. Ήταν μία δικαίωση για μένα. Αλλά τα λέμε και γελάμε».
Ποιό είναι το μεγαλύτερο δίδαγμα που πήρατε από το ποδόσφαιρο;
«Το ποδόσφαιρο είναι ομαδικό άθλημα. Ευχαριστώ τον Θεό γιατί μου έδωσε τη δυνατότητα να γίνω ποδοσφαιριστής. Αυτό που μου έμαθε το ποδόσφαιρο είναι το πως θα μπορέσω να καταλάβω να λειτουργώ σαν σύνολο και τι σημαίνει ομαδικότητα.
Έλεγαν ο «πουλημένος, θα δώσει το ματς στην Ελλάδα»
Κεφάλαιο Εθνική Αλβανίας! Δεν κρύψατε ποτέ την ελληνική σου καταγωγή. Δηλώνατε όμως πάντα υπερήφανος που υπερασπίζεστε τα δοκάρια της Εθνικής σας ομάδας. Τί θυμάστε από αυτήν την περίεργη και συνάμα εκρηκτική εξίσωση στη σταδιοδρομία σας; Πώς βί’ωσατε τα παιχνίδια με το αντιπροσωπευτικό σας συγκρότημα αλλά και εκείνο το ματς εναντίον της Ελλάδας;
«Θέλω να σβήσω στιγμές που δεν θέλω να τις έχω στο μυαλό μου και να κρατήσω μόνο τα ευχάριστα. Πάντα για μένα αυτά τα παιχνίδια ήταν τα πιο δύσκολα. Άλλο το ποδοσφαιρικό και άλλο το να προσπαθούν να σε κάνουν να νιώσεις άσχημα και από τις δύο πλευρές. Υπήρχαν δηλαδή από εδώ και από εκεί αμφιβολίες. Έλεγαν ο “πουλημένος, θα δώσει το ματς στην Ελλάδα”. Ήταν τεράστιο άγχος για μένα. Αυτό που πραγματικά βλέπω, ότι ξεκινώντας από εμάς τους ποδοσφαιριστές μέχρι τον φίλαθλο, υπάρχει μία διαδρομή, στην οποία παρεμβάλλονται δημοσιογράφοι, οι οποίοι μεταφέρουν ανάλογα με τον χαρακτήρα τους την ποδοσφαιρική αξία και την επιτυχία ή αποτυχία. Σε όλους τους χώρους υπάρχουν καλοί και κακοί. Ο Ρεχάγκελ έφερε το μεγαλύτερο τρόπαιο στην Ελλάδα; Αν στη θέση της Πορτογαλίας, το 2004, ήταν η Γερμανία και τη νικούσε η Ελλάδα, οι Γερμανοί θα… πυροβολούσαν τον Ρεχάγκελ, επειδή έπαιζε εναντίον της χώρας του; Επειδή ζηλεύουμε εμείς οι Βαλκάνιοι το καλό που βλέπουμε στις αναπτυγμένες ποδοσφαιρικά χώρες, πρέπει να πω, ότι για να το φτάσουμε αυτό το καλό, πρέπει εμείς να το δουλέψουμε. Να γίνουμε δηλαδή καλοί στην καρδιά και στο μυαλό. Για να φτάσουμε εκεί πρέπει να καλλιεργήσουμε πρώτα τους εαυτούς μας. Εγώ ευχαριστώ τους γονείς μου, αυτούς τους ήρωες, που με μεγάλωσαν και με έκαναν να σέβομαι και να εκτιμώ. Πέρασα πολύ δύσκολα χρόνια. Δεν μου έφταιγαν όμως, ούτε οι συνάνθρωποι, ούτε οι συμπολίτες, ούτε και οι συμπατριώτες μου. Ήταν η πολιτική τέτοια. Το σύστημα. Αυτή η Αλβανία όμως μου έδωσε την ευκαιρία να αναγνωριστώ ποδοσφαιρικά. Μου έδωσε την ευκαιρία για ένα καλύτερο αύριο για τη ζωή μου. Αυτήν τη φανέλα που είχα φορέσει, έπρεπε να την τιμήσω. Ποιός είναι ο λόγος που πρέπει να αισθάνομαι άσχημα; Ναι έχω υποφέρει στα παιδιά μου χρόνια επειδή είμαι Έλληνας. Αλλά το θέμα όμως είναι, ότι παίζουμε ποδόσφαιρο. Αν υπάρχουν τέτοια προβλήματα, τσάμπα λέμε, ότι ο αθλητισμός ενώνει. Εδώ παίζουν μποξ και στο τέλος δίνουν το χέρι ο ένας στον άλλον, ενώ πριν έπαιξαν ξύλο».
Ποιους μεγάλους τερματοφύλακες ξεχωρίζετε από την περίοδο που ήσασταν στην ενεργό δράση;
«Ο καθένας έχει τα χαρακτηριστικά του. Μου έχει μείνει στο μυαλό το “βουνό”, ο Βάντσιχ. Υπήρχαν και τότε και μετά πολύ καλοί τερματοφύλακες. Ο Χαλκιάς είχε φοβερά σωματικά προσόντα. Τώρα βγαίνει μια νέα γενιά που θεωρώ, ότι θα έχει μέλλον».
Σε ποιούς αναφέρεστε;
«Υπάρχουν νέα παιδιά στις Ακαδημίες, σε ηλικίες 17-18 χρονών. Αλλά και οι τερματοφύκες της Εθνικής Ανδρών θεωρώ, ότι ειναι σε πολύ καλό επίπεδο. Ο Πασχαλάκης μου αρέσει πάρα πολύ, όπως και ο Βλαχοδήμος με τον Διούδη».
Γιατί το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν είδαμε να αναπτύσσεται σε μεγαλύτερο βαθμό, μετά την κατάκτηση του Euro 2004 στην Πορτογαλία;
«Όταν πήραμε το Ευρωμπάσκετ το 1987, τα παιδιά όλα έπαιζαν μπάσκετ. Έβλεπες παντού και μία μπασκέτα. Σε κάθε γωνία. Στο ποδόσφαιρο δεν έγινε αυτό. Δεν έγινε μεγάλη προσπάθεια στις Υποδομές. Οι αιτίες είναι πολλές. Εμείς που είμαστε απέξω μπορούμε να βρούμε πολλούς παράγοντες που οδήγησαν σε λάθη. Είναι άλλο πράγμα γιατί δεν έγινε κάτι και άλλο γιατί έγιναν λάθη. Κάναμε υποδομές με τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Το θέμα είναι πόσο τα εκμεταλλευτήκαμε όλα αυτά. Είχαμε τη διάθεση να το πάμε σε άλλο επίπεδο. Δυστυχώς είναι μετρημένες οι ομάδες που έκαναν ένα παραπάνω βήμα. Είναι πολύ λίγο όμως μπροστά σε αυτό που έπρεπε να γίνει στην Ελλάδα».
Ελληνικό ποδόσφαιρο παρακολουθείτε;
«Δεν μπορώ να πω, ότι έχω παρακολουθήσει φέτος ολοκληρωμένα. Θεωρώ, ότι έχει ανάγκη το ελληνικό ποδόσφαιρο να έχει πιο ανταγωνιστικό πρωτάθλημα, ώστε οι ελληνικές ομάδες να γίνουν πιο ανταγωνιστικές στην Ευρώπη».
«Αξίζουν οι θυσίες και η υπομονή για να παίξεις ποδόσφαιρο»
Τί κάνετε αυτήν την περίοδο;
«Είμαι κοντά στα παιδιά μου. Είμαι κοντά στον Θωμά που παίζει στη Λάτσιο και βοηθώ τον Δημήτρη στον τομέα που έχει επιλέξει και ασχολείται με το ποδόσφαιρο. Ζω στη Ρώμη. Παρακολουθώ ποδόσφαιρο και μου αρέσει».
Ταλέντα υπάρχουν;
«Υπάρχουν και στην Ελλάδα και στην Αλβανία. Παίζουν όμως και άλλα χαρακτηριστικά για να γίνει κάποιος επαγγελματίας. Ο χαρακτήρας είναι σημαντικός παράγοντας. Η επιθυμία επίσης. Πόσο θέλει ένα παιδί να ανεβεί. Θέλει στομάχι. Άλλο να κάνεις αθλητισμό και άλλο πρωταθλητισμό. Όταν έχεις ταλέντο οφείλεις να το βελτιώσεις προσθέτοντας θέληση, υπομονή, δουλειά, χαρακτήρα. Έχουν δει τα μάτια μας πολλά. Και οι δημοσιογράφοι έχουν γράψει για πολλές περιπτώσεις παικτών που έμειναν ταλέντα και δεν μπόρεσαν να κάνουν κάτι παραπάνω, είτε για τί δεν υπήρχε υπομονή και αφοσίωση».
Στο τέλος, ποιό μήνυμα θα θέλετε στείλετε στα παιδιά που θέλουν να ασχοληθούν με το ποδόσφαιρο;
«Σε αυτούς που το βλέπουν σαν άθλημα, εύχομαι να παίρνουν από αυτό υγεία και χαρά. Σε αυτούς που θέλουν να κάνουν καριέρα, λέω, να το κάνουν με θυσία και υπομονή. Γιατί πραγματικά είναι κάτι απίστευτο και ξεχωριστό το να μπορείς να βιώσεις το συναίσθημα ενός ποδοσφαιριστή που έχει φτάσει σε μεγάλο επίπεδο. Προσπαθήστε το. Έρχετε η μεγάλη στιγμή που θα πείτε, ότι άξιζε. Έχει δυσκολίες και μεγάλο δρόμο, αλλά αξίζει. Αξίζει να κάνετε αυτές τις θυσίες».