Ο καθηγητής σεισμολογίας Γεράσιμος Παπαδόπουλος μίλησε στην εκπομπή της ΕΡΤ «Συνδέσεις» για τον σεισμό των 4,9 Ρίχτερ που ταρακούνησε τη Μυτιλήνη τα ξημερώματα του Σαββάτου 7 Ιανουαρίου.
Ο ίδιος τόνισε ότι «Είμαστε πιο κοντά στο σενάριο τα 4,9 R στη Μυτιλήνη να ήταν ο κύριος σεισμός», ωστόσο από την άλλη θεωρεί «ως στοιχείο επιπλέον επικινδυνότητας το ότι η μετασεισμική ακολουθία στη Μυτιλήνη εξελίσσεται σε χερσαίο περιβάλλον» λόγω του βεβαρημένου ιστορικού της περιοχής.
«Έχω αρχίσει επιστημονικά να αισθάνομαι ότι πάμε αρκετά καλά. Δεν είμαστε ακόμα στο σημείο που θα πούμε ναι, εντάξει, έληξε το φαινόμενο. Όμως είμαστε κάπως πιο κοντά σε αυτό το σενάριο από ότι ήμασταν χθες» ανέφερε ο κ. Παπαδόπουλος συνιστώντας στου κατοίκους υπομονή και ψυχραιμία παρά τους συνεχείς μετασεισμούς.
Για τους κατοίκους που έχουν μικρές ζημιές στα σπίτια τους ή τους χώρους εργασίας επισήμανε «να πάρουν τη γνωμάτευση, τη συμβουλή ενός μηχανικού είτε από το Δήμο ή αν κάποιος βιάζεται ακόμα και από ιδιώτη μηχανικό»
Τρεις σεισμικές εστίες στην Εύβοια
«Ειδικά στα Ψαχνά, η μετασεισμική ακολουθία το λέω ευθέως, είναι μετασεισμική, προχωράει ομαλά και φυσιολογικά στις άλλες δύο εστίες, γιατί έχουμε τρεις εστίες εκεί ενεργοποιημένες παράλληλα, στο Λιμνιώνα – Βλαχιά που είναι στο βορειοανατολικό άκρο περίπου και το άλλο που είναι στο νότιο τμήμα, εξακολουθούμε να τις παρακολουθούμε με ιδιαίτερη προσοχή ξεχωριστά» είπε χαρακτηριστικά ο σεισμολόγος.
Τα τρία αυτά σημεία είναι ξεχωριστά «παρόλο που μπορεί να υποκρύπτεται ένας μηχανισμός που διήγειρε την μία μετά την άλλη, αλλά αυτό είναι μια επιστημονική υπόθεση […] Άρα και εκεί χρειάζεται προσοχή. Ο Εγκέλαδος κρύβει πολλά μυστικά, πολύπλοκα φαινόμενα» επισήμανε στη συνέχεια.
Όταν ο κ. Γεράσιμος Παπαδόπουλος ερωτήθη για το κατά πόσο συνδέονται οι σεισμικές δονήσεις στη Μυτιλήνη με το ρήγμα της Αγίας Παρασκευής ο ίδιος εξήγησε: «Φαίνεται να είναι λίγο δυτικότερα η ανάπτυξη, το επίκεντρο της τελευταίας σεισμικής δράσης. Λόγω όμως των σφαλμάτων που υπάρχουν στον εντοπισμό των επικέντρων, δεν είμαστε απολύτως βέβαιοι».
«Ακόμα κι αν είναι το ρήγμα το συγκεκριμένο που προκάλεσε τον πολύ μεγάλο σεισμό του 1867, τον οποίο γνωρίζω πολύ καλά, έχω γράψει ειδικό βιβλίο για τους σεισμούς της Μυτιλήνης και της Χίου και αν ακόμα είναι, δεν σημαίνει ότι κατ’ ανάγκην θα πρέπει να επαναληφθεί τώρα ο μεγάλος εκείνος σεισμός του 1867. Ενεργό ρήγμα είναι και πολλές φορές θα μας δώσει και μικρούς σεισμούς», πρόσθεσε.
«Ένας σεισμός μεγέθους 6R για να εκτονωθεί θέλει περίπου χίλιους τεσσάρηδες μετασεισμόυς. Δεν τους έχουμε τους χίλιους τεσσάρηδες», δήλωσε στη συνέχεια.
Για τις σεισμικές δονήσεις στη Μυτιλήνη επεσήμανε δε πως «δεν σημαίνει ότι το να έχουμε αυτούς τους 4,9R ή 4,7 R το ρήγμα είναι ήδη ώριμο για να μας δώσει τον 6,5 R.
Αυξημένες πιθανότητες για σεισμό πάνω από 6 R το 2023
«Στην Ελλάδα κατά μέσον όρο κάθε χρόνο έχουμε ένα σεισμό μεγέθους 6 R ή και μεγαλύτερο κατά μέσον όρο. Το 2022 πέρασε χωρίς ούτε έναν σεισμό πάνω από πεντέμισι, όχι έξι και πάνω. Άρα οι πιθανότητες να έχουμε ισχυρό σεισμό στην Ελλάδα μεγέθους 6 και λίγο μεγαλύτερο μέσα στο 2023 είναι αυξημένες»
Από την άλλη όμως καθησύχασε λέγοντας πως «Πάρα πολλοί σεισμοί γίνονται στη θάλασσα και περνάνε “Αβρόχοις ποσί”, χωρίς να γίνει κάτι με αρνητικές επιπτώσεις.»
«Θα πρέπει λοιπόν όλα να τα ζυγίζουμε και να δούμε ότι η σεισμική δραστηριότητα στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλή, αλλά ταυτόχρονα μετριασμένη, γιατί πολλοί σεισμοί ισχυροί γίνονται σε υποθαλάσσιο περιβάλλον. Ακόμα και άλλοι γίνονται στο χερσαίο χώρο, αλλά μακριά από κατοικημένα κέντρα.» πρόσθεσε ο κ. Παπαδόπουλος.
«Όλα αυτά λοιπόν μας δίνουν μια εικόνα επιπτώσεων που απέχει από την γεωφυσική εικόνα των σεισμών. Η γεωφυσική εικόνα είναι ναι, πολλοί σεισμοί με μεγάλα μεγέθη. Οι επιπτώσεις είναι όμως πολύ μικρότερες από αυτό που θα ανέμενε κάποιος εάν όλοι οι σεισμοί γινόντουσαν κοντά σε αστικά κέντρα που δεν είναι η περίπτωσή μας» υπογράμμισε στη συνέχεια.
Τέλος συνέστησε «ετοιμότητα, ενημέρωση, επιμόρφωση, ασκήσεις στα σχολεία, σχέδια έκτακτης ανάγκης από τις κεντρικές αρχές πολιτικής προστασίας. Πρέπει οι θεσμοί αυτοί να καλυτερεύουν συνεχώς τον ίδιο τους τον εαυτό προσφέροντας στην κοινωνία.»