Ο Άρης Γρεκιώτης περιέγραψε στο δικαστήριο την ιστορία της αγαπημένης του Στέλλας, την οποία αναζητούσε επί 5 μέρες και τελικά βρήκε απανθρακωμένη σε ένα οικόπεδο.
Την ιστορία της αγαπημένης του Στέλλας, που χάθηκε στις φλόγες όταν χωρίστηκαν για να σωθούν από την πύρινη λαίλαπα περιέγραψε στο δικαστήριο ο Άρης Γρεκιώτης στη δίκη για το Μάτι.
Το ζευγάρι βρισκόταν στο σπίτι του στο Κόκκινο Λιμανάκι όταν αντιλήφθηκε φωτιά πίσω από το βουνό στις 16.45. Μια βολτα με τη μηχανή τους οδήγησε ψηλά στο βουνό από το οποίο έφυγαν ανήσυχοι αλλά βέβαιοι ότι η φωτό κατευθύνεται άλλου. «Αποφασίσαμε να γυρίσουμε στο Ματι, υπήρχε ανησυχία αλλά όχι πολύ» είπε ο μάρτυρας που κατευθύνθηκε με τη σύντροφό του σε πολυκατοικία στην Ποσειδώνος σε φιλικό τους σπίτι.
«Όπως πηγαίναμε προς τα εκεί ο καπνός αυξανόταν και είχε αλλάξει φορά. Φτάσαμε στο σπίτι, κατεβήκαμε στην παραλία και βλέπαμε καπνό μαζί με φλόγες, ήταν ένα απίστευτο πράγμα, είχε ανάψει μεγάλη φωτιά. Επειδή ανησύχησα της είπα ότι θα πάρω τη μηχανή να ελέγξω τι γίνεται. Ανέβηκα 500 μέτρα στην εκκλησία του Ματιού. Είχε πιάσει φωτιά ένα οικόπεδο, διάσπαρτες φλόγες. Εκεί φοβήθηκα και την πήρα τηλέφωνο. Της λέω βγες στην Ποσειδώνος να σε πάρω να πάμε στο σπίτι να πάρουμε 2-3 πράγματα να φύγουμε» είπε.
Ο Άρης και η Στέλλα έφτασαν στο σπίτι τους, πήραν κάποια πράγματα και η σύντροφος του μπήκε στο αμάξι, ενώ εκείνος θα έφευγε με τη μηχανή. «Ήταν μια ανηφόρα δε βλέπαμε στο 1,5 μέτρο από τον καπνό. Πήραμε 2-3 πράγματα και βγηκαμε έξω. Η μηχανή μου ήταν προς Ραφήνα, το αμάξι της Στέλλας ήταν παρκαρισμένο προς τη Νέα Μάκρη. Πήρα τη μηχανή και πήγα προς το κόκκινο λιμανάκι που είχαμε δώσει ραντεβού. Η Στελλα έκανε μια διαδρομή για να βγει στη λεωφόρο δημοκρατίας για να βγει στο Κόκκινο Λιμανάκι. Εγώ πηγαίνοντας με τη μηχανή συνάντησα τον φίλο μου το Παναγιώτη, του λέω που πας; Φυγε! Δεν με άκουσε, μπήκε στο σπίτι. Πήγα στο Κόκκινο Λιμανάκι και περίμενα τη Στελλα. Την παίρνω τηλέφωνο εφτά παρά δυο λεπτά το απόγευμα. Μου απάντησε ότι άφησε το αμάξι. Ότι έχει φοβερή φωτιά. Την έπαιρνα, καλούσε αλλά δε μου απάντησε. Έκανα 3-4 κλήσεις. Σκέφτηκα ότι θα έτρεχε και δε μπορούσε να απαντήσει. Καθώς ήμουν στο Κόκκινο Λιμανάκι είδα 2-3 δέντρα να φουντώνουν. Τα αυτοκίνητα είχαν μπλοκάρει».
Στην προσπάθεια του να βρει την αγαπημένη του άφησε τη μηχανή του στη Ραφήνα και ξεκίνησε να τη βρει μέσα από τα βράχια και τη θάλασσα. «Φτάνοντας στη Δημοκρατίας και Παύλου Μελά τρελάθηκα γιατί έστω κι ένας αστυνομικος να υπήρχε εκείνη την ώρα να μην αφήνει τα αμάξια να μπαίνουν προς το Ματι! Θα είχαν φύγει όλα τα αυτοκίνητα και δεν θα καιγόταν κόσμος! Πήγα με τα πόδια στην παραλία με σκόνη να φτάσω από τα βράχια ή κολυμπώντας μη βρω το σημείο που κατέβηκε η Στελλα. Ανεβαίνοντας στα βράχια με αέρα, λάβα και φωτιά έφτασα. Κρυβόμουν στις σπηλιές να μη με κάψει η φωτιά. Φτάνω στο μπλε λιμανάκι. Ακούω μια κόρνα και ήταν ενα φουσκωτό. Μου λένε να έρθουν να με διασωσουν. Ανέβηκα στο φουσκωτό και συνεχίσαμε προς Κυανή Ακτή».
«Συλλέξαμε το κορμάκι της μικρής Εβίτας»
Ο μάρτυρας περιέγραψε αρκετές διαδρομές με το φουσκωτό κατά τις οποίες διασώθηκαν κάποια άτομα, ωστόσο σε μια από αυτές τις διαδρομές συνέλεξαν το άψυχο κορμάκι της Εβίτας Φύτρου που είχε πέσει από τα βράχια.
«Πηγαίνοντας σε κάποια βράχια μας φώναξαν κάποιοι άνθρωποι και πήγαμε προς τα εκεί. Ο ένας ήταν καμένος δεν ήξερα που να τον πιάσω να μην πονάει. Ξαναγυρίσαμε στη Ραφήνα. Πήγαμε να επιστρέψουμε και ο λιμενικός που βρισκόταν στο φουσκωτό δέχτηκε κλήση να πάμε σε μια παραλία γιατί υπήρχε άνθρωπος που είχε πεθάνει. Ήταν το κοριτσάκι που είχε πέσει από τα βράχια. Πήγαμε εκεί, εγώ δεν άντεξα να βγω. Παραλάβαμε το κοριτσάκι. Το βάλαμε στο φουσκωτό. Πήγαμε στη Ραφήνα. Εγώ ρωτουσα αν είχε δει κανείς τη Στελλα. Είχαν περάσει 2 με 2,5 ώρες».
Ο κ. Γρεκιώτης κατάφερε να μάθει για τη σύντροφο του πέντε μέρες αργότερα! Είχε βρεθεί στο οικόπεδο Φράγκου απανθρακωμένη μαζί με άλλους, ενώ κατά τραγική ειρωνία το αμάξι της δεν είχε πάθει τίποτα. «Κατά τις 06.30 το πρωί πήρα τη μηχανή με την κουμπάρα της Στέλλας και πήγαμε στο σπίτι. Είχε καταστραφεί τελείως. Κατεβήκαμε με τα πόδια τη διαδρομή που θα έκανε η Στελλα. Εκεί σε ένα οικόπεδο εντοπίσαμε το αμάξι που δεν είχε πάθει τίποτα γιατί ήταν καθαρό το οικόπεδο, δεν υπήρχε τίποτα. Φτάσαμε στην Κυανή Ακτή και προτού να φτάσουμε στην πίσω πλευρά της ταβέρνας. Παραλίγο να πατήσω απανθρακωμένο ένα πτώμα. Φωνάζω κάποιους του ερυθρού σταυρού. Έφυγα και έφτασα έξω από το σπιτι του Φράγκου. Η πόρτα ανοιχτή αλλά δε μπήκαμε μέσα, δεν μπορουσα να φανταστώ…Έψαχνα πολλές μέρες μαζί με τις κόρες και την αδελφή της Στέλλας» είπε φορτισμένος ο μάρτυρας και συμπλήρωσε: «Δεν υπήρχε από πουθενά βοήθεια. Δεν ειδοποιήθηκε ο κόσμος. Υπήρχε χρόνος να ενημερώσουν. Ο καθένας έκανε ότι μπορούσε».
«Έψαχνα πέντε ημέρες τη μητέρα μου»
Ακολούθησε η κατάθεση της Παναγιώτας Νικολάου, κόρης της Στέλλας που χάθηκε όταν χωρίστηκε με τον σύντροφό της Άρη. «Είχαμε ένα εξοχικό στο Κόκκινο Λιμανακι και η μητέρα μου περνούσε εκεί το καλοκαίρι. Περίπου στις 17.20 ένας φίλος με πήρε να με ρωτήσει αν είναι όλα καλά με τη μαμά μου γιατί βλέπει καπνούς στην περιοχή. Όταν την πήρα τηλέφωνο βρισκόταν με τον σύντροφο της τον Άρη και ήταν στο Βουτζά. Την άκουγα ήρεμη, όχι φοβισμένη. Τους είπα να φύγουν. «Θα φύγουμε, φοβάμαι τη φωτιά, δε θέλω να καώ». Δεν της ξαναμίλησα έκτοτε» είπε συγκινημένη.
Η γυναίκα επέστρεψε σίγουρη στο σπίτι της στο Χαλάνδρι ότι η μητέρα της και ο σύντροφός της ήταν ασφαλείς. «Βλέπω μια ώρα αργότερα ότι έχει φωτιά στο Βουτζά. Την έπαιρνα και δεν το σήκωνε. Προσπαθούσα να πάρω μια φιλική μας οικογένεια, κάηκαν όλοι, δεν το ήξερα. Βρήκα αργά το απόγευμα το σύντροφο της τον Άρη που είπε την ψάχνω. Μιλούσα με την κόρη του και κατάλαβα ότι την ψάχνει στις παραλίες. Καταλήξαμε στο λιμεναρχείο περίμενε τος βάρκες μέχρι το πρωί. Δεν τη βρήκαμε. Αρχίσαμε να παίρνουμε νοσοκομεία. Τη δηλώσαμε αγνοούμενη. Την Τετάρτη έδωσε dna η αδελφή μου. Το Σάββατο μας τηλεφώνησαν από το Γουδί και μας είπαν ότι ταυτοποιήθηκε το dna της αδελφής μου με ένα πτώμα που βρέθηκε στο κτήμα Φράγκου».
«Πήγαινα κάθε μέρα στο Μάτι και φώναζα μαμά»
Στο βημα το μάρτυρα ανέβηκε και η δεύτερη κόρη του θυματος Αθηνά Νικολάου. «Κατά τις 18:00 με καλεί για να με ενημερώσει για κάτι. Της λέω θα σε πάρω σε μισή ώρα. Καλώ δεν την βρίσκω. Επικοινωνώ με αδελφή μου και μου λέει ότι η φωτιά έχει φτάσει στο Μάτι και δεν ξέρουν που είναι. Πηγαίναμε στα νοσοκομεία που υπάρχουν θύματα. Είδα πτώματα καμένα. Μήπως η μαμά μου ήταν εκεί. Δεν ήταν προφανώς. Είχα ακούσει ότι σε ένα οικόπεδο είχαν βρεθεί πολλά άτομα. Πήγα εκεί.Είδα πεταμένα πράγματα από ανθρώπους, έπιασα ένα κλειδί καμένο, το άφησα κάτω. Δεν είδα κάτι της μητέρας μου προφανώς. Έδωσα δείγμα DNΑ, πήγαινα κάθε ημέρα στο Μάτι, φώναζα μαμά παντού. Μας ενημέρωσαν ότι η μητέρα μου είχε ταυτοποιηθεί στο κτήμα Φράγκου».