Πυκνώνουν τα σημάδια ότι οδεύουμε προς μία μείζονα οικονομική κρίση
Όλα δείχνουν ότι η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε μια φάση όπου πυκνώνουν τα σημάδια μιας επικείμενης μεγάλης οικονομικής κρίσης. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στο ότι η πιο γνωστή – και έγκυρη – «Κασσάνδρα» της παγκόσμιας οικονομίας, ο Νουριέλ Ρουμπινί υποστήριξε ότι έχουμε μπροστά μιας κρίση χρέους εν μέσω στασιμοπληθωρισμού.
Είναι και πρόσφατες εμπειρίες όπως αυτή της Βρετανίας όπου οι αντιδράσεις για την απόφαση της κυβέρνησης ταυτόχρονα να μειώσει τους φόρους και να αυξήσει το δανεισμό και τη δημόσια δαπάνη, δεν περιορίστηκαν στους φόβους για το μέλλον, αλλά εκφράστηκαν άμεσα καθώς η απόφαση αυτή ανατίναξε την αγορά ομολόγων. Χρέος, πληθωρισμός και ελλείμματα μεταφράζονται σε μικρότερες τιμές και υψηλότερες αποδόσεις των ομολόγων, άρα και σε αύξηση του κόστους δανεισμού αλλά και σοβαρά προβλήματα σε όσους επενδυτές στη κεφαλαιαγορές (όπως είναι τα βρετανικά Ταμεία Συνταξιοδότησης) χρησιμοποιούν τα ομόλογα όχι μόνο ως βάση του χαρτοφυλακίου τους, αλλά και ως εγγύηση για να δανείζονται και να διευρύνουν αυτό το χαρτοφυλάκιο, με ορατό τον κίνδυνο μιας αλυσιδωτής κατάρρευσης μεγάλου μέρους των αγορών.
Αλλά και η άνοδος του δολαρίου αρχίζει να αντιμετωπίζετια ολοένα και περισσότερο ως προάγγελος μιας χρηματοοικονομικής κρίσης, τουλάχιστον σύμφωνα με τους αναλυτές της Morgan Stanley.
Μια τέλεια θύελλα στην παγκόσμια οικονομία
Στην περίφημη ταινία του Μελ Μπρουκς «Φρανκεστάιν τζούνιορ», ο κεντρικός ήρωας που, ο ομώνυμος καθηγητής, σε μια σκηνή αναδύεται από τα χώματα αναφωνώντας «πόσο χειρότερα μπορούν να γίνουν τα πράγματα, για να λάβει τον αποστομωτική απάντηση από τον κάπως δύσμορφο βοηθό του, «μπορούν να γίνουν χειρότερα, μπορεί να βρέξει», όπερ και συμβαίνει.
Αυτό θα μπορούσε να περιγράψει κάπως και την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας από τον περασμένο χειμώνα και μετά: Γιατί θα μπορούσε τι θα μπορούσε να πάει χειρότερα για μια παγκόσμια οικονομία που έβγαινε από την ύφεση της πανδημίας και έχοντας τεράστια προβλήματα με τις εφοδιαστικές αλυσίδες (που ακόμη προφανώς δεν έχουν επιλυθεί; Η απάντηση απλή: να ξεσπάσει ένας μεγάλος πόλεμος στην καρδιά της Ευρώπης, επάγοντας μια γεωπολιτική διαίρεση – στα όρια της επαπειλούμενης παγκόσμιας σύρραξης – που εκτός της συνολικής ανασφάλειας που εντείνεται, δημιουργεί συνθήκες μια ενεργειακής κρίσης και επιταχύνει την εμφάνιση των πληθωριστικών τάσεων που ούτως ή άλλως ελλόχευσαν εξαιτίας των προβλημάτων στη σφαίρα της προσφοράς.
Σε όλα αυτά ο πληθωρισμός που εμφανίζεται δείχνει ότι «ήρθε για να μείνει». Και παρότι τα ύψη δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν ότι αγγίζουν κάποια έννοια «υπερπληθωρισμού», εντούτοις δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι εδώ και αρκετά χρόνια η παγκόσμια οικονομία είναι «χτισμένη» πάνω στη βασική θετική επίπτωση του χαμηλού πληθωρισμού, που δεν είναι άλλη από τα χαμηλά επιτόκια, που με τη σειρά τους είναι ο βασικός λόγος που δεν έχουν πλήρως ενεργοποιηθεί οι επιπτώσεις πραγματικής υποχώρηση των ποσοστών κέρδους.
Τα ανοιχτά ερωτήματα
Όλα αυτά συνδυάζονται και με άλλα ανοιχτά ερωτήματα, πιο δομικά ή στρατηγικά ίσως.
Η εμφάνιση τάσεων υποχώρησης της παραγωγικότητας δεν μπορεί να αποδοθεί απλώς και μόνο στις τάσεις στην αγορά εργασίας (με τα πολύ χαμηλά ποσοστά ανεργίας) αλλά σε ένα βαθύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι αναπτυγμένες οικονομίες. Η σταδιακή μετατόπιση του κέντρου της απασχόλησης στη σφαίρα της κυκλοφορίας και τις υπηρεσίες σημαίνει ότι αύξηση της απασχόλησης είναι σε κλάδους όπου δεν μπορούν να υπάρξουν μεγάλες τομές στην παραγωγικότητα. Αυτό αποτυπώνεται και στη φαινομενική αντίφαση να έχουμε τεχνολογικές τομές που δεν μεταφράζονται σε άλματα ως προς την παραγωγικότητα.
Αντίστοιχα, προκύπτουν όλα τα ερωτήματα για το εάν και σε ποιο βαθμό πίσω από τις ανοδικές αποτιμήσεις διαφόρων εταιρικών κολοσσών κρύβεται και ανάλογη πραγματική επένδυση, ή εάν, όπως έχει παρατηρηθεί σε αρκετές μεγάλες επιχειρήσεις, ακόμη και σε κλάδους αιχμής, περισσότερα χρήματα έχουν ξοδευτεί για αγορά ιδίων μετοχών με σκοπό της στήριξης της τιμής της μετοχής της εταιρείας, παρά για αγορά, εξέλιξη και ανάπτυξη των τεχνολογικών υποδομών.
Οι ανησυχητικές προβλέψεις των διεθνών οργανισμών
Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί αναθεωρούν σε πιο αρνητική κατεύθυνση τις προβλέψεις τους. Ο ΟΟΣΑ για παράδειγμα τον Σεπτέμβριο «διόρθωσε» προς τα κάτω την πρόβλεψή του για το 2023 κάνοντας πρόβλεψη για υποχώρηση του παγκόσμιου ρυθμού ανάπτυξης στο 2,2%, για ανάπτυξη στην Ευρωζώνη, πάλι το 2023 μόλις 0.3%, 0% στη Βρετανία και 0,5% στις ΗΠΑ.
Ρόλο σε αυτό παίζει και το ίδιο το γεγονός της παράτασης και της κλιμάκωσης του πολέμου στην Ουκρανία, άρα και της «διαιώνισης» των κυρώσεων σε βάρος τη Ρωσία.
Η αμηχανία κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών
Σε αυτό το τοπίο δεν είναι τυχαίο ότι καταγράφεται μια αμηχανία των κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών απέναντι σε αυτή την κατάσταση.
Για παράδειγμα, η «φυσιολογική» αντίδραση απέναντι στην αύξηση του πληθωρισμού θα ήταν η αύξηση των επιτοκίων και ο τερματισμός των όποιων προγραμμάτων «ποσοτικής χαλάρωσης».
Όμως, υπάρχει ο κίνδυνος αυτό να οδηγήσει σε αύξηση του συνολικού κόστους δανεισμού και σε σοβαρά προβλήματα σε όσους χρηματοπιστωτικούς φορείς στηρίζονταν στο να μπορούν να χρησιμοποιούν τα ομόλογα που είχαν ως εγγύηση για να έχουν κεφαλαιακή επάρκεια. Τελευταίο παράδειγμα, η «αναγκαστική» απόφαση της Τράπεζας της Αγγλίας να κάνει ένα μεγάλο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων ακριβώς για να αποφευχθεί η κατάρρευση των Συνταξιοδοτικών Ταμείων.
Το ίδιο ισχύει και για το συνολικότερο ερώτημα του εάν μπορεί να υπάρξει υποχώρηση του πληθωρισμού χωρίς ύφεση και αύξηση της ανεργίας, σε μια περίοδο όπου οι κυβερνήσεις έχουν έναν φόβο να προχωρήσουν σε κινήσεις που θα παρέπεμπαν σε «διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής».
Και βέβαια ο τρόπος που επιστρέφουν διάφοροι «κοινοί τόποι» μιας προηγούμενης περιόδου, όπως η πεποίθηση ότι η περικοπή φόρων θα «φέρει ανάπτυξη», μάλλον διαψεύδονται, εάν αναλογιστούμε ότι τα ιστορικά δεδομένα δεν παραπέμπουν σε κάποια συσχέτιση ανάμεσα στη μείωση των φόρων και την ανάπτυξη. Άλλωστε, ακόμη και ένα μειωθούν κάποιοι φόροι, αυτό δεν θα λύσει το πρόβλημα του ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να παράγει το φυσικό αέριο που της λείπει, ούτε μπορεί να λύσει τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες σε προϊόντα υψηλής τεχνολογίας.
Αναζητώντας μια νέα Lehman Bothers
Σε όλη αυτή την περίοδο, με τη μεγάλη κινητικότητα στις αγορές και τη διαρκή επίγνωση ότι υπάρχουν αρκετοί «αδύναμοι κρίκοι», σε επίπεδο κλάδων ή και μεμονωμένων ομίλων, υπάρχει ο φόβος εάν θα υπάρξει κάποιο σημείο που θα αποτελούσε τέτοια αφετηρία.
Το είδαμε ως ένα βαθμό σε σχέση με τα Ταμεία Συνταξιοδότησης στην Βρετανία και δεν είναι τυχαίος ο θόρυβος που έχει υπάρξει για τα προβλήματα στην Credit Suisse που ετοιμάζεται να απαλλαγεί από τον επενδυτικό της βραχίονα και αυτό έχει δημιουργήσει ερωτήματα για το ποιο είναι το πραγματικό της χρηματοδοτικό κενό, η «μαύρη τρύπα» στο ταμείο της και μάλιστα εν μέσω υποβάθμισης της πιστοληπτικής της ικανότητας.
Με έναν τρόπο, αυτό δεν αποτυπώνει μόνο την ανασφάλεια για τη συγκυρία, αλλά και την επίγνωση που άφησε το 2008, ότι σε περιόδους κρίσης, ακόμη και όταν αυτή δεν είναι εμφανής, είναι πολύ εύκολο μία επιχείρηση ή ένας κλάδος μπορούν να λειτουργήσουν ως θρυαλλίδα μιας συνολικότερης κρίσης.