Το 2023 υπάρχει πιθανότητα να είναι χρονιά που θα σημαδευτεί από κοινωνικές εντάσεις σε παγκόσμια κλίμακα, προειδοποίησε χθες η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, επισημαίνοντας ακόμη πως οι συνέπειες της πιο περιοριστικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών στην απασχόληση «μένουν» ακόμη να γίνουν αισθητές.
Στην περίπτωση που η άνοδος των επιτοκίων πλήξει τις αγορές εργασίας, συνεπεία των προσπαθειών επιβράδυνσης του πληθωρισμού, αυτό μπορεί να μεταφραστεί σε ακόμη περισσότερες εντάσεις, τόνισε η επικεφαλής του διεθνούς χρηματοπιστωτικού θεσμού της Ουάσιγκτον.
Η κατάσταση δεν θα βελτιωθεί σύντομα, καθώς ο πληθωρισμός «παραμένει υψηλός», και «το έργο των κεντρικών τραπεζών δεν έχει τερματιστεί ακόμη» για να αποκλιμακωθεί, θύμισε η κυρία Γκεοργκίεβα, κρίνοντας ότι «η κρίση αναμφίβολα δεν έχει τελειώσει».
Παρότι η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας αναμένεται να είναι μεγαλύτερη το 2023 από ό,τι προέβλεπε το Ταμείο στις τελευταίες δημοσιεύσεις του τον Οκτώβριο, οι εθνικές αγορές εργασίας μέχρι τώρα επιδεικνύουν «ανθεκτικότητα», σημείωσε η Γκεοργκίεβα, κάνοντας λόγο για «θετική» ένδειξη.
Συμβάλλει «το γεγονός ότι κυβερνήσεις ανέλαβαν γρήγορα δράση για να προσφέρουν οικονομική υποστήριξη στους πληθυσμούς μπροστά στην άνοδο των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας. Αλλά τα διαθέσιμα περιθώρια συρρικνώνονται».
«Εφόσον ο κόσμος έχει δουλειά, ακόμα κι αν οι τιμές είναι αυξημένες, καταναλώνει, κάτι που βοήθησε την οικονομία κατά το τρίτο τρίμηνο, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, όμως γνωρίζουμε πως ο αντίκτυπος της περιοριστικής οικονομικής πολιτικής μένει ακόμη να εκδηλωθεί», ειδικά σε ό,τι αφορά την ανεργία, επέμεινε η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ.
Ταυτόχρονα, οι συνέπειες της ανόδου των επιτοκίων στις χώρες με υψηλά χρέη ενδέχεται να αποδειχθούν δραματικές, ανέφερε η κυρία Γκεοργκίεβα, ο θεσμός της οποίας προειδοποιεί εδώ και μήνες για τον κίνδυνο το 60% των αναπτυσσόμενων χωρών να βυθιστεί σε κρίσεις δημόσιου χρέους.