Η επικείμενη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών στην Άγκυρα είναι η πρώτη από μια σειρά ελληνοτουρκικών συναντήσεων που έχουν προγραμματιστεί για τις επόμενες εβδομάδες και μήνες. Τέτοια πυκνότητα συναντήσεων υψηλού και ανώτατου επιπέδου δεν έχει παρατηρηθεί εδώ και πολύ καιρό. Βρισκόμαστε στην αρχή ενός νέου κεφαλαίου στις σχέσεις μεταξύ των γειτονικών χωρών.
ΤΟΥ Ρόναλντ Μαινάρντους
ΠΗΓΗ LIBERAL.GR
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Άγκυρα και η Αθήνα βάζουν στόχο να λύσουν τα πολλά προβλήματα μεταξύ τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Με την πάροδο των ετών, ο αριθμός των διαφορών και η πολυπλοκότητά τους έχουν αυξηθεί.
Αυτή τη φορά, οι συνθήκες για την επίτευξη απτών αποτελεσμάτων φαίνονται πιο ευνοϊκές από ό,τι στο παρελθόν. Αυτό οφείλεται αφενός στην εσωτερική πολιτική κατάσταση και στις δύο χώρες, αλλά και στα γεωπολιτικά δεδομένα στον απόηχο του ρωσικού επιθετικού πολέμου κατά της Ουκρανίας.
Τον κ. Ερντογάν και τον κ. Μητσοτάκη ενώνει ότι και οι δύο είναι ενισχυμένοι στην εσωτερική πολιτική μετά τις αντίστοιχες εκλογικές τους νίκες, και οι δύο διαθέτουν πολυετή εντολή. Το κλίμα και στις δύο χώρες, το οποίο έχει βελτιωθεί τους τελευταίους μήνες, ευνοεί επίσης τη διπλωματική διαδικασία. Το έναυσμα για αυτή την ψυχολογικά σημαντική εξέλιξη και στις δύο πλευρές του Αιγαίου ήταν οι καταστροφικοί σεισμοί στην Ανατολία τον Φεβρουάριο και η επακόλουθη εξαιρετική αλληλεγγύη που επέδειξαν η Ελλάδα και οι Έλληνες στην ώρα της μεγάλης ανάγκης της Τουρκίας. Η λεγόμενη διπλωματία των σεισμών άνοιξε το δρόμο για το νέο πολιτικό ξεκίνημα.
Τέλος, ο διεθνής παράγοντας παίζει ρόλο. Από τότε που ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία, η ενότητα του ΝΑΤΟ αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα για τη Δύση. Μια σύγκρουση μεταξύ των εταίρων του ΝΑΤΟ, της Ελλάδας και της Τουρκίας, θα ήταν μια πολιτική καταστροφή για τη συμμαχία, καθώς θα έπαιζε απευθείας στα χέρια της Ρωσίας του Πούτιν. Η διασφάλιση ότι αυτό δε θα συμβεί είναι ένας από τους στρατηγικούς στόχους της Ουάσινγκτον στην περιοχή.
Οι Αμερικανοί έχουν αναθέσει στους Γερμανούς το καθήκον να φροντίσουν ώστε Έλληνες και Τούρκοι να λύσουν ειρηνικά τα προβλήματά τους. Όταν το Βερολίνο μεσολαβεί μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας, όπως έκανε πρόσφατα, το κάνει και για λογαριασμό των ΗΠΑ. Αυτή η «εντολή» δίνει στη γερμανική διπλωματία πρόσθετο πολιτικό βάρος.
Η γερμανική διαμεσολάβηση μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας δεν είναι κάτι καινούργιο. Η διπλωματική παρέμβαση του Βερολίνου κορυφώθηκε το 2020, όταν η διαμάχη για τις θαλάσσιες ζώνες δικαιοδοσίας στην Ανατολική Μεσόγειο παραλίγο να κλιμακωθεί σε στρατιωτική σύγκρουση. Η κατάσταση ηρέμησε και λόγω της δυναμικής πολιτικής παρέμβασης της τότε καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ.
Και υπό τον καγκελάριο Όλαφ Σολτς, η αποτροπή μιας κλιμάκωσης στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο, ή, για να το θέσουμε θετικά: μια διαρκής ύφεση μεταξύ Άγκυρας και Αθήνας, παραμένει σημαντικός στόχος της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής. Η γερμανική διπλωματία δραστηριοποιείται μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας σε διάφορα επίπεδα. «Είχαμε συνομιλίες με την ελληνική και την τουρκική πλευρά τις τελευταίες εβδομάδες και θα τις συνεχίσουμε», είπε μόλις πριν από λίγες μέρες ο εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης επιβεβαίωντας τη συνεχιζόμενη εμπλοκή του Βερολίνου στο ελληνοτουρκικό ζήτημα.
Η παρέμβαση αυτή ήταν αρκετά αποτελεσματική τον περασμένο Δεκέμβριο, όταν, με πρωτοβουλία της Γερμανίας – και υπό την κάλυψη της μυστικότητας – ανώτεροι αξιωματούχοι της Αθήνας και της Άγκυρας συναντήθηκαν στις Βρυξέλλες και συμφώνησαν να επαναλάβουν τον ανασταλμένο διμερές διάλογο. Το Βερολίνο συνέβαλε σημαντικά στο να αφήσει η Τουρκία πίσω της την πολιτική του «Μητσοτάκης γιόκ»– και οι γείτονες να ξαναρχίσουν να συνομιλούν.
Προκειμένου να ταξινομήσουμε τον γερμανικό ρόλο, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι δεν αποσκοπεί στον καθορισμό του περιεχομένου των διαπραγματεύσεων. Με άλλα λόγια, οι Γερμανοί διπλωμάτες δεν ενδιαφέρονται για το ποια μορφή θα πάρει η επιζητούμενη λύση.
Η εστίαση βρίσκεται στη διαδικασία και όχι στην ουσία: στόχος του Βερολίνου είναι να καθίσουν οι δύο πλευρές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να αναζητήσουν από κοινού αμοιβαία αποδεκτές λύσεις. Αυτή η στρατηγική μεθόδευση συμβάλλει στην αποδοχή του ρόλου της Γερμανίας. Διότι: και στις δύο πλευρές υπάρχει μια έντονη απόρριψη της «εξωτερικής ανάμειξης» στα δικά τους «εθνικά θέματα».
Με βάση τα παραπάνω, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η γερμανική κυβέρνηση δε δηλώνει ποτέ δημόσια πώς θα πρέπει να διαμορφωθεί λεπτομερώς μια λύση στις ελληνοτουρκικές διαφορές. Παρ’ όλα αυτά, ακούγεται στο Βερολίνο σε εμπιστευτικές συνομιλίες ότι μια λύση μέσω διαιτησίας, όπως από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, θα ήταν μια θετική κατάληξη.
Ως η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη της Ευρώπης, η Γερμανία ενδιαφέρεται παραδοσιακά για σταθερές συνθήκες. Η Νοτιοανατολική Ευρώπη και η Ανατολική Μεσόγειος έχουν ιδιαίτερη στρατηγική σημασία για τη Γερμανία. Η σημασία αυτή έχει αυξηθεί με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η Ελλάδα και η Τουρκία μπορούν να χαρακτηριστούν ως κράτη πρώτης γραμμής σε αυτόν τον πόλεμο. Η συνεργασία τους, και μάλιστα η ενεργός συμμετοχή τους στις δραστηριότητες του ΝΑΤΟ, ενισχύει τη Δύση. Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο το Βερολίνο ενδιαφέρεται για μια διαρκή αποκλιμάκωση
Η Γερμανία διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Ωστόσο, τα συμφέροντα της ΕΕ και της Γερμανίας δε συμπίπτουν όσον αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Στην περίπτωση αυτή, η ΕΕ δύσκολα μπορεί να λειτουργήσει ως ουδέτερος διαμεσολαβητής, καθώς η Ελλάδα και η Κύπρος είναι μέλη της, ενώ η Τουρκία όχι. Ως γνωστόν, η Άγκυρα δεν έχει λόγο στις Βρυξέλλες και ως εκ τούτου απορρίπτει έναν ισχυρότερο ρόλο της ΕΕ στα ελληνοτουρκικά θέματα, κάτι που η κυβέρνηση στη Λευκωσία ειδικότερα είναι αποφασισμένη να επιτύχει.
Η Τουρκία παραμένει προσηλωμένη στην προσέγγιση με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρόσφατα, μάλιστα, ο πρόεδρος Ερντογάν επανέλαβε την επιθυμία η χώρα του να γίνει μέλος της ΕΕ. Η προοπτική αυτή φαίνεται παράλογη υπό τις σημερινές πολιτικές συνθήκες. Εν τω μεταξύ, οι σχέσεις της Άγκυρας με την ΕΕ συνεχίζουν να διατηρούν μια ουσιαστική ελληνοτουρκική διάσταση. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχει πλέον ευρεία συναίνεση ότι η πρόοδος στο Κυπριακό παραμένει προϋπόθεση για την εξομάλυνση των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας.
Η σχέση μεταξύ της λύσης του Κυπριακού και της ένταξης της Τουρκίας περιγράφεται με σπάνια ειλικρίνεια από τον Christoph Heusgen, ο οποίος εργάστηκε για πολλά χρόνια σε ανώτερες θέσεις εξωτερικής πολιτικής για την πρώην καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ.
Στο βιβλίο του, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στη Γερμανία, ο Heusgen, ο οποίος τώρα προεδρεύει της σημαντικής Διεθνούς Διάσκεψης του Μονάχου για την Ασφάλεια, γράφει με ωμή σαφήνεια. «Για μένα είναι αδιανόητο ότι μπορεί ακόμη να βρεθεί λύση (για την Κύπρο)». Ο Γερμανός ειδικός κατονομάζει με εξίσου σκληρή σαφήνεια την πολιτική συνέπεια του αδιεξόδου στην Κύπρο: «Αυτό αποκλείει την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, ακόμη και αν διατηρηθεί η μυθοπλασία για πολιτικούς λόγους».