Αντιμέτωπη με μια πιθανή νέα αναταραχή στον ενεργειακό τομέα βρίσκεται η Ευρώπη, έναν χρόνο μετά το σοκ που προκάλεσαν στη γηραιά ήπειρο οι ανατροπές που επέφερε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Όπως σημειώνει το Politico, η σύγκρουση Ισραήλ-Χαμάς απειλεί να διαταράξει τις σχέσεις της Ευρώπης με τη Μέση Ανατολή, ακόμα και να παρασύρει το Ιράν σε μια ανοιχτή αντιπαράθεση με το Ισραήλ και τους δυτικούς του εταίρους. Παρά τη σχετική ηρεμία που επικρατεί προς το παρόν στις αγορές, η υλοποίηση οποιουδήποτε από αυτά τα σενάρια θα μπορούσε να προκαλέσει χάος.
Πάντως η ευρωπαία επίτροπος Ενέργειας Κάντρι Σίμσον δηλώνει στο Politico ότι η Ευρώπη είναι εξοπλισμένη για να «αντιμετωπίσει τη στενότητα της παγκόσμιας αγοράς πετρελαίου και ντίζελ», καθώς οι αξιωματούχοι έχουν αντλήσει διδάγματα από τη διαταραχή που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανία. Έτσι, εργάζονται για να δημιουργήσουν «μια καλή κατανόηση όλων των τρωτών σημείων μας για την καλύτερη δυνατή αντιμετώπισή τους και για το πώς μπορούμε να είμαστε προετοιμασμένοι για τυχόν περιστατικά ή καταστάσεις έκτακτης ανάγκης».
Στο πλαίσιο αυτών των κινήσεων, η Ευρώπη επιχειρεί άνοιγμα τόσο προς παραδοσιακά ισχυρούς παίκτες στον τομέα της ενέργειας, όπως η Νορβηγία, όσο και προς αναδυόμενες δυνάμεις όπως η Αλγερία και η Νιγηρία.
Το πετρέλαιο
Ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή προς το παρόν έχει περιορισμένο αντίκτυπο στις αγορές πετρελαίου, καθώς οι τιμές του μαύρου χρυσού υποχώρησαν μετά την πρώτη εκτόξευση την επομένη της επίθεσης της Χαμάς. Οι traders υποστηρίζουν ότι όσο η σύγκρουση δεν επεκτείνεται, οι προμήθειες πετρελαίου θα παραμείνουν λίγο-πολύ σταθερές.
Μεγαλύτερους κινδύνους εγκυμονεί τυχόν εμπλοκή του Ιράν στη σύγκρουση, καθώς η Τεχεράνη θα μπορούσε να διακόψει τη ναυσιπλοΐα από και προς τις χώρες του Κόλπου μέσω των Στενών του Ορμούζ. Παράλληλα, τυχόν πλήγματα στην επικράτεια του Ιράν θα μείωναν τις ποσότητες πετρελαίου που εξάγονται στην Κίνα, αναγκάζοντας το Πεκίνο να αναζητήσει αλλού τις αναγκαίες ποσότητες – κάτι που θα εκτίνασσε τις τιμές. Βεβαίως σε περίπτωση άμεσης σύγκρουσης του Ισραήλ με το Ιράν οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι που θα αντιμετωπίσει ο πλανήτης θα είναι τέτοιοι που οι τιμές του πετρελαίου θα μοιάζουν, πιθανώς, το ήσσονος σημασίας ζήτημα…
Το αέριο
Πιο αισθητές καθίστανται οι επιπτώσεις του πολέμου στις τιμές του φυσικού αερίου. Το Ισραήλ διέκοψε την παραγωγή από στο υπεράκτιο κοίτασμα φυσικού αερίου Ταμάρ μετά την αιφνιδιαστική επίθεση της Χαμάς. Και ενώ το Ισραήλ παράγει σχετικά μικρές ποσότητες φυσικού αερίου – περίπου 21 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα πέρυσι, σε σύγκριση με τα 618 δισεκατομμύρια της Ρωσίας – είναι βασικός εξαγωγέας στη γειτονική Αίγυπτο. Έτσι, η διακοπή λειτουργίας του Ταμάρ επιδείνωσε τις τακτικές κυλιόμενες διακοπές ρεύματος εκεί. Η ροή έχει έκτοτε επανέλθει, αν και σε μικρότερες ποσότητες.
Οποιαδήποτε κλιμάκωση με το Ιράν θα μπορούσε να επηρεάσει τόσο το φυσικό αέριο όσο και τις αγορές πετρελαίου, δεδομένου ότι το ένα τρίτο του υγροποιημένου φυσικού αερίου και το ένα έκτο του πετρελαίου παγκοσμίως μεταφέρονται μέσω των Στενών του Ορμούζ. Πάντως όλοι οι διεθνείς παίκτες φαίνονται να προσπαθούν να αποφύγουν την κλιμάκωση, ώστε να μην εμπλακεί η Τεχεράνη στη σύγκρουση.
Θα αντέξει η Ευρώπη;
Έχοντας πάντως μειώσει την κατανάλωση ήδη μετά τη διαταραχή που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανία, η Ευρώπη βρίσκεται σε καλύτερη θέση για να διαχειριστεί μια πιθανή νέα κρίση στο φυσικό αέριο.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα κράτη μέλη μείωσαν συλλογικά κατά σχεδόν 20% την κατανάλωση φυσικού αερίου κατά την προετοιμασία για τον περασμένο χειμώνα, με τη βιομηχανία να επιβραδύνει την παραγωγή και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας να παίζουν πολύ μεγαλύτερο ρόλο στην ηλεκτροπαραγωγή. Παρά ταύτα, η κατανάλωση αυξήθηκε στην πραγματικότητα τον Οκτώβριο για πρώτη φορά από την έναρξη του πολέμου, σε μια πρώτη ένδειξη ότι οι επιχειρήσεις προσπαθούν δειλά να αποκαταστήσουν τη χαμένη παραγωγικότητα.
Οι δεξαμενές αποθήκευσης της γηραιάς ηπείρου παραμένουν πλήρεις, όμως οι τιμές διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα – αν και θεαματικά χαμηλότερα σε σχέση με το καλοκαίρι του 2022. Αυτό πάντως σημαίνει ότι υπάρχουν μικρότερα περιθώρια απορρόφησης της όποιας διαταραχής.
Πηγή: ΟΤ