Ως δημοσιονομικό «εκβιασμό» αντιμετωπίζουν στην κυβέρνηση το -(χωρίς προηγούμενο ίσως)- «Δελτίο Τύπου» που εξέδωσε ως Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας το Ελεγκτικό Συνέδριο (και όχι π.χ. η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, ως συνδικαλιστικό τους όργανο) προκειμένου να προειδοποιήσει τον ΕΦΚΑ και το υπουργείο Εργασίας ως «ασφαλιστική Διοίκηση» (αλλά και το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών που είναι υπεύθυνο για να βρεθούν τα λεφτά) ότι πρέπει να δώσουν χωρίς αντιρρήσεις αυξήσεις σε όλους τους δικαστικούς λειτουργούς (ύψους έως και 90% ή περί τα 20.000 – 35.000 ευρώ το χρόνο), οι οποίοι θα σπεύσουν να ζητήσουν να «επανακανονιστούν» και να επανέλθουν οι συντάξεις, όπως ήταν πριν εφαρμοστεί στη χώρα ο νόμος Κατρούγκαλου το 2016, ο οποίος πάντως εξακολουθεί κατά τα λοιπά και ισχύει και σήμερα.
Άμεση ήταν η αντίδραση του υπουργού Εθνικής Οικονομίας Κωστή Χατζηδάκη. Το βράδυ της Παρασκευής «σήκωσε το γάντι» και προανήγγειλε -εμμέσως πλην σαφώς- ότι άμεσα θα αναλάβει να φέρει νομοθετική ρύθμιση, στο όνομα της «προστασίας του ασφαλιστικού συστήματος από νέα ελλείμματα».
Χωρίς να διευκρινίζει πώς και τι ακριβώς, μια τέτοια παρέμβαση αναμένεται να βάζει «φρένο» σε αποφάσεις των δικαστηρίων στο βαθμό που αυτές διαπιστώνεται ότι παραβιάζουν ή απειλούν τη δημοσιονομική ασφάλεια της χώρας. Γιατί αλλιώς, «σε περίπτωση ανάγκης» όπως έλεγαν στελέχη του συνταξιοδοτικού συστήματος, «για να μπορούν να δοθούν τέτοιες αυξήσεις χωρίς να ανατραπεί ο Προϋπολογισμός που μόλις την περασμένη Δευτέρα κατατέθηκε, η κυβέρνηση θα έπρεπε να εξοικονομήσει από αλλού τα χρήματα. Και μια λύση που κανείς δεν εύχεται, θα ήταν να κοπούν οι αυξήσεις 3,1%» που ανακοινώθηκαν για τις συντάξεις ή από άλλα κοινωνικά επιδόματα.
Πίσω από τις λέξεις…
Από την πλευρά του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, πάντως, ο κύριος Χατζηδάκης εξέφρασε την θέση της κυβέρνησης λέγοντας χθές ότι «η κυβέρνηση σέβεται τη Δικαιοσύνη» (αποφεύγοντας να πει «τις δικαστικές αποφάσεις»). Τόνισε, όμως, πως «σέβεται και τις θυσίες του ελληνικού λαού». Όπου «θυσίες», στην πραγματικότητα εννοεί τα πρωτογενή πλεονάσματα και τη δημοσιονομική ισορροπία που φέρνουν αναβαθμίσεις, επενδύσεις, ανάπτυξη και αυξημένες αντοχές της χώρας – μέσα μάλιστα σε μεγάλες κρίσεις όπως αυτή που έχει ξεσπάσει και σήμερα στις αγορές ομολόγων παγκοσμίως. O υπουργός Οικονομικών επανήλθε στο θέμα σημειώνοντας στον ΣΚΑΪ: «δεν έχουμε δυνατότητα για αναδρομικά, θα έρθει διάταξη που θα αφορά μόνο τους δικαστικούς, δεν αγνοούμε την δικαστική απόφαση αλλά δεν πρέπει να υπάρξει εκτροχιασμός της οικονομίας.
Εν μέσω εκλογών, πάντως, στην κυβέρνηση δεν θέλουν να σηκώσουν περισσότερο τους τόνους, για το (σχεδόν απειλητικό) δελτίο Τύπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ωστόσο δεν κρύβουν την ενόχλησή τους για το ηθικό ζήτημα, αλλά και το «δημοσιονομικό παραλογισμό» που κάποιοι βλέπουν πίσω από τη στάση αυτή.
Τι είχε προηγηθεί
Λίγες ώρες νωρίτερα, το απόγευμα της Παρασκευής, είχε προηγηθεί η ανάρτηση Δελτίου Τύπου στην ιστοσελίδα του Ελεγκτικού Συνεδρίου που, εμμέσως πλην σαφώς επίσης, έδινε εντολές στην κυβέρνηση πώς πρέπει να εφαρμόσει τις νέες δικαστικές αποφάσεις που το ίδιο εξέδωσε για έναν πρώην Πρόεδρό του και άλλους δύο ανωτάτους δικαστικούς.
Αυτό που λέει η επίμαχη ανακοίνωση, είναι:
· «Σε υποθέσεις συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών, το Ελεγκτικό Συνέδριο υποχρεούται κατά το Σύνταγμα να σέβεται τις επί νομικών ζητημάτων κρίσεις του ειδικού Δικαστηρίου, που έχει την σχετική πρωτογενή εκ του Συντάγματος δικαιοδοσία». Λέει εμμέσως δηλαδή, ότι θα δικαιώνει συνεχώς όλους τους συνταξιούχους δικαστικούς, χωρίς να θέτει κάποιον άλλο περιορισμό ή όρο –πχ δημοσιονομικό ή ανωτέρου δημοσίου συμφέροντος κλπ.
· «Μη νόμιμη και ακυρωτέα (σσ: είναι) η σιωπηρή άρνηση της συνταξιοδοτικής Διοίκησης (σσ: δηλαδή ΕΦΚΑ και Υπουργείο Εργασίας) για επανακανονισμό της σύνταξης δικαστικού λειτουργού, αφού αυτή όφειλε να υπολογίσει τη σύνταξή του μη εφαρμόζοντας τις κριθείσες αρμοδίως ως αντισυνταγματικές ρυθμίσεις (σσ: τον νόμο Κατρούγκαλου δηλαδή) , αλλά τις προϊσχύσασες αυτών.
Τι… δεν λέει, όμως, (ή λέει συγκαλυμμένα και “πίσω από τις λέξεις”) το «Δελτίο Τύπου» του ανωτάτου δικαστηρίου;
· ότι ΕΦΚΑ και ο υπουργείο Εργασίας θα έπρεπε, να μην εφαρμόζουν τον Νόμο Κατρούγκαλου για τις συντάξεις των δικαστικών.
· ότι θα έπρεπε όλοι οι συνταξιούχοι δικαστικοί να κάνουν αίτηση στον ΕΦΚΑ για να «επανακανονισμό» (δηλαδή επαναϋπολογισμό και επανέκδοση) των συντάξεών τους, σαν να μην υπάρχει ο νόμος Κατρούγκαλου για αυτούς.
· ότι πρέπει ο ΕΦΚΑ να κάνει δεκτές όλες τις αιτήσεις που θα γίνονται και να τους δίνει αυτομάτως νέες αυξημένες συντάξεις
· ότι ακόμα κι αν ο ΕΦΚΑ αποφύγει να απαντήσει στα αιτήματα αυτά, η στάση του αυτή θα συνιστά έμμεση «σιωπηρή απόρριψη» που οι δικαστικοί (χωρίς καν «ρητή» απόρριψη) θα μπορούν να την προσβάλλουν ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου το οποίο, κατά τα παραπάνω, θα τις κάνει δεκτές και θα διατάσσει την εφαρμογή τους, ακόμα και με ποινές (πρόστιμα) «μη συμμόρφωσης» σε βάρος του δημοσίου για κάθε μέρα καθυστέρησης εφαρμογής των αποφάσεών του.
Είναι πολλά τα λεφτά…
Λίγη ώρα νωρίτερα από το Δελτίο Τύπου, είχε προηγηθεί και η δημόσια ανάρτηση των επίμαχων «πιλοτικών» αποφάσεων από το Ελεγκτικό Συνέδριο (στην επίσημη ιστοσελίδα τού ανωτάτου δικαστηρίου και αυτές) με βάση τις οποίες δικαίωνε τους τρεις προσφεύγοντες δικαστικούς.
Σε αυτό αποκαλύπτεται ότι οι αυξήσεις που επιδικάζονται για τις συντάξεις τους, δεν είναι της τάξεως του 30% ή 60%, όπως είχε διαφανεί από τις πρώτες πληροφορίες και εκτιμήσεις, αλλά… πάνω από και από 90%!
Στις προσφυγές τους οι δικαστικοί αποτύπωναν ό,τι έδειχναν τα μηνιαία εκκαθαριστικά σημειώματα. Υπενθυμίζεται ότι, από το 2016 και μετά, ο ΕΦΚΑ δεν εξέδιδε καν ενημερωτικά σημειώματα και οι συνταξιούχοι «έβλεπαν» μόνον όσα λεφτά έμπαιναν «καθαρά» στα ΑΤΜ.
Από το 2019, όμως, που εκδόθηκαν ξανά, οι προσφεύγοντες ανώτατοι δικαστές βρήκαν τα έγγραφα δικαιολογητικά για να στηρίξουν τις απαιτήσεις τους, με τον εξής απλό τρόπο: συγκρίνουν τα ποσά που αναγράφονταν σε ξεχωριστή στήλη, «πριν και μετά» την εφαρμογή του ν.4387/2016 (νόμος Κατρούγκαλου).
Ζήτησαν και πέτυχαν, έτσι, να δικαιωθούν να μην ισχύουν πλεόν τα καινούργια ποσά, αλλά τα παλαιά.
Στη δική τους περίπτωση, οι διαφορές που θα λάβουν ως αυξήσεις (και αναδρομικά ενδεχομένως) ήταν της τάξεως των 2.800-3.100 ευρώ το μήνα, δηλαδή περίπου 35.000 ευρώ αύξηση τον χρόνο.
Συγκεκριμένα:
Περίπτωση 1η: Πρόεδρος Ανωτάτου Δικαστηρίου
· Βασική Σύνταξη σήμερα (μικτά): 3.196€
· Βασική Σύνταξη προ 2016 (μικτά): 6.120€
· Κερδίζει: +2.924 ευρώ/μήνα
· Αύξηση 92% εν σχέσει με σήμερα
Περίπτωση 2η: Πρόεδρος Ανωτάτου Δικαστηρίου
· Βασική Σύνταξη σήμερα (μικτά): 3.390€
· Βασική Σύνταξη προ 2016 (μικτά): 6.497,50€
· Κερδίζει: +3.107,50 ευρώ/μήνα
· Αύξηση 92% εν σχέσει με σήμερα
Περίπτωση 3η: Πρόεδρος Ανωτάτου Δικαστηρίου
· Βασική Σύνταξη σήμερα (μικτά): 3.072€
· Βασική Σύνταξη προ 2016 (μικτά): 5.848€
· Κερδίζει: +2.776 ευρώ/μήνα
· Αύξηση 90% εν σχέσει με σήμερα
Αναλογικά αντίστοιχη αύξηση στις συντάξεις άνω του 80% συνεπάγεται και για άλλους συνταξιούχους δικαστικούς, αναλόγως του βαθμού και των ετών σταδιοδρομίας εκάστου εξ αυτών. Για τους πάνω από 4.000 δικαιούχους, το κόστος εκτιμάται πως μπορεί και να ξεπερνά τα 80 ή και 100 εκατ. ευρώ το χρόνο.