Φως στη νέα τραπεζική κρίση σε ΗΠΑ και Ευρώπη με την κατάρρευση της Silicon Valley Bank, της Signature, της Silvergate, την εξαγορά της Credit Suisse και την αγωνία για επιβίωση άλλης μιας τράπεζας, της First Republic, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο αντέδρασαν οι ρυθμιστικές αρχές έρχεται να ρίξει το Bloomberg.
Η ταχύτητα κατάρρευσης τεσσάρων τραπεζών και η αγωνία μιας ακόμη να σταθεί στα πόδια της κλόνισαν τους επενδυτές, εν μέσω ανησυχιών για περαιτέρω διάχυση της κρίσης και, μολονότι οι εξελίξεις σημειώθηκαν σε διάστημα μόλις 11 ημερών, κάθε ένα από τα σενάρια που τις πυροδότησαν ήταν μοναδικό, λέει το πρακτορείο.
Silvergate
Η πρώτη αμερικανική τράπεζα που κατέρρευσε ήταν η Silvergate Capital Corp., λόγω της έκθεσής της στην κατάρρευση της βιομηχανίας των κρυπτονομισμάτων. Η Federal Deposit Insurance Corp., με εξουσιοδότηση από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, είχε προσπαθήσει να παρέμβει, συζητώντας με τη διοίκηση της Silvergate τρόπους ώστε να αποτραπεί η διακοπή λειτουργίας της.
Αλλά η γνωστή για τους προνομιακούς δεσμούς της με την κοινότητα των κρυπτονομισμάτων τράπεζα, που εδρεύει στην Καλιφόρνια, δεν κατάφερε να σταθεί στα πόδια της εν μέσω εξονυχιστικού ελέγχου από τις ρυθμιστικές αρχές και μια ποινική έρευνα από το αρμόδιο για απάτες τμήμα του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης αναφορικά με συναλλαγές με τους κλονισμένους γίγαντες FTX και Alameda Research του Σαμ Μπάνκμαν Φράιντ.
Αν και δεν επιβεβαιώθηκε κάποια αδικοπραγία, σωρεύτηκαν νέα δεινά στη Silvergate, καθώς η τράπεζα αναγκάστηκε να πουλήσει με ζημία περιουσιακά της στοιχεία για να καλύψει το κύμα αναλήψεων από πανικόβλητους πελάτες της. Και στις 8 Μαρτίου ανακοίνωσε τελικά σχέδια για τη σταδιακή διακοπή της λειτουργίας της και εκκαθάρισή της.
Silicon Valley Bank
Το κλίμα ήταν δυσμενές μετά την κατάρρευση της Silvergate και οι επενδυτές και καταθέτες της Silicon Valley Bank, που εξυπηρετούσε ως επί το πλείστον τις νεοφυείς επιχειρήσεις τεχνολογίας, έτρεμαν ήδη όταν στις 8 Μαρτίου η τράπεζα ανακοίνωσε σχέδιο για την πώληση μετοχών της αξίας 2,25 δισ. δολαρίων και σημαντικές ζημιές στον ισολογισμό της.
Οι μετοχές της τράπεζας έκαναν ιλιγγιώδη βουτιά -κατά 60%- την επομένη, και η SVB πέρασε στην κατοχή του εποπτικού φορέα του χρηματοπιστωτικού τομέα στη Νέα Υόρκη (NYDFS), με την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Εγγύησης των Καταθέσεων (FDIC) να αναλαμβάνει τη διαχείριση της πτώχευσής της μετά την αποτυχία εξεύρεσης αγοραστή για την τράπεζα.
Κάποια αισιόδοξα νέα προέκυψαν χθες Δευτέρα, όταν η FDIC παρέτεινε την προθεσμία υποβολής προσφορών, μετά την εκδήλωση «ουσιαστικού ενδιαφέροντος» από αρκετούς πιθανούς αγοραστές. Σύμφωνα με το Bloomberg, που επικαλείται πηγές οι οποίες έχουν γνώση του θέματος, η First Citizens BancShares Inc., εκ των μεγαλύτερων αγοραστών αποτυχημένων τραπεζών στις ΗΠΑ, εξακολουθεί να ελπίζει να συνάψει συμφωνία για το σύνολο της Silicon Valley Bank.
Signature Bank
Στις 12 Μαρτίου η Signature Bank έγινε η τρίτη μεγαλύτερη τραπεζική χρεοκοπία στις ΗΠΑ, μετά την «έφοδο» πελατών της, που απέσυραν το 20% των καταθέσεων της εταιρείας. Η κατάρρευση τέσσερα 24ωρα νωρίτερα της Silvergate είχε εντείνει τις ανησυχίες των πελατών της Signature Bank παρά την πολύ μικρότερη έκθεσή της στα κρυπτονομίσματα – αν και εισαγγελείς των ΗΠΑ ερευνούσαν εδώ και καιρό τις συναλλαγές της με πελάτες κρυπτονομισμάτων.
Οι ομοσπονδιακές ρυθμιστικές αρχές είπαν ότι έχασαν την εμπιστοσύνη τους στην ηγεσία της εταιρείας και ανέλαβαν τον έλεγχο της τράπεζας και, βάσει διάταξης που ονομάζουν «εξαίρεση συστημικού κινδύνου», δόθηκε πρόσβαση στις καταθέσεις τους στους ασφαλισμένους και ανασφάλιστους πελάτες της Signature Bank.
Τις καταθέσεις και κάποια από τα δάνεια της Signature Bank ανέλαβε αργά την Κυριακή η Flagstar Bank της New York Community Bancorp, αφού συμφώνησε να αγοράσει περιουσιακά στοιχεία αξίας 38 δισ. δολαρίων, συμπεριλαμβανομένων 25 δισ. δολαρίων σε μετρητά και περίπου 13 δισ. δολαρίων σε δάνεια, από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Εγγύησης των Καταθέσεων (FDIC), και ανέλαβε υποχρεώσεις περίπου 36 δισ. δολαρίων, συμπεριλαμβανομένων 34 δισ. δολαρίων σε καταθέσεις. Τα υποκαταστήματα της Signature θα λειτουργούν πλέον με το σήμα Flagstar Bank.
Credit Suisse
Για την Credit Suisse Group AG το τέλος σήμανε την Κυριακή, όταν Ελβετοί αξιωματούχοι μεσολάβησαν για την εξαγορά της έναντι 3 δισ. ελβετικών φράγκων από την ανταγωνίστρια, επίσης ελβετική, UBS Group AG, με στόχο την αποτροπή μιας διάχυσης της τραπεζικής κρίσης. Η μόνη άλλη λύση που εξετάστηκε ήταν η πλήρης ή μερική εθνικοποίηση της τράπεζας.
Οι τίτλοι τέλους για τον τραπεζικό κολοσσό με την ιστορία των 167 χρόνων γράφτηκαν μετά την προσπάθεια του διευθύνοντος συμβούλου Ούλριχ Κέρνερ να σώσει την τράπεζα με μια μαζική προσέγγιση πελατών που είχαν αποσύρει πέρυσι ένα άνευ προηγουμένου ποσό κεφαλαίων, μια προσπάθεια όμως η οποία αποδείχθηκε ανεπαρκής για να αντιμετωπίσει τα πολλαπλά σκάνδαλα και την απώλεια πολλών δισ. δολαρίων από τις συναλλαγές της τράπεζας με τον ατιμασμένο χρηματοδότη Λεξ Γκρίνσιλ την επενδυτική Archegos Capital Management.
Στις 9 Μαρτίου η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ ζήτησε στοιχεία για την ετήσια οικονομική έκθεση της τράπεζας, αναγκάζοντάς την να καθυστερήσει τη δημοσίευσή της. Ο πανικός, που είχε εξαπλωθεί μετά τις καταρρεύσεις τριών τραπεζών στις ΗΠΑ, μεταδόθηκε στην Ευρώπη και αυξήθηκε μετά τη δήλωση του Άμαρ αλ Χουντάιρι, προέδρου της Εθνικής Τράπεζας της Σαουδικής Αραβίας, του σημαντικότερου μετόχου της Crédit Suisse, ότι για ρυθμιστικούς κυρίως λόγους δεν σκοπεύει να κάνει νέες ενέσεις ρευστότητας στην Credit Suisse.
First Republic
Επόμενη τράπεζα που βρέθηκε στη δίνη του κυκλώνα των μαζικών αναλήψεων, που βύθισε τελικά τρεις ανταγωνίστριές της στις ΗΠΑ, ήταν η First Republic Bank, με μια εκτίμηση των πιθανών εκροών καταθέσεων να τοποθετεί το ποσό στα 89 δισ. δολάρια.
Έντεκα αμερικανικές τράπεζες επιχείρησαν να πετάξουν σωσίβιο 30 δισ. δολαρίων την περασμένη εβδομάδα στη First Republic, αλλά η τράπεζα, που έχει την έδρα της στο Σαν Φρανσίσκο και καλύπτει τις ανάγκες της ελίτ της τεχνολογίας και άλλων πλούσιων ατόμων, κλυδωνίζεται σε ιστορικό χαμηλό εν μέσω πολλαπλών υποβαθμίσεων της πιστοληπτικής ικανότητάς της, με τον CEO της JP Morgan Chase & Co, Τζέιμι Ντέιμον, να επεξεργάζεται, σύμφωνα με το Bloomberg, νέο σχέδιο για τη διάσωσή της.