Το πρωί της 1ης Φεβρουαρίου 54χρονος αρχιφύλακας από το Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης Διδυμοτείχου επικοινώνησε με διακινητή στην Τουρκία, ο οποίος τον ενημέρωσε ότι το απόγευμα της ίδιας ημέρας μια ομάδα μεταναστών θα επιχειρούσε να διασχίσει τα ελληνοτουρκικά σύνορα στην περιοχή Ψαθάδες του Εβρου. Ο αρχιφύλακας ειδοποίησε τέσσερις συναδέλφους του, μαζί με τους οποίους συγκροτούσαν ειδική ομάδα δίωξης παράνομης μετανάστευσης, λέγοντάς τους ότι γνωρίζει το ακριβές σημείο απ’ όπου έξι παράτυποι μετανάστες θα επιχειρούσαν να μπουν στη χώρα, καθώς και την τοποθεσία όπου διακινητής θα τους περίμενε για να τους μεταφέρει με αυτοκίνητο στην ενδοχώρα. Το απόγευμα της ίδιας μέρας με πρόσχημα ότι βρίσκεται σε εξέλιξη ειδική επιχείρηση για τον εντοπισμό μεταναστών, ο 54χρονος ζήτησε από συναδέλφους του στο Τμήμα Ελέγχου Καμερών να απομακρύνουν από την περιοχή των Ψαθάδων τα στελέχη του Frontex και του Στρατού Ξηράς που εκτελούσαν περιπολία.
Οταν είχε πλέον νυχτώσει οι δύο αστυνομικοί της «ειδικής ομάδας» εντόπισαν με θερμικές κάμερες τους αλλοδαπούς να κινούνται πεζή εντός της ελληνικής επικράτειας: «Μόλις κατέβηκαν το ανάχωμα, είναι στον κάμπο τον ελληνικό 6 άτομα», ενημέρωσαν τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας. Εκείνοι με τη σειρά τους ακινητοποίησαν στο Σουφλί το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο διακινητής. Επρόκειτο για έναν υπήκοο Βουλγαρίας, ο οποίος αν και προσήχθη στο Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης Διδυμοτείχου αφέθηκε ελεύθερος λίγη ώρα αργότερα.
Οι κατηγορούμενοι
Τα παραπάνω περιγράφονται σε επίσημες αναφορές της υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων για τη δράση των 5 επίορκων αστυνομικών, που συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια της εβδομάδας με την κατηγορία της διακίνησης μεταναστών. Πρόκειται για τέσσερις αρχιφύλακες και έναν ανθυπαστυνόμο του Τμήματος Συνοριακής Φύλαξης Διδυμοτείχου, οι οποίοι κατηγορούνται ότι σε δώδεκα τουλάχιστον περιπτώσεις στο διάστημα από τον Οκτώβριο του 2022 μέχρι πρότινος επέτρεψαν –αντί ωφελημάτων– την είσοδο μεταναστών στην ελληνική επικράτεια κατόπιν συνεννόησης με κυκλώματα δουλεμπόρων σε Τουρκία και Ελλάδα.
Ως αρχηγικό μέλος περιγράφεται 54χρονος αρχιφύλακας. Είναι αυτός που έκανε τις επαφές με τους διακινητές στην Τουρκία και κατηύθυνε τους άλλους τέσσερις συναδέλφους του. Την 25η Απριλίου υπάρχει καταγεγραμμένη η εξής συνομιλία με συνεργό του: «Σπύρο, να περάσουν τα παιδιά, εγώ δεν θέλω πολλά, εγώ θέλω να μου πεις εσύ πού θα βγουν και τι ώρα θα έρθουν». Εναν μήνα νωρίτερα, το απόγευμα της 23ης Μαρτίου, ο 54χρονος ακούγεται να λέει σε συνεργό του: «Μην ανακατευθεί ο στρατός και μας το χαλάσει», ενώ τις ίδιες ημέρες έχει καταγραφεί επικοινωνία του με αστυνομικούς του Τμήματος Ελέγχου Καμερών. Τους ζητάει να απομακρύνουν τις περιπολίες από την περιοχή, καθώς έχουν σε εξέλιξη δική τους επιχείρηση για τη σύλληψη μεταναστών: «Αν τα δικά μας τα άτομα που είναι γύρω στα 25 περάσουν και καθίσουν στο σημείο το ελληνικό, θα σου πω ότι πέρασαν και ας ασχοληθεί μετά ο Στρατός, μετά δεν έχουμε θέμα. Εχουμε κάτι συγκεκριμένο που είναι δικό μας», τους λέει.
Η έρευνα των Εσωτερικών Υποθέσεων ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2022, αλλά άρχισε να αποδίδει καρπούς μετά τον Ιανουάριο, χάρη στη χρήση τεχνικών μέσων για την παρακολούθηση των υπόπτων. Σ’ αυτό το διάστημα έχουν προκύψει ενδείξεις εμπλοκής τους σε 12 περιστατικά διακίνησης μεταναστών. Σε κάποια απ’ αυτά επέτρεψαν σε μετανάστες και διακινητές να μπουν παράνομα στην Ελλάδα δίχως να προβούν στη σύλληψή τους. Σε άλλες περιπτώσεις, ωστόσο, προχωρούσαν στη σύλληψη των αλλοδαπών αφήνοντας πάντως ελεύθερους τους λεγόμενους «κομάντο» ή τα «κατσάκια», εκείνους δηλαδή που συνόδευαν και κατηύθυναν τους μετανάστες κατά το πέρασμά τους από την Τουρκία στην Ελλάδα.
Ενδείξεις εμπλοκής της ομάδας των πέντε σε 12 περιστατικά διακίνησης μεταναστών. Σε κάποια απ’ αυτά φέρονται να άφηναν ελεύθερους τους «κομάντο», δηλαδή τους διακινητές.
Η δράση τους, πάντως, δεν είχε περάσει απαρατήρητη από τους συναδέλφους τους. Πιθανολογείται μάλιστα ότι αστυνομικοί από το περιβάλλον τους ήταν αυτοί που κατήγγειλαν τη δράση τους στις Εσωτερικές Υποθέσεις. Κι αυτό διότι εξασφάλιζαν χρήματα που δεν δικαιολογούνταν από την επαγγελματική τους δραστηριότητα. Είναι αποκαλυπτική η συνομιλία μεταξύ δύο συνοριακών φυλάκων του τμήματος Διδυμοτείχου, που δεν συγκαταλέγονται μεταξύ των συλληφθέντων. Μιλώντας για τους πέντε επίορκους συναδέλφους τους, λένε: «Στους περισσότερους τους τη δίνει που θα φύγουν αυτοί με 200 και 300 χιλιάρικα από την υπηρεσία. Τι μπορεί δηλαδή, με μαθηματική ακρίβεια».
Πού τα βρήκες;
Ομως και οι ίδιοι οι διωκόμενοι είχαν έγνοια να αποκρύπτουν τα χρήματα που φέρονται να εξασφάλιζαν από την παράνομη δράση τους. Ο ένας από τους συλληφθέντες ακούγεται να λέει σε συνομιλητή του αναφορικά με την αγορά ενός Ι.Χ.: «Χάρη, εγώ πρέπει να το δικαιολογήσω άμα μου πουν πού τα βρήκες αυτά τα λεφτά; Πρέπει να φαίνεται στο πόθεν έσχες. Πρέπει να φαίνεται το αμάξι σε δάνειο γιατί δεν έχω καταθέσεις πουθενά».
Από τις υποκλαπείσες συνομιλίες προκύπτει μεν ότι οι επίορκοι αστυνομικοί εισέπρατταν από τους διακινητές υλικά ανταλλάγματα για τις υπηρεσίες τους, όπως παπούτσια και ρούχα, ωστόσο κατά το πρώτο στάδιο της έρευνας δεν προέκυψαν λεπτομέρειες για τις μεταξύ τους οικονομικές δοσοληψίες. Ως επιβαρυντικά στοιχεία περιγράφονται από τα στελέχη των Εσωτερικών Υποθέσεων η κατάσχεση στα σπίτια τους 26.000 ευρώ σε μετρητά, καθώς και σημαντικά χρηματικά ποσά σε δολάρια, λίρες Τουρκίας και νομίσματα ασιατικών χωρών.
Στην ΕΥΠ
Την περίοδο 2018-2019 οι τρεις από τους πέντε συλληφθέντες υπηρετούσαν αποσπασμένοι στην ΕΥΠ. Είχαν τοποθετηθεί σε κλιμάκιο της υπηρεσίας στην περιοχή του Διδυμοτείχου. Μετά την κατάργηση –για λόγους οικονομίας– του εν λόγω κλιμακίου από την προηγούμενη διοίκηση της ΕΥΠ, υπηρέτησαν στην Αλεξανδρούπολη, πριν τελικά επιστρέψουν στο Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης Διδυμοτείχου στα τέλη του 2019.
Στις προανακριτικές τους απολογίες ενώπιον των αστυνομικών της υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων οι περισσότεροι «έδειξαν» ως επικεφαλής της ομάδας τον 54χρονο, λέγοντας ότι αυτός γινόταν αποδέκτης πληροφοριών για τις κινήσεις των παράτυπων μεταναστών, ενώ ισχυρίστηκαν ότι δεν προέβαιναν σε συλλήψεις των διακινητών – «κομάντο» καθώς στόχευαν στους επικεφαλής των κυκλωμάτων διακίνησης και όχι στα μικρά και μεσαία στελέχη αυτών.