Την ώρα που βρίσκεται σε εξέλιξη η διερεύνηση του σκανδάλου των παρακολουθήσεων από την Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής, η νέα έκθεση του Media Freedom Rapid Response, το οποίο χρηματοδοτείται από την Κομισιόν, παρουσιάζει θλιβερά στοιχεία για το πρώτο εξάμηνο του έτους.
Η σύμπραξη επτά διεθνών δημοσιογραφικών οργανώσεων MFRR παρουσιάζει το επίπεδο της ελευθερίας του Τύπου στις χώρες της ΕΕ κατά το πρώτο εξάμηνο το 2022, ενώ για την περίπτωση της χώρας μας, υπάρχει ξεχωριστό κεφάλαιο, στο οποίο γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην υπόθεση του σκανδάλου με τις υποκλοπές.
«Στην Ελλάδα μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουνίου 2022 συνεχίστηκε η κατάρρευση της ελευθερίας του Τύπου που έχει ήδη επισημανθεί» αναφέρεται στην έκθεση και γίνεται λόγος για 17 παραβιάσεις, που περιλαμβάνουν επιθέσεις σε 19 διαφορετικά πρόσωπα ή φορείς που σχετίζονται με τα ΜΜΕ.
Διώξεις στους δημοσιογράφους για το σκάνδαλο Novartis
Μάλιστα τονίζεται το πρόβλημα της «φίμωσης» των δημοσιογράφων μέσω εκδικητικών αγωγών, που αφορούν πάνω από τις μισές περιπτώσεις παραβιάσεων της ελευθερίας του Τύπου. Ιδιώτες και πολιτικοί απαίτησαν αποζημιώσεις που κυμάνθηκαν από 8.000 ευρώ ως και 200.000 ευρώ. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και στις διώξεις δημοσιογράφων και εκδοτών που ξεσκέπασαν το σκάνδαλο της Novartis, την ώρα που η ελληνική κυβέρνηση επιχειρούσε με κάθε τρόπο να τους παρουσιάσει ως σκευωρούς και να τους εξοντώσει. Στην έκθεση τονίζεται ότι πίσω από αυτές τις διώξεις, υπήρχε πολιτικό κίνητρο.
«Σε μια υπόθεση που πυροδότησε μεγάλες ανησυχίες για την ελευθερία του Τύπου, τον Ιανουάριο, δύο δημοσιογράφοι και δύο εκδότες των οποίων τα μέσα ενημέρωσης είχαν αναφερθεί εκτενώς για το λεγόμενο σκάνδαλο Novartis, κλήθηκαν να καταθέσουν στο Ειδικό Ανώτατο Δικαστήριο αντιμετωπίζοντας πολλαπλές ποινικές κατηγορίες για συνωμοσία, κατάχρηση εξουσίας, δυσφήμιση και παράνομη εκβίαση χρημάτων.
Οι κατηγορίες ενάντια στους Κώστα Βαξεβάνη, Γιάννα Παπαδάκου και Αλέξανδρο Τάρκα, επικρίθηκαν σχετικά με πολιτικά κίνητρα. Τον Ιούνιο του 2022, το Δικαστικό Συμβούλιο του Ανώτατου Δικαστηρίου έκρινε ότι όλες οι κατηγορίες που έγιναν εναντίον των δημοσιογράφων και των εκδοτών ήταν αβάσιμες και αρνήθηκαν να τους παραπέμπψουν στην πλήρη δίκη στο Ειδικό Δικαστήριο. Ταυτόχρονα, οι στρατηγικές αγωγές κατά της δημόσιας συμμετοχής (SLAPPs) παρέμειναν απειλή για την ερευνητική δημοσιογραφία» αναφέρεται στην έκθεση.
Εκφοβισμός και απειλές στους δημοσιογράφους
Επιπλέον, γίνεται αναφορά στις απειλές και την φυσική βία που δέχτηκαν δημοσιογράφοι από αστυνομικούς, όπως η επίθεση που δέχθηκε ο Χρήστος Αβραμίδης κατά τη διάρκεια διαδήλωσης στη Θεσσαλονίκη, καθώς και στις πιέσεις που δέχθηκε ο φωτορεπόρτερ Ιάσων Ραΐσης για φωτογραφία που κατέγραφε συμπεριφορά αστυνομικού κατά τη διάρκεια δίκης.
Επιπροσθέτως, στην έκθεση επισημαίνονται οι επιθέσεις με αυτοσχέδιες βόμβες στα σπίτια δημοσιογράφων του ΣΚΑΪ Δημήτρη Καμπουράκη και Άρη Πορτοσάλτε, γεγονότα που επιβαρύνουν τη θέση της Ελλάδας σε σχέση με την ασφάλεια των δημοσιογράφων, ιδιαίτερα εφόσον υπάρχουν τα πολύ πρόσφατα προηγούμενα της δολοφονίας του Γιώργου Καραϊβάζ, αλλά και του συμβολαίου θανάτου κατά του Κώστα Βαξεβάνη.
Ξεχωριστό κεφάλαιο για τις υποκλοπές
Σε ξεχωριστό κεφάλαιο της έκθεσης γίνεται αναφορά για την υπόθεση παρακολουήσεων, ενώ τονίζεται ότι η ΕΥΠ «είχε τεθεί υπό την άμεση επίβλεψη του γραφείου του Πρωθυπουργού το 2019. Όταν ο Κουκάκης υποψιάστηκε για πρώτη φορά ότι παρακολουθείτο, ζήτησε να το επιβεβαιώσει η Αρχή για την Ασφάλεια και το Απόρρητο των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ). Αμέσως μετά, η κυβέρνηση άλλαξε τον νόμο που εμποδίζει την ΑΔΑΕ να ενημερώνει αναδρομικά τους πολίτες εάν είχαν παρακολουθηθεί. Όταν ρωτήθηκε αρχικά για τις υποκλοπές, η κυβέρνηση αρνήθηκε ανάμειξη. Καθώς προστέθηκαν στοιχεία, ο αρχηγός της ΕΥΠ, ο οποίος αργότερα παραιτήθηκε, παραδέχτηκε κατά τη διάρκεια μιας κλειστής συνεδρίασης της Βουλής ότι το πρακτορείο είχε παραβιάσει το τηλέφωνο του Κουκάκη για λόγους «εθνικής ασφάλειας».
Όπως αναφέρεται στην έκθεση σχετικά με την υπόθεση υποκλοπών: «Αυτές οι περιπτώσεις κατέδειξαν τους διαφορετικούς τύπους παρακολούθησης που είναι διαθέσιμοι σε όσους επιθυμούν να στοχοποιήσουν δημοσιογράφους και έχουν οδηγήσει σε πρόσθετες ανησυχίες σχετικά με την επιδείνωση της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα».
Σημειώνεται ότι το Media Freedom Rapid Response (MFRR) παρακολουθεί τις παραβιάσεις της ελευθερίας του Τύπου στην ΕΕ και τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες. Της οργάνωσής του ηγείται το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ελευθερία του Τύπου (European Centre for Press and Media Freedom – ECPMF) που περιλαμβάνει τα ARTICLE 19 Europe, την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Δημοσιογράφων (European Federation of Journalists -EFJ), το Free Press Unlimited (FPU), το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου (International Press Institute – IPI) και το CCI/Osservatorio Balcani Caucaso Transeuropa (OBC Transeuropa).