Του Αλέξανδρου Ιτιμούδη*
Η μεταβλητότητα και η γενικότερη παγκόσμια αστάθεια αποτελούν πλέον την νέα πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα η οποία επηρεάζει καίρια και άμεσα τον γενικότερο περίγυρο της Ελλάδας, ως χώρας ευρισκόμενης στο κέντρο πολλαπλών γεωπολιτικών εξελίξεων. Ως εκ τούτου δεν υπάρχει κανένα απολύτως περιθώριο για το ελληνικό εθνοκρατικό σύστημα να παραμείνει ουδέτερο και στατικό. Αντιθέτως η Ελλάδα οφείλει να πάρει πρωτοβουλίες και να λειουργήσει ως πρωταγωνιστής πολλών εξελίξεων, και όχι να παραμείνει κομπάρσος και χώρα – εξάρτημα ευρύτερων συνασπισμών.
Το βασικό που πρέπει να αντιληφθεί κανείς όταν προχωράει σε μια γεωπολιτική ανάλυση του συμπλόκου της Ανατολικής Μεσογείου, όπου βρίσκεται η Ελλάδα ως υποσυστημικός δρών, είναι πως αποτελεί ένα σημείο συνεχούς αστάθειας και διλλημάτων ασφάλειας. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει κυρίως θέματα τα οποία έχουν να κάνουν όχι μόνο με την ευρύτερη γεωπολιτική της αξία στην περιοχή, αλλά με κρίσιμα ζωτικά συμφέροντα του Ελληνισμού.
Ο κύριος αντίπαλος, η Τουρκία, εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία, προσπαθεί με κάθε τρόπο να προκαλέσει την εξουθένωση και την καταπόνηση της Ελλάδας, προκειμένου, βάση του δόγματος του Στρατηγικού Βάθους της νταβουτογλιανής σκέψης, το οποίο πλέον έχει μετουσιωθεί στο δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας, να εξωθήσει το ελληνικό σύστημα σε «δορυφοροποίηση» και γεωπολιτική αδρανοποίηση.
Για να το καταφέρει αυτό η Τουρκία έχει ξεδιπλώσει μια ευρεία γκάμα «εργαλείων» τα οποία οργανώνονται με τέτοιο τρόπο ώστε να προκαλέσουν συνδυαστικά αποτελέσματα. Η Άγκυρα πατώντας και στους τέσσερις πυλώνες ισχύος (στρατιωτικό, πολιτικό, οικονομικό, πολιτισμικό), έχει κατορθώσει να αντιτάξει απέναντι στην Ελλάδα ένα υβριδικό «κοκτέιλ» ενεργειών και διαδικασιών οι οποίες έχουν ως απώτερο σκοπό καταρχήν την στρατηγική περικύκλωση του ελληνικού εθνικού χώρου, και σε ένα δεύτερο επίπεδο την σταδιακή αποδόμηση της κρατικής κυριαρχίας του.
Χαρακτηριστικό είναι πως Τουρκία τον τελευταίο καιρό έχει επιδοθεί σε μια προσπάθεια επαναπροσέγγισης με τους υπόλοιπους κρατικούς δρώντες του μεσογειακού συμπλόκου, δείχνοντας με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο ότι μπορεί και θέλει να τα βρεί με όλους, βάζοντας όμως ολοκάθαρα στο κάδρο των γεωστρατηγικών της επιδιώξεων μονάχα το ελληνικό πολιτισμικό σύστημα (Ελλάδα,Κύπρος).
Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι βαθιά γεωστρατηγικός, και έχει ως προεκτάσεις του τόσο οικονομικά όσο και πολιτισμικά κίνητρα. Όσον αφορά το οικονομικό σκέλος, το μεγαλύτερο διακύβευμα αφορά το Αιγαιακό σύστημα. Το σύστημα αυτό περιλαμβάνει τόσο τα Στενά των Δαρδανελλίων όσο και την καθεαυτή θάλασσα του Αιγαίου. Αυτός που ασκεί έλεγχο σε ένα από αυτά ουσιαστικά δεν έχει τίποτα. Η δύναμη επομένως που θα δύναται να ασκήσει αποτελεσματικό κυριαρχικό έλεγχο θα είναι αυτή η οποία θα αποκομίσει ένα τεράστιο γεωπολιτικό δυναμικό ισχύος (Μάζης,1997).
Ο δεύτερος λόγος είναι ο καθαρά πολιτισμικός. Η Ελλάδα ως χώρα διαθέτει τεράστιο ιστορικό και πολιτισμικό βάθος, έχοντας ασκήσει δυσανάλογη, για το μέγεθος του Ελληνισμού, επιρροή από αρχαιοτάτων χρόνων σε μια περιοχή που εκτείνεται από την Χερσόνησσο του Αίμου μέχρι και την Μέση Ανατολή. Η Τουρκία γνωρίζει καλά πως μια γεωπολιτική αφύπνιση του πυλώνα Πολιτισμού από πλευράς Ελλάδας, θα επαναφέρει το ελληνικό σύστημα σε τροχιά άσκησης πολιτιστικής επιρροής, καθιστώντας τα γειτονικά κράτη εχθρικά απέναντι της. Αντιθέτως, Η Άγκυρα διαγιγνώσκει πως μια ενδεχόμενη αδρανοποίηση της Ελλάδας (και της Κύπρου) ως πολιτισμικού φορέα, θα της δώσει την ευκαιρία να «απορροφήσει» τις υπόλοιπες χώρες ή και να τις συνθλίψει πολιτισμικά.
Περριτό να ειπωθεί πως ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα δώσει την ευκαιρία στην Τουρκία να στραφεί εν καιρώ και απέναντι στην έτερη δύναμη του συμπλόκου, δηλαδή το Ισραήλ. Εδώ διαφαίνεται ξεκάθαρα το πόσο στρατηγικά χαρακτηριστικά αποκτά η σχέση της Ελλάδας με το εβραϊκό κράτος, καθώς και οι δύο δρώντες θα κληθούν να αντιμετωπίσουν κοινά διλλήματα ασφαλείας, προερχόμενα από το καθεστώς της Άγκυρας.
Με βάση αυτά εξηγείται και η τακτική της Άγκυρας για στρατηγική περικύκλωση της Ελλάδας μέσω της άμεσης περιφέρειας της. Στα Βαλκάνια η Τουρκία προσπαθεί να αφυπνίσει τους εκεί πληθυσμούς μέσω της ισλαμικής διείσδυσης της, υπό την αιγίδα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, και επιδοτώντας κάθε είδους ανιστόρητη διεκδίκηση στα κράτη εκείνα. Παράλληλα μέσω του παράνομου τουρκοτριπολιτάνικου μνημονίου και της προσπάθειας δελεασμού των υπόλοιπων κρατών της περιοχής, επιδιώκει τον «στραγγαλισμό» της Ελλάδας και δια της θάλασσας. Κορωνίδα σαφώς αποτελεί η εργαλειοποίηση του λαθρομεταναστευτικού κύματος, το οποίο η Άγκυρα ελέγχει απολύτως, αξιοποιώντας το υβριδικό αυτό όπλο για να πετύχει συνδυαστικά αποτελέσματα και να αποδομήσει την ελληνική κοινωνία.
Η Ελλάδα λοιπόν απέναντι σε αυτήν την αναθεωρητική δύναμη οφείλει να αντιτάξει καταρχήν μια γενικότερη ανάταση των πυλώνων εσωτερικής της ισχύος. Καλές οι συμμαχίες και οι διπλωματικές πρωτοβουλίες, όμως αποτελούν εξωτερική εξισσορόπηση η οποία τις περισσότερες φορές δρα συμπληρωματικά, και όχι ουσιαστικά. Το ελληνικό κράτος πρέπει να ανορθωθεί δημογραφικά και οικονομικά. Αυτό σημαίνει δραστικά μέτρα, έστω και αν μια μερίδα του πληθυσμού δυσαρεστηθεί. Το γεγονός ότι η Ελλάδα είχε μια ολική καθίζηση τις προηγούμενες δεκαετίες σε όλους τους τομείς δεν σημαίνει ότι έχει πλέον την πολυτέλεια να συνεχίσει σε αυτό το μοτίβο.
Το ζητούμενο επίσης είναι μια ολική και «επιθετική» πολιτική ήπιας ισχύος στον ευρύτερο περίγυρο της Ελλάδας. Τα υβριδικά χαρακτηριστικά που έχουν ήδη αποκτήσει οι σύγχρονες συγκρούσεις επιβάλλουν μια διαδικασία δημιουργίας σφαιρών επιρροής, πολιτισμικού χαρακτήρα, οι οποίες θα επιτρέψουν στο ελληνικό κράτος να ανακόψει την διείσδυση της Άγκυρας, ειδικά δε στην ευαίσθητη περιοχή των Βαλκανίων, που αποτελεί και την «αυλή» της Ελλάδας. Το γεγονός πως το ελληνικό κράτος έχει στρέψει την επιθετική διάταξη των ενόπλων δυνάμεων του προς την Τουρκία, δεν σημαίνει πως δεν οφείλει να έχει τα νώτα του προς τα βόρεια σύνορα του. Για αυτό θα πρέπει να εκπονηθεί ένα πλάνο άσκησης αποτελεσματικής εξωτερικής πολιτικής που να κορνιοτοποιήσει την τουρκική πολιτισμική επιρροή σε χώρες όπου δυνητικά θα μπορούσαν να προκύψουν ασύμμετρες απειλές.
Επίσης, για την Ελλάδα καθίσταται υποχρέωση η σφυρηλάτηση στρατηγικής,πλέον, συνεργασίας με το κράτος του Ισραήλ. Το γεγονός πως και οι δύο είμαστε ανάδελφα έθνη, προσδίδει άλλη δυναμική στις μεταξύ μας σχέσεις, καθώς οι απειλές που αντιμετωπίζουμε και θα αντιμετωπίσουμε καθιστούν απαραίτητη μια περαιτέρω εμβάθυνση των δεσμών μας. Αναφέρομαι σαφώς στην μεταφορά τεχνογνωσίας στρατιωτικών εξοπλισμών, την συνεργασία των υπηρεσιών πληροφοριών και των δύο χωρών, με παράλληλη ανταλλαγή ευαίσθητων και διαβαθμισμένων πληροφοριών που αφορούν την δραστηριότητα παραστρατιωτικών και άλλων οργανώσεων,την κυβερνοασφάλεια, όπως και τις κοινές ασκήσεις οι οποίες πρέπει να αποκτήσουν σαφώς επιθετικό πρόσημο.
Θα πρέπει να υπάρχει στο νου όλων πως η Τουρκία προσπαθεί να αποσπάσει κομμάτια της εθνικής κυριαρχίας της Ελλάδας μέσω της συνεχούς πολιορκίας, και ακροβατώντας μέσα στα όρια της «γκρίζας ζώνης» των πολεμικών επιχειρήσεων. Είναι σαφές πως η τουρκική στρατηγική σκέψη έχει πάρει πολλά διδάγματα από χώρες όπως το Ιράν, η Κίνα (γαλάζια πατρίδα), και η Ρωσία, οι οποίες έχουν κάνει πολλά βήματα προόδου στον ασύμετρο πόλεμο και τις υβριδικές επιχειρήσεις.
Κρίσιμο σημείο της ελληνικής αντίδρασης θα πρέπει επομένως να αποτελεί καταρχήν η ενίσχυση της αποτρεπτικότητας των ενόπλων δυνάμεων με ταυτόχρονη αλλαγή δόγματος. Η αλλαγή αυτή υπό προϋποθέσεις θα πρέπει να περιλαμβάνει μέχρι και προληπτικό χτύπημα, και σίγουρα απειλή οριζόντιας κλιμάκωσης σε περίπτωση θερμού επεισοδίου. Σε δεύτερο επίπεδο, η Ελλάδα θα πρέπει να ξεκινήσει μια μακρά διαδικασία αποδόμησης της τουρκικής επιρροής στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, ώστε σταδιακά να επαναϊδρυθούν προπύργια του Ελληνισμο. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αφεθεί η περιοχή στις ορέξεις της Άγκυρας, διότι, για να δανειστώ έναν ρωσικό γεωπολιτικό όρο, η περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου αποτελούν το «εγγύς εξωτερικό» της Ελλάδος.
Και σε αντίθεση με ότι έγραψε ο Νταβούτογλου στο βιβλίο του, αν υπάρχει μία χώρα που έχει ιστορικό στρατηγικό βάθος στην περιοχή, αυτή είναι μόνο η Ελλάδα.
*Ο Αλέξανδρος Ιτιμούδης, είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Γεωπολιτικής Ανάλυσης, Γεωστρατηγικής Σύνθεσης και Σπουδών Άμυνας και Ασφάλειας.