Τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα του πολέμου, πολύ δύσκολα κάποιος θα μπορέσει να υποστηρίξει πως πρόκειται για μια «περιφερειακή σύγκρουση» μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Η σύγκρουση που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2022 ως ο μεγαλύτερος ευρωπαϊκός χερσαίος πόλεμος από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τώρα διεκδικεί τον τίτλο της σημαντικότερης παγκόσμιας σύγκρουσης από τον Ψυχρό Πόλεμο, με δεκάδες χώρες να εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα, όπως σχολιάζει το Politico.
Και αυτή η πτυχή του πολέμου, σημειώνει το δημοσίευμα, θα μπορούσε τελικά να σφραγίσει τη μοίρα του, καθώς η Ουκρανία κινδυνεύει να χάσει τον μεγαλύτερο υποστηρικτή της με την ανάληψη της προεδρίας των ΗΠΑ από τον Ντόναλντ Τραμπ.
«Η τελευταία φορά που είδαμε κάτι τέτοιο πιθανότατα θα ήταν η σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν», τονίζει ο εξέχων ιστορικός του Ψυχρού Πολέμου Σεργκέι Ράντσενκο. «Όταν υπήρχε υποστήριξη για τους μουτζαχεντίν από τη Δύση, αλλά και από το Πακιστάν, και όλοι εμπλέκονταν».
Σήμερα, αν κάποιος βρεθεί στην πρώτη γραμμή του πολέμου στην Ουκρανία, θα ακούσει στρατιώτες – εκτός από Ρωσικά και Ουκρανικά, να μιλούν ισπανικά, νεπαλικά, χίντι, σομαλικά, σερβικά και κορεάτικα. Οι ξένες γλώσσες στα λασπωμένα χαρακώματα είναι μόνο ένα σημάδι του πώς η σύγκρουση λαμβάνει μια ολοένα και μεγαλύτερη διεθνή διάσταση.
Πόλεμος μεσολάβησης
Όταν η Μόσχα εξαπέλυσε την πλήρη επίθεσή της στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, το Κρεμλίνο πίστευε πως ο πόλεμος θα τελείωνε σε λίγες ημέρες. Όμως η Δύση τελικά έσπευσε προς υποστήριξη της Ουκρανίας και τα σχέδια ανατράπηκαν. «Θα ήταν μια τοπική σύγκρουση αν είχε τελειώσει γρήγορα», είπε ο Ράντσενκο. «Αλλά δεν έγινε».
Με την πάροδο του χρόνου και στο σήμερα, αναφέρει το Politico, οι δύο χώρες βασίζονται σε εξωτερική βοήθεια: η Ουκρανία, για να συνεχίσει να στέκεται όρθια και η Ρωσία για να διατηρήσει την κυριαρχία της τόσο στο έδαφος όσο και στον αέρα, ελαχιστοποιώντας παράλληλα τις επιπτώσεις του πολέμου στον ίδιο της τον πληθυσμό.
Την ίδια ώρα, καθώς και οι δύο χώρες επιδιώκουν περισσότερους πόρους, έχουν προχωρήσει σε μεγάλες, ιδεολογικές αξιώσεις. Η μεν Ουκρανία λέει ότι αγωνίζεται για τη «δημοκρατία», η δε Ρωσία λέει ότι σταυροφορεί ενάντια σε αυτό που αποκαλεί αμερικανική ηγεμονία αλλά και ενάντια στη συνολική κυριαρχία της Δύσης.
Αυτή η ιδεολογική σύγκρουση έχει δημιουργήσει ένα δίπολο στον κόσμο. Η Ρωσία λαμβάνει πλέον ιρανικά drones Shahed όπως επίσης βαλλιστικούς πυραύλους, εκατομμύρια οβίδες και χιλιάδες στρατεύματα από τη Βόρεια Κορέα. Το μεγαλύτερο σωσίβιο όμως της Μόσχας είναι η Κίνα, η οποία έχει διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στη στήριξη της ρωσικής οικονομίας από τις δυτικές κυρώσεις παρέχοντας μια αγορά για το πετρέλαιο και τα λιπάσματά της, καθώς επίσης και πρόσβαση στην πολύ αναγκαία τεχνολογικά εργαλεία.
«Η Ινδία και άλλοι μπορούν να εμπορεύονται με τη Ρωσία και αυτό είναι σημαντικό. Αλλά τίποτα δεν πλησιάζει αυτό που φέρνει η Κίνα στο τραπέζι», δήλωσε ο Αλεξνάντερ Γκαμπούεφ, διευθυντής του Carnegie Russia Eurasia Center.
Παράλληλα, η Ρωσία συνέχισε και επεκτείνει την πανάρχαια πρακτική της στον υβριδικό πόλεμο, προκαλώντας προβλήματα και διευρύνοντας τις υπάρχουσες διασπάσεις σε χώρες του εξωτερικού, προκαλώντας δολιοφθορές και υποστηρίζοντας μια σειρά από αντιδυτικούς παράγοντες και ομάδες ανά τον κόσμο.
Τα όρια της Δυτικής βοήθειας
Αλλά και οι αντίπαλοι της Ρωσίας δεν έχουν μείνει στάσιμοι, τονίζει το Politico. Ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι έχει λάβει βοήθεια αξίας άνω των 220 δισεκατομμυρίων δολαρίων από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Οι χώρες του ΝΑΤΟ έχουν παραδώσει όλο και πιο ισχυρά όπλα: από πυροβολικό στην αρχή του πολέμου, έως μαχητικά F-16, drones και πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς ATACMS και Storm Shadow.
Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση προώθησε τις προσπάθειες της Ουκρανίας, της Μολδαβίας και της Γεωργίας να ενταχθούν στο μπλοκ.
Είναι ξεκάθαρο ότι χωρίς τη βοήθεια της Δύσης, ο πόλεμος θα είχε τερματιστεί από τον πρώτο του χρόνο και θα είχε τελειώσει με μια «συντριπτική ήττα» για την Ουκρανία, τονίζει ο Αλεξάντερ Γκαμπούεφ.
Όμως και η Δύση έχει τα δικά της αδιέξοδα και όρια, επιλέγοντας μια εν μέρει προσεκτική στρατηγική αποφεύγοντας την κλιμάκωση που θα μπορούσε να οδηγήσει το ΝΑΤΟ σε απευθείας σύγκρουση με τη Ρωσία. Οι παραδόσεις όπλων έγιναν σε συγκεκριμένες φάσεις – πολύ καθυστερημένα σύμφωνα με το Κίεβο – και πάντα με περιορισμούς στη χρήση.
Για σχεδόν τρία χρόνια, οι ηγέτες στις ΗΠΑ και την Ευρώπη δεν ανταποκρίνονταν στις απελπισμένες εκκλήσεις του Κιέβου για χρήση όπλων μεγάλης εμβέλειας για επιθέσεις εντός της Ρωσίας. Αυτό συνέβη μόλις πριν από λίγο καιρό και πάλι όμως με κανόνες, ώστε να αποφευχθεί μια ανεξέλεγκτη σύγκρουση.
Το πρόβλημα με τις διεθνοποιημένες συγκρούσεις, όπως διαπίστωσε και η Ουκρανία, είναι πως η υποστήριξη από εξωτερικές δυνάμεις της Δύσης έχει ιδιαιτερότητες, λόγω της φύσης των δυτικών κοινωνικών, και η δέσμευση είναι τόσο βαθιά στο χρόνο όσο η επόμενη εκλογική αναμέτρηση, το αποτέλεσμα της οποίας μπορεί να ανατρέψει τα πάντα. Ενώ το 2024 ολοκληρώνεται, η διάθεση για υποστήριξη της Ουκρανίας μέχρι την τελική νίκη έχει περιοριστεί στις Βρυξέλλες και πολύ περισσότερο στην Ουάσιγκτον, όπου ο Ντόναλντ Τραμπ έχει δεσμευτεί για τερματισμό του πολέμου.
«Ήταν ξεκάθαρο από την αρχή ότι αν η Ουκρανία δεν κέρδιζε αρκετά γρήγορα, η Αμερική κάποια στιγμή θα την εγκατέλειπε», τονίζει στο Politico η Νίνα Χρουστσόβα, καθηγήτρια διεθνών υποθέσεων στο New School στη Νέα Υόρκη και δισέγγονη του Σοβιετικού ηγέτη Νικήτα Χρουστσόφ. «Όλα φάνηκαν από την αρχή ως χολιγουντιανή σειρά», είπε και πρόσθεσε: «αρχικά οι υποστηρικτές της Ουκρανίας πίστευαν ότι θα τελείωνε μετά από μία μόνο σεζόν. Αλλά υπήρχε και συνέχεια. Και τώρα υπάρχει και τρίτη σεζόν, και έτσι φυσικά η προσοχή ξεθωριάζει». «Δεν θέλουμε τέταρτη σεζόν, αλλά θα συμβεί».
Ο ιστορικός Radchenko είναι πιο επιεικής, ωστόσο και αυτός συμφωνεί πως υπάρχουν περιορισμοί στην υποστήριξη της Ουκρανίας. «Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, η αποφυγή ενός πυρηνικού πολέμου με τη Ρωσία ήταν πάντα η Νο. 1 προτεραιότητα σε αυτή τη σύγκρουση. Η δεύτερη ήταν να βοηθήσει την Ουκρανία για να κερδίσει. Αυτοί οι δύο ανταγωνιστικοί στόχοι πρέπει με κάποιο τρόπο να συμβιβαστούν», σημειώνει.
Έπειτα, υπάρχει το γεγονός ότι οι δυτικοί υποστηρικτές της Ουκρανίας, σε αντίθεση με τη Ρωσία, έχουν να αντιμετωπίσουν την κοινή γνώμη. Μια δημοσκόπηση του Ερευνητικού Κέντρου Pew τον Ιούλιο έδειξε ότι οι Αμερικανοί ήταν διχασμένοι σχετικά με το αν πίστευαν ότι η χώρα τους είχε ευθύνη να βοηθήσει την Ουκρανία.
Το τέλος του πολέμου και οι κίνδυνοι
Καθώς όμως η σύγκρουση οδεύει προς την αρχή του τέταρτου έτους της, καμία από τις πλευρές δε λαμβάνει όλη τη βοήθεια που θέλει. Εν τω μεταξύ, η σύγκρουση μοιάζει περισσότερο με πόλεμο φθοράς του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου παρά με τις συγκρούσεις υψηλής τεχνολογίας του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου.
«Θα ήταν λογικό να δούμε χιλιάδες Ιρανούς και έναν συμπαγή στρατό Κινέζων να πολεμούν [για τη Ρωσία] στην Ουκρανία αυτή τη στιγμή», έγραψε τον Οκτώβριο ο υπερεθνικιστής Ρώσος στοχαστής Αλεξάντερ Ντούκιν, που θεωρείται ένας από τους ιδεολόγους του πολέμου της Ουκρανίας. «Είναι λογικό όσοι είναι κατά της δυτικής ηγεμονίας και υπέρ ενός πολυπολικού κόσμου να υποστηρίξουν τη Ρωσία με ενέργειες. Και η Ρωσία θα τους στηρίξει στη συνέχεια στους δικούς τους αντιιμπεριαλιστικούς πολέμους».
Μέχρι στιγμής πάντως, το όνειρο της Ρωσίας για παγκόσμια αλληλεγγύη δεν έχει οδηγήσει σε αυτό το στάδιο. Η Ρωσία εκτιμάται ότι χάνει περίπου 30.000 στρατιώτες το μήνα και στρατολογεί εξίσου πολλούς για να τους αντικαταστήσει. Η Βόρεια Κορέα (προς το παρόν) δεν παρέχει αρκετά στρατεύματα για να κάνει σημαντική διαφορά.
Το Κίεβο από την άλλη βρίσκεται σε ακόμη πιο δεινή θέση. Οι αμφιβολίες για το μέγεθος της δυτικής υποστήριξης αυξάνονται τη στιγμή που οι Ουκρανοί αντιμετωπίζουν έναν ακόμη χειμώνα, αποδυναμωμένοι από το χαμηλό ηθικό ενώ παράλληλα παλεύουν με σοβαρές ελλείψεις σε προσωπικό, εξοπλισμό και χρήματα. Σύμφωνα με εκτίμηση του Πενταγώνου, η χώρα έχει στρατεύματα για να αντέξει μόνο άλλους έξι έως δώδεκα μήνες προτού αντιμετωπίσει τον κίνδυνο της κατάρρευσης.
Με τη Ρωσία και την Ουκρανία να αγωνίζονται να κινητοποιήσουν αρκετούς δικούς τους άνδρες, οι δύο πλευρές χρησιμοποίησαν χιλιάδες ξένους, κυρίως από φτωχές χώρες, για να συμμετάσχουν στον πόλεμό τους.
Εκτός από τα στρατεύματα που παρέχει η Πιονγκγιάνγκ, η Μόσχα έχει στρατολογήσει μαχητές από την Κούβα, την Ινδία, το Νεπάλ, τη Συρία, τη Σερβία, την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και τη Λιβύη με υποσχέσεις για γενναιόδωρους μισθούς και ρωσική υπηκοότητα (μια δέσμευση που δεν τηρείται πάντα, σύμφωνα με ορισμένους μισθοφόρους που έχουν καταταγεί).
Η Ουκρανία, πέρα από τα οικονομικά κίνητρα, προβάλλει και ένα ιδεολογικό κίνητρο για να κινητοποιήσει μαχητές. «Μαζί νικήσαμε τον Χίτλερ, μαζί θα νικήσουμε και τον Πούτιν», ανέφερε ο τότε υπουργός Εξωτερικών της χώρας, Ντμίτρο Κουλέμπα, στο X το 2022. Τελικά βρέθηκαν Κολομβιανοί να μάχονται με Κουβανούς, να τραυματίζονται και να σκοτώνονται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι τους. «Δεν υπήρχε πιο ευγενής λόγος για να πεθάνεις από την ελευθερία. Αλλά αν παραμείνω ζωντανός, θέλω να μπορώ να πω στα παιδιά μου ότι ήμουν μέρος της ιστορίας», ανέφερε ο Τζόε Μανουέλ Αλμάνζα Τσίκα, ένας Κολομβιανός στρατολογημένος στην 241η Ταξιαρχία του ουκρανικού στρατού.
Τελικά, οι αναλυτές εκτιμούν ότι η έκβαση του πολέμου πιθανότατα θα εξαρτηθεί από τις αποφάσεις των βασικών υποστηρικτών των δύο πλευρών: του ΝΑΤΟ και της Κίνας. «Εάν αποσυρθεί η στήριξη του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, δε θα υπάρχει Ουκρανία», είπε ο Αλεξάντερ Γκαμπούεφ και πρόσθεσε: «Αλλά εάν αποσυρθεί η κινεζική υποστήριξη από τη Ρωσία, αυτό θα ανάγκαζε τη Μόσχα να περιορίσει την όρεξή της και να μειώσει τις ελπίδες της ότι ο χρόνος είναι με το μέρος της».
Αυτή τη στιγμή, η Κίνα φαίνεται να είναι ο κύριος ευεργέτης της σύγκρουσης, τονίζει ο Γκαμπούεφ, υπογραμμίζοντας πως το Πεκίνο έχει οφέλη από αυτήν: Πρώτον αποσπάστηκε η προσοχή της Ουάσιγκτον με αποτέλεσμα να δαπανά τεράστιο πολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό κεφάλαιο στην Ουκρανία και δεύτερον «έδεσε» τη Ρωσία, αναπτύσσοντας μια διμερή σχέση, με την Κίνα σε ισχυρότερη θέση, με έναν αξιόπιστο εταίρο.
Η εμπλοκή της Βόρειας Κορέας, σύμφωνα με το Politico, περιπλέκει κάπως την κατάσταση καθώς θα μπορούσε να προκαλέσει διάχυση της σύγκρουσης στον Ινδο-Ειρηνικό ωκεανό, περιοχή ύψιστης σημασίας για τη Κίνα, προσελκύοντας στον πόλεμο και τη Νότια Κορέα και πιθανώς φέρνοντας το ΝΑΤΟ στην «αυλή» της. Άλλοι παράγοντες που θα μπορούσαν να ανατρέψουν τις ισορροπίες είναι ο απρόβλεπτος Τραμπ. Στη Μέση Ανατολή, η σύγκρουση του Ιράν με το Ισραήλ. Στην Ευρώπη, ένα κύμα δημοτικότητας για τα ακροδεξιά κόμματα, μερικά από τα οποία είναι δύσπιστα για την παροχή βοήθειας στην Ουκρανία. Και πάντα υπάρχει ο κίνδυνος περαιτέρω κλιμάκωσης. «Όσο ο πόλεμος συνεχίζεται, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος κάποιος άλλος να εμπλακεί στη σύγκρουση», σημειώνει Σεργκέι Ράντσενκο,