Ο Νίκος Σαργκάνης έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 70 ετών και άφησε πίσω του μία τεράστια ποδοσφαιρική κληρονομιά, έχοντας προσφέρει αξέχαστες στιγμές στο ελληνικό φίλαθλο κοινό μέσα από μία μυθική και επιτυχημένη καριέρα κάτω από τα γκολπόστ.
Το ελληνικό ποδόσφαιρο και ο φίλαθλος κόσμος της χώρας πενθεί από το πρωί της Κυριακής (8/12) όταν έγινε γνωστό πως έφυγε από τη ζωή, στα 70 του χρόνια, ένας από τους πιο εμβληματικούς ποδοσφαιριστές που έχουν πατήσει το πόδι τους στα ελληνικά γήπεδα, ο Νίκος Σαργκάνης.
Ένας τερματοφύλακας που σημάδεψε τη θέση αποτελώντας έναν πραγματικό κέρβερο κάτω από τις εστίες των ομάδων τις οποίες υπερασπίστηκε αλλά και που σημάδεψε γενιές φιλάθλων, έχοντας να επιδείξει επιτυχίες όπου και αν αγωνίστηκε.
Από τον Ηλυσιακό έκανε την πρώτη του πτήση
Ο Νίκος Σαργκάνης αναδείχθηκε από τον Ηλυσιακό, στον οποίο εντάχθηκε το 1966 στην ηλικία των 12 ετών και το 1969, στην ηλικία των 15 ετών έκανε το ντεμπούτο του στην ανδρική ομάδα, όπου αγωνίστηκε μάλιστα χωρίς να έχει αναπληρωματικό τερματοφύλακα.
Αρχικά έπαιζε ως επιθετικός και άρχισε να αγωνίζεται ως τερματοφύλακας έπειτα από υπόδειξη και επιμονή του παλιού διεθνούς τερματοφύλακα Χρήστου Ρίμπα. Στον Ηλυσιακό είχε εξαιρετική πορεία στο πρωτάθλημα της δεύτερης εθνικής κατηγορίας, όταν σημείωσε ένα μεγάλο σερί αγώνων χωρίς να δεχτεί γκολ ενώ είχε να λέει και για ένα παγκόσμιο ρεκόρ, αφού σε ένα ολόκληρο πρωτάθλημα με την αθηναϊκή ομάδα κράτησε ανέπαφη την εστία της σε όλα τα εντός έδρας ματς της σεζόν.
Με τη φήμη του νεαρού τότε κίπερ να μεγαλώνει (89 συμμετοχές), έδειξαν ενδιαφέρον για να τον αποκτήσουν ο Ολυμπιακός, ο Παναθηναϊκός, ο Εθνικός και η Παναχαϊκή, ωστόσο τα ανταλλάγματα που προσέφεραν δεν ικανοποιούσαν τον Ηλυσιακό, για να βρεθεί το 1977 η Καστοριά και να τον αποκτήσει, με ένα σεβαστό ποσό για την εποχή εκείνη.
Ο άθλος της κατάκτησης του (πρώτου) Κυπέλλου
Η 11η Σεπτεμβρίου 1977 αποτέλεσε αναμφισβήτητα μία ημερομηνία-σταθμό και ορόσημο στην καριέρα του Νίκου Σαργκάνη αφού πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στην κορυφαία κατηγορία, με τον Έλληνα κίπερ να αποδεικνύει πολύ γρήγορα πως η επιλογή των γουναράδων να επενδύσουν πάνω του αποδείχτηκε κάτι παραπάνω από σοφή.
Στην μακεδονική πόλη έμεινε για τρία χρόνια (1977-1980) και είχε να επιδείξει εξαιρετικές εμφανίσεις, με το επίστεγασμά τους να είναι η τρίτη και τελευταία σεζόν του εκεί και πρώτη επί εποχής επαγγελματικού ποδοσφαίρου (1979-1980) όπου πανηγύρισε με την Καστοριά την κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδας.
Αυτό έγινε στις 25 Μαΐου 1980, με την Καστοριά του Σάββα Παντελιάδη να φτάνει στον τελικό που έγινε στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας και εκει, παρουσία 4.000 οπαδών της, να θριαμβεύει με 5-2 του Ηρακλή του σπουδαίού Βασίλη Χατζηπαναγή, για να γίνει η πρώτη ομάδα της περιφέρειας που κατέκτησε το τρόπαιο στον δεύτερο τη τάξει θεσμό της χώρας.
Εκείνη η ομάδα, πέρα από τον Νίκο Σαργκάνη, είχε παίκτες όπως οι Σημαιφορίδης, Παράσχος, Δίντσικος και Τσιρώνης, με τους παίκτες του γουναράδων να πανηγυρίζουν έξαλλα εκείνη την απίστευτη επιτυχία και ο κάθε παίκτης να παίρνει πριμ ύψους 100 χιλιάδων δραχμών.
Σερί πρωταθλήματα μαζί με τον Ολυμπιακό
Η κατάκτηση του Κυπέλλου με την Καστοριά αποτέλεσε ουσιαστικά τον ιδανικό επίλογο της παρουσίας του εκεί, με το άστρο του στον ουρανό του ελληνικού -επαγγελματικού πλέον- ποδοσφαίρου να έχει έντονη λάμψη και τον Ολυμπιακό να μην αφήνει χαμένη την ευκαιρία να τον αποκτήσει.
Επιλογή που δικαίωσε τόσο τους ερυθρόλευκους όσο και τον Σαργκάνη, αφού ήταν μέλος μίας εξαιρετικής ομάδας στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80’ (με τον Σταύρο Νταϊφά στο διοικητικό τιμόνι της) που κατέκτησε πρωτάθλημα το 1981, το 1982 και το 1983, ενώ τη σεζόν 1980-81 πανηγύρισε και το νταμπλ με την επικράτηση επί του ΠΑΟΚ στον τελικό της Νέας Φιλαδέλφειας.
Μάλιστα, έχει αφήσει εποχή μία μυθική απόκρουσή του στην αναμέτρηση του Ολυμπιακού με τον ΟΦΗ το 1984, όταν ο σπουδαίος τερματοφύλακας αρνήθηκε το γκολ στον Γιώργο Βλαστό σε αγώνα στο “Γεώργιος Καραϊσκάκης”, με τον Τσιριμώκο, αντίπαλο και συμπαίκτης του Βλαστού ο οποίος βρέθηκε μπροστά στη φάση, να κατευθύνεται προς προς το μέρος του και να τον φιλάει, αφού απέκρουσε τη μπάλα.
Διέβη τον Ρουβίκωνα και άνθισε και με το τριφύλλι
Με τους Πειραιώτες ο Σαργκάνης ανέπτυξε έναν πολύ ισχυρό δεσμό αγωνιζόμενος σε αυτούς σε 144 ματς πρωταθλήματος, για να έρθει όμως το καλοκαίρι του 1985 να χωρίσουν οι δρόμοι των δύο πλευρών με άσχημο τρόπο, αφού άφησε τον Ολυμπιακό για να αγωνιστεί στον “αιώνιο αντίπαλο”, Παναθηναϊκό, ο οποίος έκανε ό,τι μπορούσε για να έχει κάτω από την εστία του τον κορυφαίο κίπερ και τα κατάφερε.
Η επιλογή του να μεταπηδήσει στους πράσινους τον έκανε για πολλά χρόνια persona non grata στους φίλους του Ολυμπιακού, με τον Σαργκάνη να πορεύεται όμως με την κλάση και το ταλέντο του και να δικαιώνεται ξανά, γευόμενος μεγάλες επιτυχίες και με το “τριφύλλι”.
Πέντε χρόνια έμεινε και στον Παναθηναϊκό (85 συμμετοχές στο πρωτάθλημα) και σε αυτό το διάστημα είχε να λέει για την κατάκτηση δύο πρωταθλημάτων, το 1985-86 και το 1989-1990, αλλά και τριών Κυπέλλων (1985-86, 1987-88, 1989-1990), με τα δύο πρώτα να είναι μάλιστα απέναντι στην πρώην ομάδα του.
Το 1986 πανηγύρισε ως πράσινος τον θρίαμβο με 4-0 απέναντι στους ερυθρόλευκους ενώ δύο χρόνια αργότερα (1988), στον αποκαλούμενο “τελικό του αιώνα” έγινε ο απόλυτος πρωταγωνιστής, αφού μετά από το 1-1 στην κανονική διάρκεια και το 2-2 στην παράταση, εκτέλεσε εύστοχα ένα πέναλτι και έπιασε τα πέναλτι του Χατζίδη και του Φούνες στη ρωσική ρουλέτα, για να σφραγίσει ουσιαστικά την κατάκτηση του Κυπέλλου για το τριφύλλι.
Λόρδος, όνομα και πράμα, με τον Αθηναϊκό
Το εντυπωσιακό με τον Νίκο Σαργκάνη ήταν πως όσο περνούσαν τα χρόνια εκείνος έμοιαζε σαν το παλιό καλό κρασί που διαρκώς βελτιωνόταν με το πέρασμα του χρόνου, για να δείξει την αξία του ακόμα και σε προχωρημένη ποδοσφαιρική ηλικία.
Αυτό έγινε μέσω του Αθηναϊκού, με τον Σαργκάνη να παίρνει μεταγραφή στους “λόρδους” του Βύρωνα σε ηλικία 36 ετών και να πετυχαίνει και εκεί αφού τερμάτισε στην 6η θέση στο πρωτάθλημα και έφτασε ως τον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας (1990-91) για πρώτη (και μοναδική μέχρι σήμερα) φορά στην ιστορία του συλλόγου.
Με την παρουσία του στον τελικό κόντρα στον Παναθηναϊκό έγινε ο μοναδικός ποδοσφαιριστής που έχει αγωνιστεί σε τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας με τέσσερις διαφορετικούς συλλόγους και ο πρώτος που το κατέκτησε με τρεις διαφορετικές ομάδες, για να γράψει ιστορία και την επόμενη σεζόν, τελευταία του στα γήπεδα.
Ήταν η σεζόν 1991-92 όπου ως φιναλίστ του τελικού του Κυπέλλου με τον Αθηναϊκό συμμετείχε στο Κύπελλο Κυπελλούχων και βρήκε απέναντί του την κάτοχο του τροπαίου, Μαντσεστερ Γιουνάιτεντ, με τον Σαργκάνη να κάνει εκπληκτικές επεμβάσεις τόσο στο πρώτο ματς στην Λεωφόρο όσο και στη ρεβάνς στο “Ολντ Τράφορντ” όπου τα ματς έληξαν 0-0, και να χρειάζεται η παράταση στον δεύτερο αγώνα για να βάλουν δύο γκολ οι κόκκινοι διάβολοι και να λυγίσουν τον ανίκητο μέχρι τότε κίπερ.
Η Εθνική Ελλάδας τον έκανε φάντομ
Φυσικα, ο Νίκος Σαργκάνης δεν θα μπορούσε με τόσο μεγάλη καριέρα σε συλλογικό επίπεδο να μην πρωταγωνιστήσει και με τη φανέλα με το εθνόσημο, με την πρώτη του κλήση να γίνεται το φθινόπωρο του 1980 και τον ίδιο να γράφει από νωρίς ιστορία.
Συγκεκριμένα, στο ντεμπούτο του με την Εθνική Ελλάδας στις 15 Οκτωβρίου 1980 όπου μόνο ως παραμυθένιο και ονειρεμένο μπορεί να χαρακτηριστεί, αφού είχε παίξει καταλυτικό ρόλο στην εκτός έδρας νίκη με 1-0 επί της Δανίας για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1982 που μνημονεύεται μέχρι σήμερα.
Οι Σκανδιναβοί ήταν τότε το απόλυτο φαβορί και σφυροκόπησαν την ελληνική εστία, με τον Σαργκάνη να κάνει ασύλληπτες επεμβάσεις καθόλη τη διάρκεια του αγώνα και μία από αυτές, σε βολέ του Άλαν Σίμονσεν, να αποκτά το προσωνύμιο “φάντομ” που τον συνόδευσε μέχρι το φινάλε της καριέρας του.
Στην Εθνική Ελλάδας αγωνίστηκε από το 1980 μέχρι το 1991 έχοντας συνολικά 58 συμμετοχές, με τον ίδιο να μην καταφέρνει να πάρει μέρος σε κάποια μεγάλη διοργάνωση με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα αλλά να διαπρέπει για μία ολόκληρη δεκαετία τόσο σε συλλογικό επίπεδο, με Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό, όσο και σε εθνικό.