Η απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων στη Νορμανδία στις 6 Ιουνίου του 1944 ήταν ένα μεγάλο στοίχημα που κέρδισε τελικά η συμμαχική πλευρά. Ωστόσο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος που κατάφεραν να διεισδύσουν στις γερμανικές αμυντικές γραμμές…
Στη διάρκεια των πρώτων μηνών του 1944, η ναζιστική Γερμανία είχε δημιουργήσει ένα βασικό πρόβλημα για τον εαυτό της: είχε κατακτήσει περισσότερο έδαφος από όσο μπορούσε να προστατεύσει.
Αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της μεγάλης έκτασης που κατείχε αλλά είχε σχέση και με τη νοοτροπία του Χίτλερ, ο οποίος, εμφορούμενος από την αντίληψη διατήρησης των κατεχόμενων που είχε διαμορφωθεί στον Α΄ Π.Π., δεν άφηνε με κανέναν τρόπο μια κατεχόμενη περιοχή, ακόμη και όταν διακυβεύονταν τα στρατηγικά του σχέδια.
Έτσι, οι ταχυκίνητες δυνάμεις που πέτυχαν τον κεραυνοβόλο πόλεμο το 1940-41 δεν αντιπροσώπευαν πλέον την πλειονότητα των γερμανικών δυνάμεων, αφού σε μεγάλο ποσοστό υπήρχαν στρατεύματα με εθελοντές κατακτημένων χωρών, καθώς και νεαροί απόλεμοι στρατιώτες, που προέρχονταν από τη χιτλερική νεολαία.
Τον Ιανουάριο του 1943, παραδινόταν η 6η Γερμανική Στρατιά στο Στάλινγκραντ. Προσπαθώντας να διατηρήσει όλα τα κατεχόμενα εδάφη, η Βέρμαχτ ήταν απλωμένη στο Ανατολικό μέτωπο σε μια απόσταση 2.000 χλμ., στη Μεσόγειο σε πάνω από 3.000 χλμ. και στις δυτικές ακτές του Ατλαντικού, από την Ολλανδία μέχρι τον Βισκαϊκό Κόλπο σε πάνω από 6.000 χλμ. Ο Φρειδερίκος ο Μέγας είχε πει «αυτός που αμύνεται παντού δεν αμύνεται πουθενά».
Τον Ιούλιο του 1943, η Βέρμαχτ εκτελούσε την τελευταία της επίθεση στο ανατολικό μέτωπο, στο Κουρσκ. Το Νοέμβριο του 1943, ο Χίτλερ εξέδιδε την οδηγία με αριθμό 51, με την οποία αναγνώριζε τη στασιμότητα των επιχειρήσεων στο ανατολικό μέτωπο και τόνιζε τον κίνδυνο για μια αγγλοαμερικανική επίθεση, στα δυτικά.
Με τα νέα δεδομένα, οι Ρώσοι ήταν πάνω από 2.000 χλμ. από το Βερολίνο, ενώ στην περίπτωση που δημιουργούνταν ένα Δυτικό μέτωπο θα ήταν περί τα 500 χλμ. από τη βιομηχανική περιοχή του Ρήνου και του Ρουρ και 1.000 χλμ. από το Βερολίνο. Αυτά καθησύχαζαν τον Χίτλερ.
Από το φθινόπωρο του 1940, όταν εγκαταλείφθηκε η επιχείρηση «Θαλάσσιος Λέων» για εισβολή στην Αγγλία, είχαν αρχίσει να μεταφέρονται δυνάμεις από τη Δύση στο Ανατολικό μέτωπο. Το Μάρτιο του 1944, ο Χίτλερ έδινε οδηγίες στους διοικητές του Δυτικού μετώπου για την ανάγκη άμυνας των ακτών και συντριβής οποιασδήποτε προσπάθειας από τους Αγγλοαμερικανούς να αποβιβαστούν στις ακτές. Πίστευε ότι μια συντριβή των Συμμάχων στο Δυτικό μέτωπο θα τους αποθάρρυνε για πάντα και θα μπορούσε έτσι να μεταφέρει σαρανταπέντε ακόμη μεραρχίες στο Ανατολικό μέτωπο.
Σε σύσκεψη που έγινε το Σεπτέμβριο του 1942, ο Χίτλερ διέταξε την κατασκευή 15.000 οχυρωματικών θέσεων, που θα επανδρώνονταν από 300.000 άντρες, για να αντιμετωπιστεί μια πιθανή απόβαση. Τα οχυρά ήταν τέτοιας κατασκευής ώστε να αντέχουν στις αεροπορικές και ναυτικές προσβολές, αφού από τότε οι Γερμανοί εκτιμούσαν –σωστά– ότι οι Σύμμαχοι θα είχαν υπεροχή σε αυτά τα μέσα. Ο διοικητής του Δυτικού μετώπου, στρατάρχης Ρούνστεντ, ήταν αντίθετος σε αυτές τις στατικές οχυρώσεις και πίστευε ότι έπρεπε να στηριχτούν στους τεθωρακισμένους σχηματισμούς, που θα ήταν μακριά από τις ακτές.
Το σημείο που ανέμεναν επίθεση, και γι’ αυτό οχυρώθηκε περισσότερο, ήταν το στενότερο σημείο της Μάγχης, το Pas-de-Calais. Ο Ρούνστεντ ήταν ο γηραιότερος στρατάρχης της Βέρμαχτ: είχε παραιτηθεί το 1938, αλλά επανήλθε το 1939, για να πολεμήσει στην Πολωνία, τη Γαλλία και τη Ρωσία το 1941. Απογοητευμένος από την τακτική του Χίτλερ στη Ρωσία, παραιτήθηκε ξανά το χειμώνα του 1942, για να επανέλθει λίγους μήνες αργότερα (τον Ιούλιο του ’42), σε ηλικία 69 ετών, όταν σημειωνόταν μεγάλη προσπάθεια στο Δυτικό μέτωπο.
Τον Ιούνιο του 1944, διέθετε 58 μεραρχίες. Το μέτωπο χωριζόταν σε δύο ομάδες Στρατιών, την ομάδα G (με διοικητή τον φον Μπάσκοβιτς), με ευθύνη νότια του ποταμού Loire, και την ομάδα Β (διοικητής ο νεότερος στρατάρχης, Ρόμελ), που περιλάμβανε το LXXXVIII Σώμα Στρατού στην Ολλανδία, τη 15η Στρατιά από την Αμβέρσα στον Orne και την 7η Στρατιά από τον Orne στον Loire. Σε αντίθεση με τον προϊστάμενό του Ρούνστεντ, ο Ρόμελ πίστευε ότι θα έπρεπε να δοθεί βάρος στην οχύρωση των ακτών.
Επίσης μετά από επιθεώρηση των ακτών από τη Νορβηγία στην Ισπανία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πλέον επικίνδυνη περιοχή για απόβαση ήταν η Νορμανδία, πάλι σε αντίθεση με τον προϊστάμενό του, που πίστευε ότι ήταν το Pa-de-Calais.
Από τις δυνάμεις που διατέθηκαν, οι μισές τεθωρακισμένες μεραρχίες δεν μπορούσαν να εμπλακούν παρά μόνο μετά από απόφαση του Χίτλερ, ενώ οι ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις (350 αεροσκάφη) υπάγονταν στους Αρχηγούς των Γενικών Επιτελείων Ντένιτς και Γκέριγκ. Αυτό ίσχυε ακόμη και για τα αντιαεροπορικά των 88 χιλ.
Ο Ρόμελ ανέλαβε τη διοίκηση τον Ιανουάριο του 1944, ενώ από την άλλη πλευρά σχηματιζόταν η διοίκηση των δυνάμεων της απόβασης με τον παλιό του γνώριμο από την έρημο, στρατηγό Μοντγκόμερι. Ο Ρόμελ παρέλαβε μονάδες με προσωπικό που είχε μεταφερθεί από το Ρωσικό μέτωπο για ανάπαυση και, ενώ καθυστερούσαν τα έργα οχύρωσης, επέδειξε τη γνωστή του δραστηριότητα. Η κατασκευή των έργων επιταχύνθηκε, με δημιουργία χιλιάδων εμποδίων στις ακτές και στους πιθανούς χώρους προσγείωσης. Κατασκευάστηκαν εμπόδια με σιδηροτροχιές και ξύλινους πασσάλους, για να εμποδίζουν τα αποβατικά πλοία ακόμη και σε συνθήκες παλίρροιας.
Η ποιότητα των γερμανικών μεραρχιών στο Δυτικό μέτωπο (48 πεζικού + 10 τεθωρακισμένες) ήταν εξαιρετική για ορισμένες, με καλή εκπαίδευση και εξοπλισμό, ενώ άλλες είχαν νέους στρατιώτες με ελλιπή εκπαίδευση. Άλλες είχαν έμπειρους αλλά κουρασμένους στρατιώτες από το Ανατολικό μέτωπο και άλλες ξένους με αμφίβολη ποιότητα. Υπήρχαν οι γνωστές διενέξεις μεταξύ των μονάδων του Στρατού και αυτών των S.S., και στις βασικότερες αδυναμίες εντασσόταν η έλλειψη επαρκών πληροφοριών.
Η γερμανική Αεροπορία συναντούσε δυσκολίες στην αναγνώριση, ενώ οι κατάσκοποι που στέλνονταν στην Αγγλία συλλαμβάνονταν ο ένας μετά τον άλλο.
Το σχέδιο παραπλάνησης που είχαν εκπονήσει οι Σύμμαχοι είχε αποδώσει, με αποτέλεσμα οι πολιτικές γερμανικές υπηρεσίες πληροφοριών, οι οποίες είχαν ανταγωνιστικά προβλήματα με τις αντίστοιχες στρατιωτικές, να υπολογίζουν τις συμμαχικές δυνάμεις σε διπλάσιο αριθμό μεραρχιών από τον πραγματικό. Η λεπτομερής διάταξη των γερμανικών δυνάμεων στο Δυτικό μέτωπο είχε ως εξής:
Η ομάδα Στρατιών Β, που περιλάμβανε τους παρακάτω σχηματισμούς:
• Το LXXXVIII Σώμα Στρατού, στην Ολλανδία με 4 μεραρχίες.
• Την 15η Στρατιά, από Αμβέρσα μέχρι Orne, με 17 μεραρχίες.
• Την 7η Στρατιά, από τον Orne στο St. Nazaire, με 14 μεραρχίες.
Η ομάδα Στρατιών G, νότια του Loire, περιλάμβανε 13 μεραρχίες (4 με μέτωπο στον Ατλαντικό, 7 με μέτωπο στη Μεσόγειο και δύο στο κέντρο της Γαλλίας).
Η εφεδρεία αποτελούνταν από 10 μεραρχίες (5 S.S. + 5 Στρατού), εκ των οποίων 6 βρίσκονταν βόρεια του Loire και 4 νότια του ποταμού. Εξ αυτών, τρεις μεραρχίες τεθωρακισμένων είχαν τεθεί υπό την τακτική διοίκηση του Ρόμελ, (η 21η τεθ. Μεραρχία κοντά στην Καέν, η 116η τεθ. Μεραρχία που προερχόταν από το Afrikakorps κοντά στη Mantes, η 2η τεθ. Μεραρχία κοντά στην Abbeville. Οι υπόλοιπες μεραρχίες, εκ των οποίων οι περισσότερες S.S., υπάγονταν στη κεντρική διοίκηση O.K.W., με άλλα λόγια, κατευθείαν στον Χίτλερ.
Το περίπλοκο σύστημα υπαγωγής δημιουργούσε ασάφειες και έλλειψη ευελιξίας, πράγμα που φάνηκε στη πράξη. Ο Ρόμελ είχε μετακινήσει τις μεραρχίες πεζικού στις ακτές, και μάλιστα ήθελε να μεταφέρει και τα άρματα των εφεδρειών του στις ακτές αλλά βρέθηκε μπροστά στην αντίδραση του Ρούνστεντ, και των διοικητών τεθωρακισμένων.
Τελικά, όπως προαναφέρθηκε, ο Ρόμελ, στα πλαίσια συμβιβασμού, πήρε τρεις μεραρχίες τεθωρακισμένων και στις 5 Ιουνίου πήγε να δει τον Χίτλερ για να διαπραγματευτεί ακόμη μια μεραρχία τεθωρακισμένων. Έτσι, την ημέρα της απόβασης δεν βρισκόταν στο στρατηγείο του, πράγμα που περιέπλεξε ακόμη παραπάνω την κατάσταση και δυσκόλεψε τη διαδικασία λήψης αποφάσεων την κρίσιμη στιγμή.
Η συμμαχική πλευρά
Το κύριο τακτικό πρόβλημα που έπρεπε να ξεπεράσουν οι Σύμμαχοι ήταν πώς θα διείσδυαν στη γερμανική αμυντική γραμμή και στη συνέχεια πώς θα δημιουργούσαν προγεφύρωμα ικανό να υποστηρίξει την αποβίβαση των υπολοίπων δυνάμεων για να συνεχίσουν την προέλαση προς το εσωτερικό της Γερμανίας. Αυτά βέβαια σε συνθήκες μυστικότητας κατά την προετοιμασία και αιφνιδιασμού κατά την εκτέλεση, τουλάχιστον για την αρχική φάση της απόβασης.
Επιπλέον, έπρεπε να λυθούν τεράστια προβλήματα για ένα είδος επιχείρησης που θεωρείται από τα δυσκολότερα, και μάλιστα τέτοιου μεγέθους και με δυνάμεις από πολλά έθνη. Ιστορικά οι Μογγόλοι απέτυχαν να αποβιβαστούν στην Ιαπωνία, λόγω καιρικών συνθηκών. Ομοίως, οι Ισπανοί απέτυχαν να επιτεθούν στην Αγγλία. Ο Ναπολέων επίσης απέτυχε στην Αγγλία καθώς και ο Χίτλερ.
Οι Βρετανοί απέτυχαν στην Κριμαία και ηττήθηκαν στην Καλλίπολη στη διάρκεια του Α΄ Π.Π. Κατά το Β΄ Π.Π., οι Σύμμαχοι αποβιβάστηκαν επιτυχώς στη βόρεια Αφρική το Νοέμβριο του 1942, στη Σικελία τον Ιούλιο του 1943 και στο Σαλέρνο τον Σεπτέμβριο του 1943. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι ακτές δεν ήταν οχυρωμένες. Μόνο στην περίπτωση της Διέππης, τον Αύγουστο του 1942, οι Καναδοί επιτέθηκαν σε οχυρωμένη ακτή, και τα αποτελέσματα ήταν τραγικά γι’ αυτούς. Η ιδέα της απόβασης στις ευρωπαϊκές ακτές από το 1943 ήταν πρόταση του Αμερικανού Αρχηγού Στρατού G. Marshall.
Οι βρετανικοί όμως ενδοιασμοί και η εκτίμηση ότι δεν υπήρχαν οι απαραίτητες δυνάμεις καθυστέρησαν το εγχείρημα.
Από πλευράς τακτικής, ο κύριος προβληματισμός ήταν αν θα έπρεπε να γίνει κατά μέτωπο επίθεση στις ακτές. Οι σοβιετικές μετωπικές επιθέσεις στο Ανατολικό μέτωπο και οι συμμαχικές επιχειρήσεις στην Ιταλία τον προηγούμενο χρόνο είχαν προκαλέσει πολλές απώλειες. Το δίλημμα ήταν μεγάλο. Αν γινόταν σοβαρή προπαρασκευή ναυτικού πυροβολικού και αεροπορικών προσβολών στις ακτές, θα αποδυναμωνόταν η γερμανική άμυνα και οι αρχικές απώλειες θα ήταν λιγότερες, αλλά θα δινόταν χρόνος στις γερμανικές εφεδρείες να αντιδράσουν, ενώ οι απώλειες και δυσκολίες θα ήταν μεγαλύτερες κατά την προέλαση στο εσωτερικό της Ευρώπης.
Έτσι, προτιμήθηκε η εφαρμογή του αιφνιδιασμού, με μετωπική επίθεση στις ακτές, ενώ αντίθετα στον Ειρηνικό, στην Ιβοζίμα και την Οκινάουα, εφαρμόστηκε αργότερα από τους Αμερικανούς διαφορετική τακτική με εκτεταμένους βομβαρδισμούς, και στη συνέχεια ακολούθησε η επίθεση.
Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα που οι Σύμμαχοι αντιμετώπιζαν ήταν ο τρόπος μεταφοράς στρατευμάτων και εφοδίων από τις αγγλικές ακτές στις γαλλικές. Άρχισαν να μελετούν την κατασκευή αποβατικών σκαφών, κάτι που δεν είχε σχεδιαστεί μέχρι τότε. Οι Γερμανοί, όταν σχεδίαζαν να επιτεθούν στα αγγλικά νησιά, σκόπευαν να μεταφέρουν τα στρατεύματα με φορτηγίδες που χρησιμοποιούνταν στα ευρωπαϊκά κανάλια και τις λίμνες.
Από το 1941, οι Βρετανοί άρχισαν να κατασκευάζουν αποβατικά πλοία, μήκους 327 ποδών, με ρηχή καρίνα και πόρτες εισόδου-εξόδου των αρμάτων και οχημάτων. Υπήρχαν δύο βασικοί τύποι, το Landing Ship, Tank (LST) και το ελαφρύτερο Landing Craft, Tank (LCT). Οι Αμερικανοί άρχισαν την κατασκευή αντίστοιχων πλοίων, με δυνατότητα μεταφοράς 4-8 αρμάτων, ανάλογα με τον τύπο.
Επίσης, κατασκεύασαν μικρότερα πλοιάρια για τη μεταφορά του πεζικού: τα LCIs για μεταφορά 200 αντρών και τα LCVPs (Higgins) για τη μεταφορά 30 αντρών.
Την κατασκευή των αποβατικών είχε αναλάβει ο Andrew Higgins και η βιομηχανία του. Ο Higgins κατασκεύαζε πριν από τον πόλεμο ξύλινα πλοιάρια για τους βάλτους της Λουϊζιάνα. Πρότεινε στον Αϊζενχάουερ την κατασκευή αυτών των μικρών πλοιαρίων για τους πεζοναύτες και, παρά την αντίδραση του Ναυτικού, που θεωρούσε ότι «αυτός ο μπεκρής δεν έχει καν επιχείρηση», προσέλαβε 30.000 μαύρους στη Ν. Ορλεάνη, τους καλοπλήρωνε, τους εμψύχωνε με φωτογραφίες και συνθήματα κατά του Άξονα και έτσι κατασκεύασε 20.000 LCVPs.
Για τις αερομεταφορές, κύριο ρόλο έπαιξε το γνωστό μεταφορικό αεροσκάφος C-47 (Dakota), που μπορούσε να μεταφέρει 18 αλεξιπτωτιστές. Με τέτοιου τύπου αεροπλάνα ερρίφθησαν οι εθελοντές τις 1ης και της 6ης βρετανικής αερομεταφερόμενης μεραρχίας και της 82ης και 101ης αμερικάνικης.
Οι εθελοντές είχαν μέσο όρο ηλικίας τα 26 έτη, βασική εκπαίδευση 13 περίπου εβδομάδων και καλό ηθικό, ακόμη και στις περιπτώσεις που τους ανακοινώθηκε ότι εννέα στους δέκα θα ήταν απώλειες. Σε ό,τι αφορά την παραγωγή του πολεμικού υλικού, η παραγωγή αεροσκαφών το 1943 είχε φτάσει στις ΗΠΑ τα 8.000 το μήνα.
Η αποστολή
Η γενική αποστολή στόχευε στην απόβαση στη Νορμανδία, στη δημιουργία προγεφυρώματος ικανού να υποστηρίξει την υποδοχή των δυνάμεων που ακολουθούσαν, στην κατάληψη των λιμανιών (Χερβούργου, Βρετάνης, Χάβρης, Αμβέρσας, Ρότερνταμ) και τη συνέχιση της επίθεσης για κατάληψη της βιομηχανικής περιοχής της Ρουρ. Θα ακολουθούσε η καταστροφή των εχθρικών δυνάμεων δυτικά του Ρήνου και η συνέχιση της επίθεσης, με διάβαση του ποταμού για προσβολή του εσωτερικού της Γερμανίας.
Το τακτικό σχέδιο της 1ης φάσης, προέβλεπε επιθετική ενέργεια σε περιοχή πλάτους πέντε μεραρχιών, για διευκόλυνση απόβασης των δυνάμεων που ακολουθούσαν.
Οι αρχικοί αντικειμενικοί σκοποί ήταν οι πόλεις Caen, Bayeux, Isigny, Carentan, τα αεροδρόμια της περιοχής και το λιμάνι του Χερβούργου. Στη συνέχεια οι Σύμμαχοι θα προήλαυναν στη χερσόνησο της Βρετάνης, μέχρι τη Νάντη. Μετά θα συνέχιζαν προς το Παρίσι, θα περνούσαν το Σηκουάνα και θα επιδίωκαν την καταστροφή του όγκου του Γερμανικού Στρατού που βρισκόταν στο Δυτικό μέτωπο.
Σε γενικές γραμμές, οι Αμερικανοί θα καταλάμβαναν τις περιοχές του Χερβούργου και της Βρετάνης, ενώ οι Βρετανοί, τα λιμάνια του στενού της Μάγχης μέχρι την Αμβέρσα, για να ανοίξουν τη γραμμή ανεφοδιασμού από την Αγγλία.
Οι επιμέρους αποστολές είχαν ως εξής:
• Η αμερικανική 1η Στρατιά (στρατηγός Bradley) θα επιτίθετο στις ακτές της Varreville (κωδικός Utah) και του Saint-Laurent (Omaha).
• Το αμερικανικό VII Σώμα Στρατού (στρατηγός Collins) θα επιτίθετο με την 4η μεραρχία στην ακτή Utah, ενώ η 82η και 101η αερομεταφερόμενες θα ρίπτονταν στη ζώνη του Sainte-Mere-Eglise, θα καταλάμβαναν τις γέφυρες, θα ασφάλιζαν τη περιοχή για να μη έρθουν γερμανικές ενισχύσεις και θα ενώνονταν με την 4η μεραρχία. Το Σώμα Στρατού στόχευε να κόψει τη χερσόνησο Cotentin, να καταλάβει το στρατηγικής σημασίας λιμάνι του Χερβούργου την 8η ημέρα της απόβασης (D+8) και στη συνέχεια να καταλάβει νοτιότερα το St. Lo την D+9.
• Το V αμερικανικό Σώμα Στρατού, (στρατηγός Gerow) θα επιτίθετο στην ακτή Omaha, πλάτους 3 1/2 μιλίων, βόρεια του Calvados, με την 29η μεραρχία και την 1η σε δεύτερη φάση.
• Η βρετανική 2η Στρατιά (στρατηγός Dempsey) θα αποβιβαζόταν σε τρεις τομείς, από την Asnelles (ακτή Gold), με την 50η μεραρχία και μέρος της 7ης τεθωρακισμένης, την Courseulles (ακτή Juno), με την 3η καναδική μεραρχία και το Quistreham (ακτή Sword), με την 3η βρετανική μεραρχία. Η 6η αερομεταφερόμενη μεραρχία θα ριχνόταν στην περιοχή του ποταμού Orne, για να ασφαλίσει τις γέφυρες και το κανάλι που συνδέει την Caen.
Με λίγα λόγια, οι παραπάνω συμμαχικές δυνάμεις επιδίωκαν να καταλάβουν την περιοχή της Caen το συντομότερο δυνατό, ακόμη και την πρώτη ημέρα της απόβασης, αν ήταν δυνατό. Στη συνέχεια, σκόπευαν να αναπτυχθούν μέχρι το Vire-Falaise, νότια της Caen, την ημέρα D+20.
Έπειτα θα προωθούνταν μέχρι την D+90 (3 μήνες), μέχρι τη γραμμή Σηκουάνας-Παρίσι-Ορλεάνη-Νάντη.
Αυτό το σχέδιο, με όλες τις λεπτομέρειές του, σχεδιάστηκε από τον Μοντγκόμερι και το επιτελείο του, για το πρώτο τρίμηνο μετά την «D-Day», την ημέρα της απόβασης. Η αναλογία δυνάμεων των αντιπάλων μεραρχιών φαίνεται στον πίνακα της σελίδας 110.
Η ημέρα της απόβασης (D-Day)
Μόνο τρεις ημέρες του Ιουνίου προσφέρονταν κατά τους μετεωρολόγους για απόβαση: η 5η, η 6η και η 7η Ιουνίου. Την 4η Ιουνίου (ημέρα Κυριακή), η πρόβλεψη ήταν βροχή και θάλασσα κυματώδης μέχρι την Τετάρτη, με ένα μικρό διάλειμμα την Τρίτη (6 Ιουνίου).
Στις 04:15 της 5ης Ιουνίου, ο Αϊζενχάουερ ανέβαλε την επιχείρηση για την Τρίτη. Κάποια πλοία που είχαν ξεκινήσει και κάποια υποβρύχια που θα σήμαιναν τους διαδρόμους για τα άλλα πλοία γύρισαν πίσω. Παρ’ όλα αυτά οι Γερμανοί είχαν εφησυχάσει λόγω του άσχημου καιρού.
Ο μεγαλύτερος προβληματισμός στο συμμαχικό επιτελείο υπήρχε για τις δύο αερομεταφερόμενες μεραρχίες που θα έπεφταν στη χερσόνησο Cotantin.
Μια γερμανική μεραρχία είχε μετακινηθεί στην περιοχή και χρειάστηκε να αλλάξει η ζώνη ρίψεως κατά 12 μίλια, κοντά στο St.-Mere-Eglise. Τα 915 αεροσκάφη που θα τους μετέφεραν, συμπεριλαμβανομένων 96 ρυμουλκούμενων ανεμοπλάνων, θα είχαν απώλειες της τάξεως του 50%, ενώ οι αλεξιπτωτιστές, της τάξεως του 75%. Οι αλεξιπτωτιστές ήταν εθελοντές, ενώ οι μεταφερόμενοι με τα ανεμοπλάνα ήταν απλοί στρατεύσιμοι.
Το απόγευμα της 5ης Ιουνίου, ο Αϊζενχάουερ τους επισκέφθηκε και ζήτησε «full victory, nothing else» («απόλυτη νίκη, τίποτε άλλο»). Την επομένη, 20 λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, ανατολικά του ποταμού Orne, προσγειώθηκαν αλεξιπτωτιστές/καταδείκτες που θα οδηγούσαν τη ρίψη της 6ης βρετανικής μεραρχίας.
Αμέσως μετά άρχισε η κανονική ρίψη της μεραρχίας πριν το πρώτο φως, με αποστολή να καλύψουν τα πλευρά της απόβασης. Παρομοίως στο δυτικό τομέα, οι Αμερικανοί της 82ης και 101ης προσγειώνονταν στο St-Mere-Eglise.
Τα αντιαεροπορικά πυρά ήταν λιγότερο αποτελεσματικά από τα αναμενόμενα και οι απώλειες τελικά ήταν μόνο 20 αεροσκάφη από τα 805. Όμως οι άνεμοι διέσπειραν τους αλεξιπτωτιστές, και η 101 μεραρχία είχε απλωθεί σε μια έκταση 25×15 μίλια, με αποτέλεσμα 24 ώρες αργότερα η μεραρχία να έχει μόνο 3.000 άντρες από τους 6.000. Η 82η ήταν πιο τυχερή και είχε συγκεντρωθεί σε μικρό χώρο 3×3 μιλίων. Στις 12:30 είχε καταληφθεί το St-Mere-Eglise.
Στη 01:10, το γερμανικό LXXXIV Σώμα Στρατού (επιτελείο στο St-Lo) είχε ειδοποιηθεί. Στις 02:00 ειδοποιήθηκε ο Ρούνστεντ. Από αυτό το σημείο αρχίζουν οι αμφιβολίες των Γερμανών για το αν οι ενέργειες στη Νορμανδία ήταν η κύρια επιχείρηση ή θα ακολουθούσε η κύρια ενέργεια στο Pas-de-Calais. Ενεργοποιήθηκαν οι δυο τεθωρακισμένες μεραρχίες των εφεδρειών, με τον επιτελάρχη του Ρόμελ, αφού ο ίδιος έλειπε στο Βερολίνο.
Οι εφεδρείες αυτές δεν κινήθηκαν γιατί ήταν δεσμευμένες από τον Χίτλερ, ο οποίος μόλις είχε πάει για ύπνο και κανείς δεν τολμούσε να τον ξυπνήσει. Η έγκριση δόθηκε τελικά στις 16:00 το απόγευμα. Όπως αποδείχθηκε, ήταν πολύ αργά. Ο Χίτλερ έχασε τον πόλεμο επειδή κοιμόταν!
Από τα μεσάνυχτα, 1.135 αεροσκάφη της R.A.F. είχαν ρίξει 5.853 τόνους βομβών σε 10 παράκτιες γερμανικές πυροβολαρχίες. Από τα ξημερώματα, 1.083 αμερικανικά αεροσκάφη έριχναν 1.763 τόνους βομβών. Μεταξύ 01:00 και 04:00 το πρωί είχαν καταστραφεί 74 από τους 92 σταθμούς επικοινωνιών και τα περισσότερα ραντάρ των Γερμανών.
Η μάχη στον αμερικανικό τομέα
Στον αμερικανικό τομέα τα πλοία είχαν σταματήσει στις 02:00 και κατέβασαν τα τμήματα στα αποβατικά σκάφη. Στις 06:30 τα τμήματα αποβιβάζονταν στις ακτές Utah και Omaha. Οι Βρετανοί αποβιβάζονταν στο δικό τους τομέα στις 07:30. Από την άλλη πλευρά οι Γερμανοί είχαν λάβει τις θέσεις μάχης από τις 04:00, όταν ήδη τα βομβαρδιστικά προσέβαλαν τους αμμόλοφους και τις θέσεις μάχης τους.
Στην Utah, τα αποβατικά σκάφη αποβιβάστηκαν από λάθος 1 1/2 μίλι πιο μακριά, και φάνηκαν τυχερά γιατί συνάντησαν μικρότερη αντίσταση από την αναμενόμενη.
Ο ταξίαρχος Roosvelt αποβιβάστηκε με τα πρώτα κύματα της 4ης μεραρχίας και ήταν ο πρώτος ανώτατος αξιωματικός που πατούσε στις 06:39 το πόδι του στην ευρωπαϊκή ακτή. Έχοντας μελετήσει το έδαφος και βλέποντας από πρώτο χέρι την κατάσταση, οδήγησε τη μεραρχία του ώστε να έχει τη μικρότερη αντίσταση και στις 13:00 συναντήθηκε με τους αλεξιπτωτιστές της 101ης μεραρχίας. Από την ακτή Omaha όμως τα νέα δεν ήταν ευχάριστα. Τα αποβατικά σκάφη κακοπάθησαν πάνω στα βράχια.
Τα περισσότερα αμφίβια άρματα δεν άντεξαν στη θάλασσα, αφού είχαν δοκιμαστεί σε ήρεμα νερά και βυθίστηκαν (έφθασαν στην ακτή 2 από τα 29).
Αλλά και στις περιπτώσεις που τα LST αποβίβασαν τα άρματα στην ακτή, η αντιαρματική άμυνα και τα πυροβόλα των 88 χιλ. τα ακινητοποιούσαν. Οι φωλιές των πολυβόλων που είχαν κατασκευαστεί στη βραχώδη ακτή θέριζαν τους πεζούς. Ο Ρόμελ είχε περάσει από αυτή την ακτή το Μάρτιο και δεν είχε μείνει ευχαριστημένος από την οχύρωση.
Στη συνέχεια, οι εντατικές εργασίες οχύρωσης που ακολούθησαν έδωσαν στους Γερμανούς το ποθούμενο αποτέλεσμα. Έτσι, η επίλεκτη 352η μεραρχία πεζικού των Αμερικανών, που περίμενε να βρει ένα παλιό σύνταγμα μπροστά της, ήρθε αντιμέτωπη με μια μεραρχία από έμπειρους πολεμιστές του Ανατολικού μετώπου και με οκτώ αντί για τέσσερα τάγματα.
Το μεσημέρι η κατάσταση είχε γίνει ανησυχητική, και οι μόνοι Αμερικανοί που είχαν κατορθώσει να βγουν στην ακτή ήταν ο συνταγματάρχης Canham, διοικητής του 116 συντάγματος, ο ταξίαρχος Cota, υποδιοικητής της 1ης μεραρχίας και λίγοι στρατιώτες. Ο στρατηγός Bradley, από το πλοίο Agusta, άρχισε να σκέφτεται ακόμη και την οπισθοχώρηση στα πλοία, που για τους γνωρίζοντες αποτελεί την έσχατη λύση και συνήθως οδηγεί σε μεγαλύτερη αιματοχυσία.
Οι δύο αξιωματικοί που προαναφέρθηκαν μάζεψαν όσους στρατιώτες μπορούσαν και με μπανκαλοτορπίλες (σιδερένιοι σωλήνες με εκρηκτικά για διάσπαση συρματοπλεγμάτων, ναρκοπεδίων και καταστροφή πολυβολείων) και εκρηκτικά άρχισαν να κόβουν τα συρματοπλέγματα και να ανοίγουν διαδρόμους. Συγχρόνως άρχισαν πυρά ναυτικού πυροβολικού στα πυροβολεία των ακτών, παρά τον κίνδυνο να χτυπηθούν τα φίλια τμήματα.
Τις απογευματινές ώρες, οι Γερμανοί βρέθηκαν με ελάχιστα πυρομαχικά και αναγκάστηκαν να αναδιπλωθούν πίσω από τους αμμόλοφους, με την ελπίδα ότι θα συναντούσαν τα άρματα μάχης των εφεδρειών. Με το τέλος της ημέρας, είχε καταληφθεί στη περιοχή της Omaha προγεφύρωμα βάθους ενός μιλίου, ενώ σύμφωνα με τη σχεδίαση, οι Σύμμαχοι έπρεπε να έχουν φθάσει σε βάθος 5 μιλίων.
Μεταξύ των ακτών Utah και Omaha, βρίσκεται μια πολύ απότομη ακτή, η Pointe du Hoc, η κατάληψη της οποίας είχε ανατεθεί στο 2ο τάγμα Rangers. Καλά προετοιμασμένοι αυτοί, μετέφεραν σκάλες πυροσβεστών με γάντζους, και από τις 07:00 άρχισαν τις προσπάθειες αναρρίχησης στο βράχο, με την υποστήριξη του ναυτικού πυροβολικού πάνω από τα κεφάλια τους. Οι Rangers κατόρθωσαν τελικά να καταλάβουν το βράχο, αλλά για δύο μέρες δέχονταν αντεπιθέσεις από γερμανικά τμήματα.
Η μάχη στο βρετανικό και τον καναδικό τομέα
Η απόβαση από τους Βρετανούς και τους Καναδούς άρχισε στις 07:30 λόγω των δυσκολιών στις ακτές. Η 2η βρετανική στρατιά είχε τρεις μεραρχίες, την 50η στην ακτή Gold, την 3η καναδική στην ακτή Juno και την 3η βρετανική στην ακτή Sword, καθεμία με δύο ταξιαρχίες εμπρός και δύο που ακολουθούσαν σε μικρή απόσταση. Ο αντικειμενικός σκοπός της ημέρας ήταν η περιοχή της Bayeux-Caen. Στην ακτή Gold, η 50η μεραρχία, παρά την σκληρή αντίσταση, κατόρθωσε γύρω στις 11:00 να ανοίξει το δρόμο και να φτάσει κοντά στην Bayeux και λίγα μίλια από τον αμερικανικό τομέα.
Το βράδυ, η 50ή είχε δημιουργήσει προγεφύρωμα 6×6 μιλίων και είχε θέσει υπό τον έλεγχό της τον στρατηγικής σημασίας δρόμο Caen-Bayeux, απαγορεύοντας τη μεταφορά των γερμανικών ενισχύσεων. Στην ακτή Juno, οι Καναδοί είχαν να αντιμετωπίσουν δυσκολίες λόγω των βράχων στην ακτή και του βάθους της θάλασσας.
Λόγω της αρχικής καθυστέρησης, οι ακολουθούσες δυνάμεις αποβιβάστηκαν σχεδόν στον ίδιο χρόνο με τις δυνάμεις της πρώτης φάσης, και δημιουργήθηκε συνωστισμός στις ακτές. Μέχρι το βράδυ, το προγεφύρωμα είχε φθάσει τους αντικειμενικούς σκοπούς που είχαν σχεδιαστεί και είχε διαστάσεις 6×8 μίλια, ενώ δυο τάγματα ήταν σε απόσταση 3 μιλίων από την Caen.
Στην ανατολική ακτή Sword, η 3η βρετανική μεραρχία στόχευε στην πόλη της Caen. Μέχρι το μεσημέρι, τα περισσότερα άρματα είχαν αποβιβαστεί και οι Γάλλοι κομάντος που ήταν ενταγμένοι στη μεραρχία συνενώθηκαν με τους Βρετανούς αλεξιπτωτιστές της 6ης μεραρχίας. Τα τμήματα πλησίασαν την Caen, σε απόσταση τριών μιλίων. Όμως ο φόβος για αυτόν τον τομέα οφειλόταν στις εφεδρείες των Γερμανών, που τις αποτελούσαν η 21η τεθωρακισμένη μεραρχία και η 12η SS Panzer Division.
Όπως προαναφέρθηκε, τη γερμανική εφεδρεία αποτελούσαν έξι μεραρχίες τεθωρακισμένων. Οι τρεις υπάγονταν στον Ρόμελ και οι υπόλοιπες τρεις ήταν στρατηγικές εφεδρείες που δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν χωρίς την άδεια του ίδιου του Χίτλερ.
Η χρήση των γερμανικών εφεδρειών
Τη σύγχυση που δημιουργούσε η περιπλοκότητα της υπαγωγής των εφεδρειών συμπλήρωσε, την ημέρα της απόβασης, η απουσία τριών σημαντικών διοικητών, του Ρόμελ που βρισκόταν στο σπίτι του στην Ulm και ετοιμαζόταν να επισκεφθεί τον Χίτλερ, του Dolmann (διοικητή της 7ης στρατιάς) που είχε μεταβεί να παρακολουθήσει άσκηση στη Rennes και του Sepp Dietrich (διοικητή του 1ου σώματος τεθωρακισμένων SS) που ήταν στις Βρυξέλλες. Το απόγευμα ο Ρόμελ επέστρεψε, αλλά ήταν αργά.
Η 21η τεθωρακισμένη μεραρχία ήταν η κοντινότερη εφεδρεία στη περιοχή της Caen. Στις 18:45 ο Ρόμελ διέταξε τηλεφωνικά να διατεθεί η μεραρχία αυτή στην 7η στρατιά, η οποία με τη σειρά της τη διέταξε μετά τις 20:00 να κινηθεί εναντίον των αεραγημάτων της 6ης βρετανικής αερομεταφερόμενης. Καμία άλλη τεθωρακισμένη δύναμη δεν ήταν διαθέσιμη στη περιοχή, καθώς ο Ρούνστεντ περίμενε μέχρι τις 16:00 να ενημερωθεί ο Χίτλερ και να διατάξει τη διάθεσή τους. Μετά τις 20:30, η 21η μεραρχία, που είχε καλή φήμη στα πλαίσια του Afrikakorps, διατάχθηκε να περάσει τον ποταμό Orne και να επιτεθεί μεταξύ Caen και Bayeux.
Όμως οι περισσότερες μονάδες είχαν διατεθεί ήδη για αντιμετώπιση των αεραγημάτων και η αντεπίθεση έγινε μόνο με το 22ο σύνταγμα τεθωρακισμένων, που διοικούσε ο συνταγματάρχης φον Μπρονικόφσκι, χρυσός ολυμπιονίκης στην ιππασία στους Ολυμπιακούς του Μονάχου.
Οι Βρετανοί είχαν προλάβει να τοποθετήσουν τα αντιαρματικά και, στη σκληρή μάχη που ακολούθησε, από τα 50 γερμανικά άρματα χάθηκαν 16 και η επίθεση ανακόπηκε.
Στη συνέχεια προσβλήθηκαν από τη συμμαχική αεροπορία τα άρματα της 12ης τεθωρακισμένης μεραρχίας, που είχαν σταλεί να ενισχύσουν την 21η αλλά καθυστερούσαν συνεχώς γιατί αναγκάζονταν να αποφεύγουν τη συμμαχική Αεροπορία, και τελικά έμειναν από καύσιμα. Όμως η γερμανική αντεπίθεση ανέβαλε την κατάληψη της Caen, η οποία καθυστέρησε για ένα μήνα.
Τα επιτεύγματα της πρώτης ημέρας
Με τη δύση του ηλίου, τα τμήματα και από τις δύο πλευρές σταμάτησαν τον αγώνα εξαντλημένα. Τότε άρχισε η εντατική δουλειά της συμμαχικής αεροπορίας, που έριχνε φωτιστικές βόμβες για να εντοπίσει τυχόν κινήσεις των γερμανικών εφεδρειών. Ό,τι κινούνταν προσβαλλόταν από την αεροπορία που είχε απόλυτη υπεροχή. Στη διάρκεια της ημέρας μόνο τρία γερμανικά αεροσκάφη FW-190 τόλμησαν να φανούν, και απομακρύνθηκαν γρήγορα από τα συμμαχικά.
Από πλευράς Ναυτικού, βυθίστηκε μόνο ένα νορβηγικό αντιτορπιλικό από γερμανικά τορπιλοβόλα. Τα μεσάνυχτα είχαν αποβιβαστεί 72.000 Βρετανοί και Καναδοί και 57.000 Αμερικανοί και επιπλέον 15.000 Αμερικανοί αερομεταφερόμενοι και 7.900 Βρετανοί –συνολικά 155.000 άντρες– ενώ άρχιζε η αποβίβαση της 29ης και 90ης αμερικανικής μεραρχίας και της 51ης και 7ης τεθωρακισμένης βρετανικής.
Όμως οι αντικειμενικοί σκοποί δεν είχαν καταληφθεί στο βαθμό που είχε σχεδιαστεί. Οι Αμερικανοί δεν είχαν συνενωθεί με τους Βρετανούς και δεν είχε επιτευχθεί η συνένωση όλων των σημείων του προγεφυρώματος. Επίσης δεν είχαν καταληφθεί η Caen και το αεροδρόμιό της. Παρ’ όλα αυτά η Ευρώπη αγαλλίασε.
Τα νέα διαδόθηκαν, η ελπίδα για γρήγορη απελευθέρωση αναπτερώθηκε και η γαλλική Αντίσταση (Μακί) ενέτεινε τα σαμποτάζ στην κατεχόμενη Γαλλία. Οι απώλειες των Συμμάχων την πρώτη ημέρα ήταν 2.000 νεκροί και 9.000 τραυματίες.
Η κατάληψη της Caen, που προβλεπόταν για την πρώτη ημέρα, θα καθυστερούσε μέχρι την 8η Ιουλίου (D+32) λόγω της αυξανόμενης γερμανικής αντίστασης. Το Χερβούργο, του οποίου το λιμάνι ήταν απαραίτητο για την υποστήριξη των δυνάμεων, καταλήφθηκε την 25η Ιουνίου (D+20).
Οι εξαιρετικά αντίξοες καιρικές συνθήκες που ακολούθησαν, και ειδικά την 16η Ιουνίου, καταστρέφοντας το τεχνητό λιμάνι στη St. Laurent και δημιουργώντας ζημιές στο άλλο στην Arromanches (μόλις τρεις μέρες μετά την κατασκευή τους), προκάλεσαν καθυστέρηση στον ανεφοδιασμό των δυνάμεων. Οι γερμανικές εφεδρείες καταστράφηκαν την 20ή Αυγούστου με τη μάχη της Falaise, οπότε ουσιαστικά τελειώνει και η μάχη της Νορμανδίας. Το Παρίσι απελευθερώνεται την 25η Αυγούστου.
Από ελληνικής πλευράς συμμετείχε στην απόβαση η φρεγάτα «Κριεζής» και ορισμένα εμπορικά πλοία.
Καθοριστικά για την έκβαση της συμμαχικής επιτυχίας της πρώτης ημέρας ήταν η έλλειψη πληροφοριών των γερμανικών υπηρεσιών πληροφοριών, η αεροπορική και ναυτική υπεροχή των Συμμάχων, η υπαγωγή των γερμανικών εφεδρειών στο Χίτλερ και οι δισταγμοί για τη χρησιμοποίηση της 21ης μεραρχίας, με καθυστέρηση 8 ωρών μετά την ειδοποίησή της, και μάλιστα με το 1/3 της δύναμής της.