Οι δημοσκοπήσεις το τελευταίο διάστημα δείχνουν ότι το Νο1 πρόβλημα που απασχολεί τους πολίτες της χώρας είναι η ακρίβεια. Σύμφωνα επίσης με μετρήσεις του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, 6 στα 10 νοικοκυριά (60,7%) δήλωσαν ότι το μηνιαίο εισόδημά τους δεν επαρκεί για όλον το μήνα. Επαρκεί μεσοσταθμικά για 19 ημέρες. (Δείτε εδώ)
Όπως δημοσιεύτηκε σε πρόσφατη μέτρηση του ΕΡΓΑΝΗ σχετικά με τις συνθήκες εργασίας που επικρατούν στην Ελλάδα το έτος 2023, προκύπτει ότι οι εργαζόμενοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου είναι 2.296.845, ενώ επειδή ορισμένοι από τους προαναφερόμενους κατέχουν περισσότερες από μία θέση εργασίας, προκύπτει ότι ο αριθμός των εργαζομένων που απασχολούνται σε θέσεις εργασίας ανέρχονται σε 2.419.220. Διαπιστώνεται λοιπόν, ότι 122.375 άτομα απασχολούνται σε περισσότερες από μία επιχειρήσεις.
Το 2022 αντίστοιχα, σύμφωνα με τα καταγεγραμμένα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ», προκύπτει ότι οι εργαζόμενοι (ως φυσικά πρόσωπα) με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ανέρχονταν σε 2.249.599, ενώ ο αριθμός των εργαζομένων που απασχολούνταν σε θέσεις εργασίας ανέρχονταν σε 2.361.342 (σύνολο καλυμμένων θέσεων εργασίας).
Από τη σύγκριση των στοιχείων των δύο τελευταίων ετών, προκύπτει ότι κατά το έτος 2023, ο αριθμός των εργαζομένων που απασχολούνται με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, είναι μεγαλύτερος -συγκριτικά με το έτος 2022- κατά 47.246 νέες θέσεις εργασίας, παρουσιάζοντας σε ετήσια βάση αύξηση κατά 2,10%. Δείτε αναλυτικά και εδώ.
Τι συμβαίνει με τους μισθούς – Σε δύο εργασίες για να αντιμετωπίσουν την ακρίβεια
Σύμφωνα με την ίδια έρευνα του ΕΡΓΑΝΗ που κινείται κυρίως στον ιδιωτικό τομέα, ο δείκτης μισθολογικού κόστους στο Β’ τρίμηνο 2023 βρίσκεται στο 106,9, που σημαίνει ότι ο ονομαστικός μισθός έχει αυξηθεί κατά 6,9% σε σχέση με το Α’ τρίμηνο 2021.
Στο ίδιο χρονικό διάστημα, ο γενικός δείκτης τιμών βρίσκεται στο 116,1 και ο δείκτης τιμών ειδών διατροφής στο 125,5, δηλαδή ο πρώτος έχει αυξηθεί κατά 16,1% και ο δεύτερος κατά 25,5%. Είναι προφανές ότι η αύξηση του ονομαστικού μισθού υπολείπεται σημαντικά από την αύξηση των τιμών.
Όπως προκύπτει λοιπόν από επίσημα στοιχεία, είναι υψηλό το ποσοστό των εργαζομένων που απασχολούνται σε δύο εργασίες, ενώ παράλληλα μειώνεται η αγοραστική δύναμη του μισθού αισθητά, παρότι τα ποσά αυξάνονται.
Αποτέλεσμα αυτής της τάσης που καθορίζεται από την ταχύτερη αύξηση των τιμών σε σχέση με τον ονομαστικό μισθό, είναι οι πολίτες να δυσκολεύονται να βγάλουν το μήνα, να στερούνται ακόμη και βασικά αγαθά πρώτης ανάγκης, καθώς προχωρούν σε περιορισμό της κατανάλωσης σε υπηρεσίες και αγαθά.
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι ο πραγματικός μισθός σε όρους γενικού δείκτη (κόκκινη γραμμή), δηλαδή σε όρους ενός αντιπροσωπευτικού «καλαθιού» αγαθών και υπηρεσιών, βρίσκεται στο 92 κατά το Β’ τρίμηνο του 2023 από 100 κατά το Α’ τρίμηνο του 2021, δηλαδή έχει μειωθεί 8%.
Ακόμα πιο έντονη είναι η μείωση του πραγματικού μισθού σε όρους ειδών διατροφής, αφού βρίσκεται στο 85,1, δηλαδή η μείωση φτάνει το 14,9%.
Με άλλα λόγια, οι μισθωτοί μπορούν να αγοράσουν 8% λιγότερα αγαθά και, αν ξόδευαν ολόκληρο τον μισθό τους σε τρόφιμα, θα μπορούσαν να αγοράσουν 14,9% λιγότερα τρόφιμα.
Αιτία για αυτές τις καταναλωτικές κινήσεις των πολιτών της χώρας, τον περιορισμό δηλαδή της κατανάλωσης, είναι και ο καταμερισμός της μισθολογικής κλίμακας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε το ΕΡΓΑΝΗ στη δημοσιότητα, από 501 ευρώ έως 600 ευρώ ήταν οι μηνιαίες αποδοχές για 77.145 εργαζόμενους (3,36%) ενώ 54.505 εργαζόμενοι (2,37%) είχαν μισθό από 601 ευρώ έως 700 ευρώ. Παράλληλα 293.928 εργαζόμενοι (12,80%) λάμβαναν μισθό από 701 ευρώ έως 800 ευρώ.
Το ποσό του μισθού για 193.472 εργαζόμενους (8,42%) κυμάνθηκε από 801 ευρώ έως 900 ευρώ, ενώ για 329.847 εργαζόμενους από 901 ευρώ έως 1.000 ευρώ.
Τα στοιχεία αναφέρουν επίσης πως 1.001 με 1.200 ευρώ έλαβαν 373.163 εργαζόμενοι (16,25%). Από 1.201 έως 1.500 ευρώ ήταν ο μισθός του 11,21% των εργαζομένων δηλαδή 257.574 άτομα.
Ψηλά στη μισθολογική κλίμακα είναι μόνο 208.623 εργαζόμενοι, δηλαδή το 9,08% της χώρας είχαν μηνιαίες αποδοχές από 1.501 ευρώ έως 2.000 ευρώ, ενώ το εύρος του μηνιαίου μισθού κυμάνθηκε από 2.001 ευρώ έως 2.500 ευρώ για 92.565 εργαζόμενους (4,03%).
Τουλάχιστον 48.401 εργαζόμενοι (2,11%) έλαβαν μηνιαίες αποδοχές από 2.501 ευρώ έως 3.000 ευρώ, ενώ τέλος μισθό άνω των 3.000 ευρώ έλαβαν 83.488 εργαζόμενοι (3,63%) στη χώρα.
Όπως προκύπτει δηλαδή από τα επίσημα στοιχεία, μεγάλη μερίδα των εργαζομένων (43,21%) ζουν και εργάζονται με μισθούς κάτω των 1200 ευρώ/μήνα, ενώ μόλις 16,95% βρίσκονται στις υψηλές κλίμακες μισθοδοσίας.
Τα στοιχεία λοιπόν είναι αδιάψευστα και αποδεικνύουν ότι πλέον έχει σφίξει πολύ το ζωνάρι για το μέσο Έλληνα που βλέπει την ακρίβεια να σκαρφαλώνει ψηλά και μάλιστα σε καθημερινή βάση, ενώ την ίδια στιγμή η τσέπη αδειάζει με μεγάλη ταχύτητα και δεν καλύπτονται οι βασικές βιοτικές του ανάγκες.
Για το λόγο αυτό καθίσταται άμεση ανάγκη να υπάρξει αύξηση του κατώτατου μισθού, με στόχο όμως να συμπαρασύρει και τις υπόλοιπες κλίμακες, γεγονός που θα λειτουργήσει ανακουφιστικά προς την κοινωνία, ενώ παράλληλα θα αυξήσει και την κατανάλωση ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο την πραγματική οικονομία, δηλαδή την κίνηση χρήματος στην αγορά, όπως το λέμε απλοϊκά.
Τι συμβαίνει στην Ευρώπη με τους μισθούς – Συγκρατημένη αισιοδοξία
Στις ευρωπαϊκές χώρες τα πράγματα είναι λίγο πιο αισιόδοξα. Για να εξηγήσουμε οι εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό επωφελήθηκαν με διάφορους τρόπους από αυξήσεις στις απολαβές τους την τελευταία δεκαετία, ενώ παράλληλα η αγοραστική τους δύναμη έχει αυξηθεί σε πραγματικούς όρους.
Πιο ευνοημένοι στάθηκαν οι εργαζόμενοι από τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίοι έλαβαν τις μεγαλύτερες πραγματικές ακαθάριστες και καθαρές μισθολογικές αυξήσεις την τελευταία δεκαετία, έστω κι αν ξεκίνησαν από πολύ χαμηλά απόλυτα επίπεδα. Την ίδια ώρα η διάμεση ονομαστική αύξηση στα κράτη μέλη ήταν σχεδόν 11%, σε σύγκριση με 5% το 2022.
Ωστόσο εξαιτίας των υψηλών ποσοστών πληθωρισμού σε ολόκληρη την ΕΕ, αυτές οι υψηλές ονομαστικές αυξήσεις δεν οδήγησαν σε σημαντική αύξηση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, με εξαίρεση ορισμένες χώρες (κυρίως τη Γερμανία και το Βέλγιο).
Σε αυτό το πλαίσιο υψηλού πληθωρισμού, αξίζει να τονιστεί ότι η αγοραστική δύναμη των νόμιμων κατώτατων μισθών οφείλει να λαμβάνει υπόψη το κόστος ζωής.
Η σημαντικότερη αλλαγή στους κανονισμούς περί κατώτατου μισθού ήταν η θέσπιση μηνιαίου νόμιμου κατώτατου μισθού στην Κύπρο.
Ο αντίκτυπος της οδηγίας της ΕΕ στον καθορισμό των εθνικών κατώτατων μισθών είναι μέχρι στιγμής περιορισμένος, καθώς το στάδιο της μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο μόλις ξεκίνησε.
Να σημειώσουμε ότι οι τιμές αναφοράς που ορίζονται στην οδηγία (50% του μέσου και 60% του διάμεσου μισθού) εφαρμόζονται όλο και περισσότερο σε νομοσχέδια ή στόχους (Βέλγιο, Βουλγαρία, Ιρλανδία, Σλοβακία, Ισπανία) και χρησιμοποιούνται για πραγματικές αυξήσεις (Κροατία, Γερμανία), ή αποτελούν τη βάση για αιτήματα συνδικαλιστικών οργανώσεων (Τσεχία, Ελλάδα, Κάτω Χώρες).
Την ίδια ώρα αλλάζουν και οι κανόνες στην εργασία, με τη δοκιμή νέων μορφών εργασίας, όπως την εφαρμογή του τετραήμερου, με πιο πρόσφατη χώρα που μπαίνει σε δοκιμαστική περίοδο εφαρμογής τη Γερμανία, χωρίς μείωση του μισθού, γεγονός που ανοίγει θέσεις εργασίας και δημιουργεί νέες ευνοϊκότερες συνθήκες για το εργατικό δυναμικό καθώς όπου εφαρμόστηκε τα αποτελέσματα κινούνται προς θετική κατεύθυνση, με παράλληλη ενίσχυση της παραγωγικότητας. (Δείτε και εδώ)