Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Το “πράσινο φως” έχει ανάψει η Ουάσιγκτον από τον περασμένο Δεκέμβριο, για την ενεργοποίηση του χρηματοδοτικού εργαλείου Στρατιωτικής Χρηματοδοτήσεως Αλλοδαπής (FMF) στην περίπτωση της Ελλάδας. Αρχική ενημέρωση, αναφέρεται στην διάθεση 2 δισ. $ μέσω FMF προς την Αθήνα.
Πέραν του γνωστού ειδικού καταπιστευτικού ταμείου Στρατιωτικών Πωλήσεως Αλλοδαπής (FMS), μέσω των FMF το αμερικανικό κράτος δύναται να χορηγεί είτε δάνεια υπό καθεστώς ευνοϊκών όρων (FMF Loans) είτε ακόμη και δωρεάν χρηματοδότηση (FMF Grant). Ο μηχανισμός των FMF απευθύνεται σε συμμάχους αποκλειστικώς για προμήθειες αμερικανικής προελεύσεως αμυντικού υλικού.
Όπως έχει γράψει ο ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ από το 2020, το ζήτημα των FMF είχε παρουσιάσει στο τραπέζι το ΓΕΕΘΑ, στο πλαίσιο καταλόγου προτάσεων παρουσιάσεως ως ελληνικών αιτημάτων “ανταποδόσεως” στο πλαίσιο της υπό επεξεργασία τότε, ανανεώσεως της MDCA με τις ΗΠΑ. Ο κατάλογος που υποβλήθηκε τότε αρμοδίως στον ΥΕΘΑ, περιελάμβανε και αίτημα παραχωρήσεως FMF ύψους 3 δισ. $ ετησίως και παραχώρηση πλεονάζοντος υλικού ύψους 3 δισ. $.
Η MDCA υπεγράφη τον Οκτώβριο του 2021 και έκτοτε οι δύο χώρες συνέσφιξαν θεαματικά την αμυντική συνεργασία τους με εμβληματικές κινήσεις, η στρατηγική αξία των οποίων ανεδείχθη σε απόλυτο βαθμό με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022. Όσοι γνώριζαν τις διαδικασίες και τα δεδομένα, υποστήριζαν ότι μια στρατηγική σχέση δεν είναι κάτι που αποτυπώνεται απλώς με υπογραφές σε ένα χαρτί και υπερβολικές απαιτήσεις αλλά και μια υπόθεση η οποία καλλιεργείται διαρκώς, πείθοντας ο ένας τον άλλον για προθέσεις και δυνατότητες. Αυτό γίνεται μέχρι σήμερα σε επίπεδο αμυντικής – στρατιωτικής συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ.
Το ζήτημα των FMF παρέμενε “εν υπνώσει”, κυρίως επειδή σε πολιτικό επίπεδο η Ελλάδα ανήκει σε χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου και απαιτούνται λεπτοί χειρισμοί νομοθετικής φύσεως, πέραν της θετικής προδιαθέσεως. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, η Ελλάδα έχει εξαιρεθεί από το ευνοϊκό πλαίσιο χορηγήσεως FMF. Εν τούτοις, ένα ζήτημα πρέπει και να τίθεται στον κατάλληλο χρόνο και με τον κατάλληλο τρόπο, ώστε να επανέρχεται και να ενεργοποιούνται οι διαδικασίες ή να επιταχύνεται η υλοποίησή τους.
Ο κατάλληλος χρόνος και τρόπος, προέκυψε το διάστημα 11-17 Ιουλίου 2022, στο οποίο έλαβε χώρα η επίσημη επίσκεψη του Α/ΓΕΕΘΑ Στρατηγού Κωνσταντίνου Φλώρου στην Ουάσιγκτον. Η επίσκεψη, όπως και του ΥΕΘΑ, είχε καθυστερήσει, λόγω των εκτάκτων μέτρων που επιβλήθηκαν στις μετακινήσεις παγκοσμίως, προς αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού. Υπενθυμίζεται ότι όταν το ΓΕΕΘΑ έθεσε την πρόταση για FMF, η κυβέρνηση δεν είχε προβεί ακόμη στην εντυπωσιακή αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών, αφού και το 2020 είχαν εγκριθεί πιστώσεις της τάξεως των 500 εκατ. €, δηλαδή όπως και στα προηγούμενα έτη. Αυτό δεν είχε γίνει αντιληπτό από μεγάλη μερίδα, με αποτέλεσμα κάποιοι τότε να αντιμετωπίσουν… “επιπόλαια” την πρόταση του ΓΕΕΘΑ.
Προετοιμάζοντας το πρόγραμμα της επισκέψεώς του στην Ουάσιγκτον, ο Α/ΓΕΕΘΑ ζήτησε από την ελληνική πρεσβεία στην Ουάσιγκτον να περιληφθεί συνάντηση και μετά της υφυπουργού Εξωτερικών Jessica Lewis, αρμοδίου για Πολιτικοστρατιωτικές Υποθέσεις. Η συνάντηση έλαβε χώρα στις 13 Ιουλίου και εκεί ο Στρατηγός Φλώρος μετέφερε ευθέως το αίτημα για συμπερίληψη της Ελλάδας στα FMF. Ο προσεκτικά δομημένος τρόπος μεταφοράς του αιτήματος και η επιχειρηματολογία που ξεδιπλώθηκε για τα FMF, προκάλεσαν αίσθηση και η Αμερικανίδα αξιωματούχος ζήτησε άμεσα γραπτώς διατυπωμένη την ελληνική θέση.
Πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο Α/ΓΕΕΘΑ δεν παρουσίασε παρά την γραμμή που μεταφέρεται παγίως στις ΗΠΑ από τον πρωθυπουργό ή τους υπουργούς Εξωτερικών και Εθνικής Αμύνης, η οποία υποστηρίζει πως διασφάλιση των συμφερόντων της Δύσεως και του ΝΑΤΟ στην περιοχή, προϋποθέτει μεταξύ άλλων και την αναβάθμιση των αμυντικών δυνατοτήτων της χώρας, ώστε να μπορεί να εγγυάται εμπράκτως την ειρήνη, ασφάλεια και σταθερότητα. Απλώς ο Στρατηγός Φλώρος έθεσε και πάλι με την δέουσα βαρύτητα λόγου, το θέμα των FMF ως αποφασιστικής σημασίας μηχανισμό ενισχύσεως των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Οι εξελίξεις, έδειξαν ότι η κρούση αυτή, “ξεκλείδωσε” τα FMF για την Ελλάδα, έπειτα από 30 και πλέον έτη!
Λίγους μήνες αργότερα, το φθινόπωρο, η Αθήνα ενημερώθηκε ότι εξετάζεται πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο χορηγήσεως σημαντικού ύψους FMF λόγω της ελληνικής στάσεως στην ρωσική εισβολή στην Ουκρανία κι ως ένδειξη εκτιμήσεως του σταθεροποιητικού ρόλου της Αθήνας στην περιοχή αλλά ειδικώς της εξυπηρετήσεως των στόχων της Συμμαχίας για την αμυντική θωράκισή της. Λίγο πριν την εκπνοή του 2022, τον Δεκέμβριο, ελήφθη ενημέρωση από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ (που έχει την αρμοδιότητα εγκρίσεως) για την έγκριση διαθέσεως 2 δισ. $ ως FMF με μηδενικό διοικητικό και διαχειριστικό κόστος. Σημειώνεται ότι όταν το καλοκαίρι ο Α/ΓΕΕΘΑ έκανε την κρούση, τα διαθέσιμα FMF ήταν πολύ μεγαλύτερα αλλά στο μεταξύ αποφασίστηκε η κατανομή τους και σε άλλες συμμαχικές χώρες. Ένα σημείο που έχει ιδιαίτερη σημασία ίσως, είναι ότι η αμερικανική πλευρά ζήτησε από την ελληνική να εκφράσει τις απαιτήσεις της σε εξοπλισμούς, χωρίς ιδιαίτερες προϋποθέσεις ή τις συνήθεις “συστάσεις” για παράλληλη απόσυρση των ανατολικής προελεύσεως οπλικών συστημάτων που υπηρετούν με τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.
Τα FMF Loans αφορούν στην ουσία μακροχρόνιο δανεισμό, με ευνοϊκό πλαίσιο λόγω της αποπληρωμής σε βάθος 12 ετών και με χαμηλότοκο επιτόκιο, ίδιο με τα ισχύοντα στην αμερικανική αγορά ενώ παρεμβάλεται και ένα έτος χωρίς επιβάρυνση. Φυσικά, επειδή πρόκειται για δάνειο, η χώρα αποδέκτης πρέπει να το υπολογίσει στον προϋπολογισμό της και αυτό το στάδιο επεξεργασίας από το οικονομικό επιτελείο της κυβερνήσεως είναι που εκκρεμεί ακόμη, ώστε να γίνει αποδεκτό το δάνειο FMF. Σημειώνεται ότι την ίδια περίοδο, η Ουάσιγκτον ενέκρινε δάνειο FMF Loan ύψους 2 δισ. $ στην Ταιβάν.
Έκτοτε, οι διμερείς συζητήσεις βρίσκονται σε εξέλιξη. Ενδεικτικώς, η απόφαση παραχωρήσεως FMF απετέλεσε μέρος της ατζέντας που συζήτησε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονυ Μπλίνκεν κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα στις 20-21 Φεβρουαρίου 2023. Παρά το ότι η συγκεκριμένη εξέλιξη θέτει επί νέας βαθύτερης βάσεως τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις και δημιουργεί μία “ειδική σχέση” στην οποία λίγα κράτη έχουν το προνόμιο να ενταχθούν, η προοπτική των εκλογικών αναμετρήσεων στην Ελλάδα μεταθέτει τις οριστικές αποφάσεις από την Αθήνα για την μετεκλογική περίοδο. Ωστόσο, οι εξελίξεις είναι δεδομένες και μόνο κάτι “στραβό” από ελληνικής πλευράς μπορεί να τις εμποδίσει.
ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ