Το 1824 η Ελληνική επανάσταση περνούσε μια από τις χειρότερες χρονιές της. Είχε σχεδόν εκφυλιστεί και αναλωθεί σε τοπικούς και όχι μόνο εμφυλίους πολέμους μεταξύ των Ελλήνων.
Την ίδια στιγμή ο σουλτάνος Μαχμούτ ο Β΄ είχε αποφασίσει να βγάλει μια και καλή το καρφί που είχε μπει στο μάτι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και να καταστείλει την επανάσταση των Ελλήνων.
Για το λόγο αυτό ζήτησε τη συνδρομή του βαλή της Αιγύπτου του τρομερού Μεχμέτ Αλή, ο οποίος παρεμπιπτόντως είχε γεννηθεί στην Καβάλα η οποία όμως τότε ήταν Οθωμανική περιοχή.
Από μια κλωστή
Ο Μεχμέτ Αλή, ανταποκρίθηκε στην πρόταση του σουλτάνου και έστειλε τον γιο του Ιμπραήμ με ισχυρό στρατό και στόλο να υποτάξει την επαναστατημένη Ελλάδα. Και σχεδόν τα είχε καταφέρει. Η επανάσταση κρεμόταν από μια κλωστή.
Στην Πελοπόννησο ο στρατός του Ιμπραήμ δεν άφησε πέτρα όρθια ενώ ο Αιγυπτιακός στόλος κατέπνιξε την επανάσταση στην Κρήτη. Τελικά στις 12 Ιουνίου του 1824, λίγο πριν χαθούν όλα, οι Έλληνες επιβάλλουν μια προσωρινή παύση του εμφυλίου τους και στρέφονται στον κίνδυνο που απειλούσε την ύπαρξη τους.
Εκτός από την επανάσταση που έπρεπε να κατασταλεί στην Πελοπόννησο και τα νησιά, έπρεπε να ηττηθεί και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Για το λόγο αυτό ο Δερβίς Πασάς με ένα τεράστιο ασκέρι εκστράτευσε εναντίον της Στερεάς Ελλάδας.
Έστησε το στρατηγείο του στη Γραβιά και από εκεί ανέθεσε στους αξιωματικούς του να πραγματοποιήσουν εκστρατευτικές επιχειρήσεις εναντίον διαφορετικών επαναστατικών εστιών της Στερεάς. Ο Ομέρ Πασάς της Καρύστου ανέλαβε την εκστρατεία κατά της Αττικής.
Η Αττική
Ο Ομέρ Πασάς ξεκίνησε να πνίξει στο αίμα την Αττική, με πολυάριθμο στρατό. Την ίδια στιγμή η Ελληνική κυβέρνηση πρόλαβε και τοποθέτησε οπλαρχηγούς με τα στρατιωτικά τους σώματα σε καίρια σημεία της Στερεάς Ελλάδας, ώστε να τον παρενοχλούν και εάν είναι δυνατόν να ανακόψουν την πορεία του.
Ένας από αυτούς τους οπλαρχηγούς ήταν ο 33χρονος Γιάννης Γκούρας. Ένας τετραπέρατος άνδρας, μέλος της Φιλικής Εταιρίας που άνηκε στην ομάδα του αρματολού Πανουργιά και στη συνέχεια στην ομάδα του Οδυσσέα Ανδρούτσου.
Ο Ομέρ πασάς έθεσε άμεσα σε εφαρμογή το σχέδιο του και στις αρχές Ιουλίου αποβίβασε στον Ωρωπό 3.000 άνδρες εκ των οποίων οι 2 χιλιάδες ήταν γενίτσαροι και οι υπόλοιποι απλοί στρατιώτες, ιππικό και πυροβολικό.
Η μάχη του Μαραθώνα
Η οθωμανική δύναμη στρατοπέδευσε στο Καπανδρίτι και άρχισε να λεηλατεί και να τρομοκρατεί την περιοχή σε καθημερινή βάση. Τότε ο Γκούρας αν και διέθετε μόλις 600 άνδρες αποφάσισε να επιτεθεί και να μην αφήσει τον Ομέρ πασά να φτάσει στην Αθήνα.
Το βράδυ της 2ας Ιουλίου έκανε τη διαθήκη του και το πρωί ξεκίνησε από την πόλη των Αθηνών για να αντιμετωπίσει τον Οθωμανικό στρατό. Μαζί του είχε τους οπλαρχηγούς Πρεβεζάνο, Μαμούρη και Ρούκη.
Ο Γκούρας κινήθηκε προς τον Μαραθώνα και ταμπουρώθηκε στο τείχος που βρισκόταν στην κορυφή του λόφου της πεδιάδας. Ήταν κάτι περισσότερο από σίγουρος ότι ο Ομέρ πασάς και το στράτευμα του θα περνούσαν από εκεί. Έστησε καρτέρι και περίμενε.
Στις 5 Ιουλίου εμφανίσθηκε η εμπροσθοφυλακή των Οθωμανών. Την επόμενη μέρα που έφτασε όλο το στράτευμα ο Ομέρ πασάς αποφάσισε να διαλύσει τη μικρή ομάδα των «γκιαβούρηδων» που του έκλειναν το δρόμο προς την πόλη των Αθηνών.
Μετά από έναν σύντομο βομβαρδισμό του τείχους που ήταν οι Έλληνες, επιτέθηκαν οι φοβεροί και τρομεροί γενίτσαροι (το σώμα των γενιτσάρων επί Μαχμούτ του Β΄ βρισκόταν πλέον στην πλήρη παρακμή, ωστόσο συμμετείχε στον Οθωμανικό στρατό).
Πανωλεθρία. Οι Έλληνες όχι μόνο δεν τρομοκρατήθηκαν από τη θέα των γενιτσάρων αλλά παρέμειναν στη θέση τους και τους αντιμετώπισαν. Ύστερα από σύντομη μάχη οι γενίτσαροι υποχώρησαν και αποχώρησαν από το πεδίο.
Ο Ομέρ πασάς, διέκρινε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και συγκέντρωσε τους γενίτσαρους για να τους μιλήσει και να τους ενθαρρύνει. Τους είπε ότι ανήκουν στον πιο τιμημένο στράτευμα των Οθωμανών και τους θύμισε τα κατορθώματα του παρελθόντος (το οποίο όμως είχε περάσει ανεπιστρεπτί).
Στην ανάπαυλα και ο Γκούρας επιχείρησε με λόγια φλογερά να εξυψώσει το ηθικό των Ελλήνων. Τους υπενθύμισε ότι η μάχη που δίνουν εκείνη τη στιγμή γίνεται στα ίδια χώματα που ο Μιλτιάδης τσάκισε τους Πέρσες, πριν από δυο χιλιάδες χρόνια. Τους ζήτησε να φανούν αντάξιοι των προγονών τους και να μη διστάσουν καθόλου.
Δεν πέρασαν πολλές ώρες και οι γενίτσαροι επιχείρησαν και δεύτερη επίθεση κατά του τείχους. Και αυτή απέτυχε. Υποχώρησαν ξανά. Τις επόμενες ώρες η μια επίθεση διαδέχονταν την άλλη. Οι Έλληνες κρατούσαν τις θέσεις τους με πείσμα.
Και τότε εμφανίσθηκε ο Διονύσιος Ευμορφόπουλος, ο οπλαρχηγός που ερχόταν με ενισχύσεις από τον Ισθμό της Κορίνθου. Με τις ενισχύσεις να έρχονται οι Έλληνες αναθάρρησαν.
Και όχι μόνο αναθάρρησαν. Ο Γιάννης Γκούρας, με τον οπλαρχηγό του, Ιωάννη Ρούκη και τους άνδρες του, βγήκαν από τα ταμπούρια του τοίχους και όρμησαν κατά των Οθωμανών στην ανοιχτή πεδιάδα.
Εκείνοι τα έχασαν. Πριν προλάβουν να καταλάβουν τι τους χτύπησε, μέτρησαν ήδη 200 νεκρούς. Ανάμεσα τους και ο Ιμπραήμ. Ο αρχηγός των γενίτσαρων. Τα στρατεύματα του Ομέρ πασά υποχώρησαν άτακτα αφήνοντας στο πεδίο της μάχης πλούσια λάφυρα.
Μετά τη μάχη και ενώ η έξαψη και η αδρεναλίνη ήταν στα ύψη ο Γκούρας κόβει τα κεφάλια από 30 Οθωμανούς στρατιώτες και τα στέλνει «πεσκέσι» στην Αθήνα. Μαζί με δυο πολεμικά μπαϊράκια από τον στρατό του Ομέρ που είχαν παρατήσει τρέχοντας να σωθούν.
Ο Ομέρ πασάς με όσους σώθηκαν από τον στρατό του, έτρεξε πίσω στο στρατόπεδο του στο Καπανδρίτι και ταμπουρώθηκε. Ο Γκούρας με τον Ευμορφόπουλο επέστρεψε στην Αθήνα και αμέσως ζήτησε από τους δημογέροντες να κηρύξουν επιστράτευση.
Ήθελε να συγκεντρώσει περισσότερο στρατό για να χτυπήσει μια και καλή τον Ομέρ πασά. Σε λίγες ημέρες συγκεντρώθηκαν 2.000 άνδρες και αμέσως όλοι ξεκίνησαν για το Καπανδρίτι.
Το Κατσιμίδι κατελήφθη και οι Έλληνες έστησαν στρατόπεδο απέναντι από τους Οθωμανούς. Όλα ήταν έτοιμα για την τελική επίθεση. Και οι οιωνοί ήταν καλοί. Ενθουσιασμός και σύνεση στους Έλληνες, διαλυμένο ηθικό στους Οθωμανούς.
Και ενώ όλα ήταν έτοιμα, ήρθε μια είδηση στο στρατόπεδο των Ελλήνων που ματαίωσε την επίθεση. Τακτικός Οθωμανικός στρατός με 8 χιλιάδες στρατιώτες είχε ξεκινήσει από τη Λαμία και ερχόταν στην Αθήνα.
Ο Γκούρας διέταξε να ξεστήσουν το στρατόπεδο και επέστρεψε πίσω στην πόλη για να οργανώσει την άμυνα της…