Δραματικές είναι οι στιγμές στα νοσοκομεία της χώρας, όπου έχουν μεταφερθεί οι σοροί των νέων ανθρώπων που έχασαν την ζωή τους στην ανείπωτη τραγωδία στα Τέμπη. Οι γονείς βιώνουν ένα ατέρμονο μαρτύριο, που θα τους στοιχιώνει για μία ζωή, αυτό της ταυτοποίησης των νεκρών παιδιών τους.
Χθες, ελήφθησαν δείγματα από 25 συγγενείς, τα οποία εστάλησαν σε εργαστήρια της Αθήνας για να αναγνωριστούν ισάριθμες σοροί, ενώ η ίδια διαδικασία αναμένεται να συνεχιστεί και σήμερα. Ωστόσο, μέχρι και χθες το βράδυ, παρέμειναν αταυτοποίητοι 38 νεκροί επιβάτες του μοιραίου τρένου, καθώς είναι δύσκολο να αναγνωριστούν. Οι υγειονομικές αρχές απέρριψαν από την αρχή τη λύση της διά ζώσης αναγνώρισης των σορών, κυρίως για λόγους προστασίας της ψυχικής ισορροπίας των συγγενών. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο επιλέχθηκε σαν λύση η διασταύρωση μέσω του γενετικού υλικού και όχι η αναγνώριση.
«Αποκλείστηκε σαν ενδεχόμενο για να μην δουν συγγενείς τον άνθρωπό τους σε αυτή την κατάσταση»
Σε δηλώσεις της, η γενική γραμματέας Ψυχικής Υγείας, Ζωή Ράπτη, η οποία βρέθηκε στο Νοσοκομείο Λάρισας από την πρώτη στιγμή, εξήγησε πως αυτή η απόφαση πάρθηκε εξ’αρχής.
«Από την αρχή πήραμε την απόφαση ότι στην κατάσταση που ήταν οι σοροί δεν έπρεπε να γίνει επίσκεψη κανενός συγγενούς. Αυτό αποκλείστηκε. Για να μην δουν οι συγγενείς τον άνθρωπό τους σε αυτή την κατάσταση. Και γι’ αυτό τον λόγο η ταυτοποίηση γίνεται με τον τρόπο που σας είπα, μέσω DNA», τόνισε και συμπλήρωσε:
«Βρεθήκαμε δίπλα σ’ αυτούς τους ανθρώπους και μιλήσαμε μαζί τους . Είναι δύσκολες οι ώρες. Είναι από 20 έως 30 ετών σχεδόν οι μισοί από τις 38 σορούς. Είναι οι γονείς τους, είναι ξαδέλφια, αδέλφια, γιατί κάποιοι γονείς δεν μπορούσαν να έρθουν. Φοιτητές είναι οι περισσότεροι,οι οποίοι επέστρεφαν στις σχολές τους μετά το τριήμερο».
«Πατέρας υπέδειξε στο παιδί του να πάρει το τρένο και όχι αυτοκίνητο»
Στο Αμφιθέατρο του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας, όπου περιμένουν οι γονείς, βρίσκονται ειδικά κλιμάκια Ψυχιάτρων και Ψυχολόγων. «Τι να σας πω; Είμαστε όλοι συγκλονισμένοι» εξηγεί η Ζωή Ράπτη και συνεχίζει:
«Υπήρξε πατέρας που δεν άφησε το παιδί του να πάρει το αυτοκίνητο για να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη, για να μην διακινδυνεύσει να οδηγήσει. Του πρότεινε να πάρει καλύτερα το τρένο, γιατί θεώρησε πως είναι πιο ασφαλές για αυτήν την μετακίνηση. Ελπίζω να καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό για έναν πατέρα, ο οποίος δεν άφησε το παιδί του να πάρει το αυτοκίνητο και τον παρότρυνε να πάρει το τρένο. Τι βάρος έχει αυτός ο άνθρωπος κι ας μην φταίει».
Παρόμοια συντριβή και απόγνωση αισθάνονται και οι γονείς, που αναζητούν απελπισμένοι ένα σημάδι ζωής από τα μοναχοπαίδια τους.
«Οι πιο πολύ αυτό ζητούσαν να μάθουν. Αν υπάρχει κάποια ελπίδα, από τα βαγόνια που τουλάχιστον δεν είχαν ακόμη απεγκλωβιστεί άνθρωποι. Υπάρχουν εδώ οικογένειες με μοναχοπαίδια. Και αυτοί οι γονείς που έχουν χάσει το μοναχοπαίδι τους, είναι οι πιο τραγικές φιγούρες. Και αντιμετωπίζουν όλη την κατάσταση με πάρα πολύ μεγάλη αξιοπρέπεια. Ως μητέρα 20χρονου γιου, που είναι μοναχοπαίδι, μου έχει κάνει απίστευτη εντύπωση, η αξιοπρέπεια, η υπομονή και η καρτερία που δείχνουν αυτοί οι άνθρωποι απέναντι σε αυτό το τόσο τραγικό γεγονός. Ο άνθρωποι αυτοί δοκιμάζονται. Βιώνουν μια απώλεια που -κατά την άποψή μου και την άποψη των ψυχολόγων- είναι δυσαναπλήρωτη» ανέφερε η κυρία Ράπτη.
Η ψυχολογία των συγγενών εναλλάσσεται από την ελπίδα στην απογοήτευση
Εννέα κλιμάκια -τα έξι από αυτά αποτελούμενα από Ψυχολόγους, Ψυχίατρο και Κοινωνικούς Λειτουργούς- επιχειρούν από τις 4 τα ξημερώματα της Δευτέρας στα δύο νοσοκομεία της περιοχής, στο Γενικό Νοσοκομείο και το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας.
«Είμαστε εδώ από το πρωί της Δευτέρας στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας, όπου εδώ συγκεντρώνονται όλοι οι συγγενείς των θυμάτων, οι οποίοι έχουν έρθει για να βρουν κάποιο δικό τους ή να ζητήσουν να καταγραφεί το όνομα του ανθρώπου τους ως “αγνοούμενου” για να πάρουν σειρά, ώστε εάν δεν βρεθεί ο δικός τους, να δώσουν DNA ώστε να ταυτοποιηθεί» επεσήμανε η Ζωή Ράπτη.
Η ίδια εξήγησε πως από την πρώτη επαφή τους με αυτούς τους ανθρώπους, τους πήραν τα στοιχεία τους και τους παρείχαν στήριξη συναισθηματική. «Έγινε μια διαχείριση και ευτυχώς δεν χρειάστηκε να τους παρασχεθεί φαρμακευτική υποστήριξη, καθώς μιλώντας με τους ειδικούς μπόρεσαν να εξωτερικεύσουν τη δική τους την αγωνία και να λάβουν υποστήριξη. Έτσι δεν χρειάστηκε και κάποιος μέχρι τώρα να νοσηλευτεί» ανέφερε, σημειώνοντας πως η ψυχολογία των συγγενών εναλλάσσεται από την ελπίδα στην απογοήτευση.
«Χρειάζεται να μιλούν και αυτό προσπαθούμε να τους βοηθούμε να μιλούν. Αυτό τους βοηθάει συναισθηματικά και έρχονται σε μια πιο ήρεμη κατάσταση. Και παράλληλα εξωτερικεύοντας και την θλίψη και την αγωνία τους, τους δίνεται η δυνατότητα να περνούν αυτές τις ατελείωτες ώρες που απαιτείται να περάσουν εδώ. Γιατί είναι πολύ δύσκολο να περιμένεις.. Και για να δώσεις DNA, αλλά και για να περιμένεις τις απαντήσεις» κατέληξε η Ζωή Ράπτη, μιλώντας στο iatropedia.gr.