Μάιος του 1996 και το Μικτό Ορκωτό Κακουργιοδικείο Χαλκίδας καταδικάζει σε 21 χρόνια φυλάκισης τον βιομήχανο, Ιωσήφ Βαγιωνή, για την δολοφονία της ερωμένης του, Ελένης Πίσχου. Την υπεράσπιση του επιχειρηματία ανέλαβε ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος. Η Πρόεδρος του Δικαστηρίου κατηγόρησε τον κ. Λυκουρέζο ότι εισέβαλλε σε ανύποπτο χρόνο στο γραφείο της και απειλώντας την, προσπαθούσε να αλλάξει την τροπή της υπόθεσης.
Το χρονικό της δίκης
Το βράδυ της 18ης Φεβρουαρίου 1994, ο Ιωσήφ Βαγιωνής βρισκόταν στο γραφείο του στην Λυκόβρυση μαζί με την φιλόλογο και ερωμένη του, Ελένη Πίσχου. Λίγη ώρα μετά, κάλεσε τον φύλακα του εργοστασίου “να έρθει πάνω, γιατί κάτι έπαθε η Νέλλη”. Η 33χρονη φιλόλογος ήταν νεκρή.
Δυο μέρες αργότερα, ο Βαγιωνής εμφανίστηκε στην Αστυνομία, ομολογώντας τη δολοφονία. Στην αρχή προφυλακίστηκε, αλλά στη συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος, προκαλώντας την οργή της οικογένειας του θύματος. Η δίκη ξεκίνησε δύο χρόνια μετά, στις 15 Μαρτίου 1996, όπως και η αναπαράσταση του εγκλήματος. Ο βιομήχανος υποστήριξε ότι ήταν αθώος. Στην αρχή δήλωσε πως το μοιραίο συμβάν συνέβη “κατά λάθος“, την ώρα που προσπαθούσαν να αναπαραστήσουν μια σκηνή από την ταινία “Ο Σωματοφύλακας”.
Λίγο αργότερα, ο κατηγορούμενος προέβαλλε μια διαφορετική εκδοχή, λέγοντας πως η Νέλλη Πίσχου “έπεσε μόνη της πάνω στο ξίφος“, και έχασε τη ζωή της. Συγκεκριμένα, εξήγησε πως, την ώρα που η 33χρονη φιλόλογος του έλεγε για μια ακόμη φορά ότι θέλει να αυτοκτονήσει, εκείνος προέταξε το ξίφος λέγοντας της “Βαρέθηκα να σε ακούω. Αν έχεις το κουράγιο καν’ το”.
Και πράγματι, καρφώθηκε πάνω στο ξίφος και πέθανε. Ο ίδιος εξήγησε πως της μίλησε έτσι προκειμένου να την αποτρέψει και αιφνιδιάστηκε πολύ από την αντίδραση της. όπως αναφέρει η Μηχανή του Χρόνου, η μητέρα της Νέλλης παρακολουθούσε συντετριμμένη την διαδικασία της αναπαράστασης.
Ξαφνικά εκσφενδόνισε προς το μέρος του Βαγιωνή ένα παππούτσι της κόρης της, που είχε φέρει μαζί της, φωνάζοντας “δολοφόνε, δολοφόνε”. Η ελληνική κοινή γνώμη στράφηκε κατά του κατηγορούμενου, καθώς έβλεπε να συγκρούονται δύο κόσμοι. Από τη μία, η μαυροντυμένη μητέρα που ζητούσε δικαιοσύνη για την κόρη της και από την άλλη ο πλούσιος βιομήχανος.
Στις 21 Μαΐου 1996 η δίκη τελείωσε και το Μικτό Ορκωτό Κακουργιοδικείο Χαλκίδας αποφάσισε ομόφωνα και επέβαλλε στον Ιωσήφ Βαγιωνή ποινή κάθειρξης 17 ετών για “ανθρωποκτονία εκ προθέσεως με ενδεχόμενο δόλο” και πενταετή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων. Πρωτόδικα είχε καταδικαστεί σε 21 χρόνια φυλάκισης, αλλά λόγω καλής συμπεριφοράς η ποινή του μειώθηκε στα δεκαεφτά. Τα 16 χρόνια ήταν για τη δολοφονία της 33χρονης φιλόλογου και ένας χρόνος επιπλέον για παράνομη οπλοφορία, λόγω του ξίφους, από το οποίο προκλήθηκε ο θάνατος.
Οι κατηγορίες κατά του Α. Λυκουρέζου
Ένα χρόνο μετά την απόφαση του δικαστηρίου, ο ποινικολόγος Αλέξανδρος Λυκουρέζος κατηγορήθηκε για παραβίαση των κανόνων δεοντολογίας του δικηγορικού λειτουργήματος. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο έστειλε πόρισμα-εισήγηση, σύμφωνα με το οποίο ο δικηγόρος παραπέμφθηκε στο πειθαρχικό, προκειμένου να απολογηθεί για τη συμπεριφορά του προς το δικαστήριο στην υπόθεση Βαγιωνή.
Ο κ. Λυκουρέζος κατηγόρησε το δικαστήριο για την απόφασή του λέγοντας ότι πρόκειται για “προαποφασισμένες απόψεις”. Σύμφωνα με το πόρισμα, μόλις εκφωνήθηκε η απόφαση από την πρόεδρο του δικαστηρίου, Χριστοφή Μπακατσέλου, ο δικηγόρος είπε πως επιβεβαιώθηκαν οι προβλέψεις του, σύμφωνα με τις οποίες “οι τακτικοί δικαστές είχαν προαποφασίσει την καταδίκη του κατηγορουμένου”.
Η απάντηση της προέδρου στοιχειοθέτησε τη δεύτερη κατηγορία σε βάρος του διάσημου ποινικολόγου.
“Ήρθατε στο γραφείο μου και με απειλήσατε παρουσία της συναδέλφου μου κυρίας Μαρίας Γαλάνη”, είπε.
Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφάσισε πως “ο εγκαλούμενος δικηγόρος έδωσε την εντύπωση της καταφρονήσεως του θεσμού της Δικαιοσύνης” και “επέδειξε συμπεριφορά που είναι αντίθετη με τις παραδόσεις του Δικηγορικού Σώματος”.
Η αποφυλάκιση του Ιωσήφ Βαγιωνή
Στις 14 Μαρτίου 2002, ο βιομήχανος Ιωσήφ Βαγιωνής αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους, μετά από έξι χρόνια στις φυλακές Κορυδαλλού. Το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά, έθεσε και τους εξής περιοριστικούς όρους. Την υποχρεωτική διαμονή του στην κατοικία του και παρουσία το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα, στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής του.